![]() |
Επίσημη Εφημερίδα |
EL Σειρά L |
2024/1619 |
19.6.2024 |
ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2024/… ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
της 31ης Μαΐου 2024
για την τροποποίηση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εποπτικές εξουσίες, τις κυρώσεις, τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών και τους περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και σχετικούς με τη διακυβέρνηση κινδύνους
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 53 παράγραφος 1,
Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,
Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),
Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Σκοπός των τροποποιήσεων της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) σε σχέση με τις εποπτικές εξουσίες, τις κυρώσεις, τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών, και τους περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και σχετικούς με τη διακυβέρνηση (ΠΚΔ) κινδύνους, είναι η περαιτέρω εναρμόνιση του πλαισίου τραπεζικής εποπτείας και, τελικά, η εμβάθυνση της τραπεζικής εσωτερικής αγοράς. Επιδίωξη των αρμόδιων αρχών θα πρέπει να είναι η διασφάλιση της εφαρμογής του εποπτικού πλαισίου στα ιδρύματα, όπως ορίζονται στην εν λόγω οδηγία, με αναλογικό τρόπο και, ειδικότερα, θα πρέπει να επιδιώξουν τη μείωση του κόστους συμμόρφωσης και υποβολής αναφορών για τα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα στο μέτρο του δυνατού, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των συστάσεων που διατυπώνονται στην έκθεση με τίτλο «Study of the cost of compliance with supervisory reporting requirements» (Μελέτη του κόστους συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις υποβολής εποπτικών αναφορών) που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (ΕΑΤ), η οποία συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) το 2021, με στόχο τη μείωση του κόστους υποβολής αναφορών κατά μέσο όρο 10 % έως 20 %. |
(2) |
Οι αρμόδιες αρχές, τα μέλη του προσωπικού τους και τα μέλη των οργάνων διακυβέρνησής τους θα πρέπει να είναι ανεξάρτητα και απαλλαγμένα από πολιτικές και οικονομικές επιρροές. Οι κίνδυνοι σύγκρουσης συμφερόντων υπονομεύουν την ακεραιότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης και βλάπτουν τον στόχο της ολοκληρωμένης τραπεζικής ένωσης και ένωσης κεφαλαιαγορών. Η οδηγία 2013/36/ΕΕ θα πρέπει να θεσπίσει λεπτομερέστερες διατάξεις προκειμένου τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των μελών του προσωπικού τους και των μελών των οργάνων διακυβέρνησής τους, ενεργούν με ανεξάρτητο και αντικειμενικό τρόπο. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να οριστούν ελάχιστες απαιτήσεις για την πρόληψη των συγκρούσεων συμφερόντων και τον περιορισμό της μεταπήδησης από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα, προβλέποντας ιδίως, για περιόδους αναμονής, απαγόρευση των μέσων διαπραγμάτευσης που εκδίδονται από εποπτευόμενες οντότητες και μέγιστη περίοδο θητείας όσον αφορά τα σχετικά μέλη των οργάνων διακυβέρνησης. Η ΕΑΤ θα πρέπει να εκδίδει προς τις αρμόδιες αρχές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την πρόληψη της σύγκρουσης συμφερόντων, οι οποίες βασίζονται σε διεθνείς βέλτιστες πρακτικές. |
(3) |
Τα μέλη του προσωπικού και του οργάνου διακυβέρνησης της αρμόδιας αρχής τα οποία υπόκεινται σε περιόδους αναμονής, θα πρέπει να δικαιούνται κατάλληλη αποζημίωση, σκοπός της οποίας θα πρέπει να είναι η αποζημίωση για την αδυναμία τους να αναλάβουν εργασία, για ορισμένο χρονικό διάστημα, σε οντότητες σχετικά με τις οποίες ισχύουν οι εν λόγω περιορισμοί αναμονής. Η αποζημίωση θα πρέπει να είναι ανάλογη προς τη διάρκεια της σχετικής περιόδου αναμονής και η μορφή της θα πρέπει να αποφασίζεται από κάθε κράτος μέλος. |
(4) |
Οι επόπτες θα πρέπει να ενεργούν με τη μέγιστη δυνατή ακεραιότητα κατά την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων τους. Προκειμένου να ενισχυθεί η διαφάνεια και να εξασφαλιστούν υψηλά πρότυπα δεοντολογίας, είναι σκόπιμο τα μέλη του προσωπικού και τα μέλη του οργάνου διακυβέρνησης της αρμόδιας αρχής να υποβάλλουν δήλωση συμφερόντων σε ετήσια βάση. Στη δήλωση αυτή θα πρέπει να κοινοποιούνται πληροφορίες σχετικά με τις συμμετοχές του μέλους σε χρηματοοικονομικά μέσα προκειμένου να μειωθούν οι κίνδυνοι συγκρούσεων συμφερόντων που ενδέχεται να προκύψουν από τις εν λόγω συμμετοχές και προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να έχουν τη δυνατότητα να διαχειρίζονται κατάλληλα τους εν λόγω κινδύνους. Η δήλωση συμφερόντων δεν θα πρέπει να θίγει οποιαδήποτε απαίτηση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης σύμφωνα με τους ισχύοντες εθνικούς κανόνες. |
(5) |
Η παροχή των βασικών τραπεζικών υπηρεσιών που απαριθμούνται στο παράρτημα I σημεία 1, 2 και 6 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ θα πρέπει να εξαρτάται από ρητή και εναρμονισμένη απαίτηση χορήγησης άδειας λειτουργίας στο δίκαιο της Ένωσης, η οποία να διευκρινίζει ότι οι επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα και επιδιώκουν να παρέχουν τέτοιες βασικές τραπεζικές υπηρεσίες στην Ένωση θα πρέπει τουλάχιστον να εγκαθιστούν ένα υποκατάστημα σε κράτος μέλος και το εν λόγω υποκατάστημα να έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, εκτός εάν η επιχείρηση επιθυμεί να παρέχει τραπεζικές υπηρεσίες στην Ένωση μέσω θυγατρικής. |
(6) |
Η χρήση τραπεζικών υπηρεσιών εκτός της Ένωσης, όπως στο πλαίσιο της συμφωνίας του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για τις δεσμεύσεις στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, θα παραμείνει ανεπηρέαστη. Η απαίτηση ίδρυσης υποκαταστήματος στην Ένωση δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε περιπτώσεις ανάληψης πρωτοβουλίας από τον πελάτη, δηλαδή όταν πελάτης ή αντισυμβαλλόμενος προσεγγίζει επιχείρηση εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα με δική του αποκλειστική πρωτοβουλία για την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών, μεταξύ άλλων για τη συνέχισή τους, ή τραπεζικών υπηρεσιών που συνδέονται στενά με τις αρχικά ζητηθείσες υπηρεσίες. Κατά τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνουν μέτρα για τη διαφύλαξη των κεκτημένων δικαιωμάτων των πελατών στο πλαίσιο υφιστάμενων συμβάσεων. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να εφαρμόζονται αποκλειστικά για να διευκολύνεται η μετάβαση στην εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και θα πρέπει να οριοθετούνται στενά ώστε να αποφεύγονται περιπτώσεις καταστρατήγησης. Για να αποφεύγεται η καταστρατήγηση των κανόνων που ισχύουν για τη διασυνοριακή παροχή τραπεζικών υπηρεσιών από επιχειρήσεις τρίτων χωρών, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να παρακολουθούν την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών. Η απαίτηση ίδρυσης υποκαταστήματος στην Ένωση θα πρέπει επίσης να μην ισχύει για τις διατραπεζικές συναλλαγές και τις συναλλαγές μεταξύ διαπραγματευτών. Επιπλέον, χωρίς να θίγεται το καθεστώς άδειας λειτουργίας που προβλέπεται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), η απαίτηση ίδρυσης υποκαταστήματος δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε περιπτώσεις στις οποίες πιστωτικά ιδρύματα τρίτης χώρας παρέχουν στην Ένωση τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι τμήμα Α της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και οποιεσδήποτε διευκολυντικές επικουρικές υπηρεσίες, όπως η σχετική αποδοχή καταθέσεων ή η χορήγηση πιστώσεων ή δανείων, σκοπός των οποίων είναι η παροχή υπηρεσιών δυνάμει της εν λόγω οδηγίας, συμπεριλαμβανομένης της παροχής υπηρεσιών διαπραγμάτευσης χρηματοοικονομικών μέσων ή διαχείρισης ιδιωτικής περιουσίας. Ωστόσο, η εν λόγω εξαίρεση, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη συμμόρφωση με τους κανόνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπως ορίζονται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7). |
(7) |
Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν την αναγκαία εξουσία να ανακαλούν την άδεια λειτουργίας που έχει χορηγηθεί σε πιστωτικό ίδρυμα, όταν το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα έχει διαπιστωθεί ότι τελεί υπό πτώχευση ή ότι ενδέχεται να πτωχεύσει, δεν υπάρχει εύλογη προοπτική αποτροπής της πτώχευσής του εντός εύλογου χρονικού διαστήματος με τυχόν εναλλακτικά μέτρα του ιδιωτικού τομέα ή εποπτική δράση, και η ανάληψη δράσης εξυγίανσης δεν είναι αναγκαία για το δημόσιο συμφέρον. Στην περίπτωση αυτή, ένα πιστωτικό ίδρυμα θα πρέπει να εκκαθαρίζεται σύμφωνα με τις εφαρμοστέες εθνικές διαδικασίες αφερεγγυότητας ή με άλλα είδη διαδικασιών που προβλέπονται για τα εν λόγω ιδρύματα βάσει του εθνικού δικαίου και που εξασφαλίζουν την ομαλή έξοδό τους από την αγορά, και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να διακόπτει τις δραστηριότητες για τις οποίες είχε χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας. Ωστόσο, όπως και σε άλλες περιπτώσεις στις οποίες η αρμόδια αρχή έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας, δεν θα πρέπει να συνδέονται αυτομάτως η διαπίστωση της πτώχευσης ή της πιθανής πτώχευσης και η ανάκληση της άδειας λειτουργίας. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ασκούν τις εξουσίες τους κατά τρόπο αναλογικό και λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά των εφαρμοστέων εθνικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένων των υφιστάμενων δικαστικών διαδικασιών. Η εξουσία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για να αποτρέπεται η έναρξη ή να επιβάλλεται ο τερματισμός διαδικασιών αφερεγγυότητας όπως της εφαρμογής δικαστικής αναστολής ή άλλων μέτρων που εξαρτώνται από την ύπαρξη ενεργούς άδειας. |
(8) |
Οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που είναι μητρικές επιχειρήσεις τραπεζικών ομίλων θα πρέπει να εξακολουθήσουν να υπόκεινται στον μηχανισμό ταυτοποίησης και έγκρισης που θεσπίστηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2019/878 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8). Ο εν λόγω μηχανισμός επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να εντάσσουν στο άμεσο πεδίο της εποπτείας και των εποπτικών εξουσιών τους ορισμένες χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση σε ενοποιημένη βάση. Υπό συγκεκριμένες συνθήκες, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη διακριτική ευχέρεια να απαλλάσσουν από την έγκριση χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που έχει συσταθεί με σκοπό την κατοχή συμμετοχών σε επιχειρήσεις. Επιπλέον, για να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες ορισμένων τραπεζικών ομίλων, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θα πρέπει να είναι σε θέση να επιτρέπει στις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που απαλλάσσονται από την έγκριση να αποκλείονται από την περίμετρο της ενοποίησης ενός τραπεζικού ομίλου. Ωστόσο, η εξουσία απαλλαγής των εν λόγω οντοτήτων από την περίμετρο της ενοποίησης ενός τραπεζικού ομίλου θα πρέπει να ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, όταν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο εφαρμοστέο δίκαιο και, για τον σκοπό αυτό, ο οικείος τραπεζικός όμιλος θα πρέπει να αποδεικνύει ότι η οντότητα συμμετοχών που θα πρέπει να απαλλαγεί δεν εμπλέκεται ή δεν σχετίζεται με τη διαχείριση του εν λόγω τραπεζικού ομίλου. |
(9) |
Οι επόπτες των πιστωτικών ιδρυμάτων θα πρέπει να διαθέτουν όλες τις αναγκαίες εξουσίες που θα τους παρέχουν τη δυνατότητα άσκησης των καθηκόντων τους και θα καλύπτουν τις διάφορες πράξεις που εκτελούν οι εποπτευόμενες οντότητες. Για τον σκοπό αυτό και για να ενισχυθούν οι ίσοι όροι ανταγωνισμού, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους όλες τις εποπτικές εξουσίες που θα τους παρέχουν τη δυνατότητα να καλύπτουν τις σημαντικές πράξεις που μπορούν να αναλάβουν οι εποπτευόμενες οντότητες. Ως εκ τούτου, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ενημερώνονται σε περίπτωση που σημαντικές πράξεις που αναλαμβάνονται από εποπτευόμενη οντότητα, συμπεριλαμβανομένων των αποκτήσεων από εποπτευόμενες οντότητες σημαντικών συμμετοχών σε οντότητες του χρηματοπιστωτικού ή του μη χρηματοπιστωτικού τομέα, των σημαντικών μεταβιβάσεων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού από ή προς εποπτευόμενες οντότητες και των συγχωνεύσεων και διασπάσεων στις οποίες συμμετέχουν εποπτευόμενες οντότητες, εγείρουν ανησυχίες σχετικά με το προφίλ προληπτικής εποπτείας της οντότητας ή σχετικά με πιθανές δραστηριότητες νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν εξουσία παρέμβασης σε περιπτώσεις αποκτήσεων σημαντικών συμμετοχών, συγχωνεύσεων ή διασπάσεων. |
(10) |
Προκειμένου να διασφαλιστεί η αναλογικότητα και να αποφευχθεί η περιττή διοικητική επιβάρυνση, οι πρόσθετες εξουσίες των αρμόδιων αρχών θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνο στις πράξεις που θεωρούνται σημαντικές. Μόνον οι πράξεις που συνίστανται σε συγχωνεύσεις ή διασπάσεις θα πρέπει να αντιμετωπίζονται αυτομάτως ως σημαντικές πράξεις, δεδομένου ότι η νεοσυσταθείσα οντότητα μπορεί να εμφανίσει ένα προφίλ προληπτικής εποπτείας σημαντικά διαφορετικό από αυτό των οντοτήτων που συμμετείχαν αρχικά στη συγχώνευση ή τη διάσπαση. Επίσης, οι συγχωνεύσεις ή οι διασπάσεις δεν θα πρέπει να συνάπτονται από τις οντότητες που τις αναλαμβάνουν προτού λάβουν θετική γνώμη από τις αρμόδιες αρχές. Οι αποκτήσεις συμμετοχών, όταν θεωρούνται σημαντικές, θα πρέπει να αξιολογούνται από την οικεία αρμόδια αρχή βάσει διαδικασίας σιωπηρής έγκρισης. |
(11) |
Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αρμόδιες αρχές είναι σε θέση να παρεμβαίνουν πριν αναληφθεί σημαντική πράξη, θα πρέπει να ενημερώνονται εκ των προτέρων. Η σχετική κοινοποίηση θα πρέπει να συνοδεύεται από τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εκτίμηση της προτεινόμενης πράξης από τις αρμόδιες αρχές υπό το πρίσμα της προληπτικής εποπτείας και της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Η εν λόγω αξιολόγηση από τις αρμόδιες αρχές θα πρέπει να αρχίζει τη στιγμή λήψης της ειδοποίησης, συμπεριλαμβανομένων όλων των ζητούμενων πληροφοριών. Σε περίπτωση απόκτησης σημαντικής συμμετοχής ή όταν στην προτεινόμενη πράξη συμμετέχουν μόνο χρηματοοικονομικοί παράγοντες από τον ίδιο όμιλο, η εν λόγω αξιολόγηση θα πρέπει να είναι χρονικά περιορισμένη. |
(12) |
Σε περίπτωση απόκτησης σημαντικής συμμετοχής, η ολοκλήρωση της αξιολόγησης μπορεί να ωθήσει την αρμόδια αρχή στην απόφαση να αντιταχθεί στην πράξη. Εάν η αρμόδια αρχή δεν αντιταχθεί εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, η πράξη θα πρέπει να θεωρείται ότι εγκρίθηκε. |
(13) |
Είναι αναγκαίο να εναρμονιστούν οι διατάξεις που αφορούν την απόκτηση ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα με τις διατάξεις σχετικά με την απόκτηση υλικής συμμετοχής από ίδρυμα, σε περίπτωση που θα πρέπει να διενεργηθούν και οι δύο αξιολογήσεις για την ίδια πράξη. Χωρίς την κατάλληλη εναρμόνιση, οι διατάξεις αυτές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ανακολουθίες στην αξιολόγηση που διενεργούν οι αρμόδιες αρχές και, τελικά, στις αποφάσεις που λαμβάνουν. |
(14) |
Όσον αφορά τις συγχωνεύσεις και τις διασπάσεις, η οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10) θεσπίζει εναρμονισμένους κανόνες και διαδικασίες, ιδίως για τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις και διασπάσεις κεφαλαιουχικών εταιρειών. Ως εκ τούτου, η διαδικασία αξιολόγησης από τις αρμόδιες αρχές που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να είναι συμπληρωματική προς τη διαδικασία που καθορίζεται στην οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 και δεν θα πρέπει να έρχεται σε αντίθεση με καμία από τις διατάξεις της. Στην περίπτωση των διασυνοριακών συγχωνεύσεων και διασπάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132, η αιτιολογημένη γνώμη που εκδίδεται από την αρμόδια αρχή θα πρέπει να αποτελεί μέρος της αξιολόγησης της συμμόρφωσης με όλους τους σχετικούς όρους και της ορθής ολοκλήρωσης όλων των διαδικασιών και διατυπώσεων που απαιτούνται για το πιστοποιητικό προ της συγχώνευσης ή προ της διάσπασης. Ως εκ τούτου, η αιτιολογημένη γνώμη θα πρέπει να διαβιβάζεται στην εντεταλμένη εθνική αρχή που είναι αρμόδια για την έκδοση του πιστοποιητικού προ της συγχώνευσης ή προ της διάσπασης βάσει της οδηγίας (EE) 2017/1132. |
(15) |
Σε ορισμένες περιπτώσεις, για παράδειγμα όταν συμμετέχουν οντότητες εγκατεστημένες σε διάφορα κράτη μέλη, οι πράξεις ενδέχεται να απαιτούν πολλαπλές κοινοποιήσεις και αξιολογήσεις από διαφορετικές αρμόδιες αρχές, και συνεπώς να απαιτούν αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των εν λόγω αρχών. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να προσδιοριστούν οι υποχρεώσεις συνεργασίας, ειδικότερα όσον αφορά τις έγκαιρες διασυνοριακές κοινοποιήσεις, την ομαλή ανταλλαγή πληροφοριών, μεταξύ άλλων με τις αρχές που είναι αρμόδιες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, και τον συντονισμό κατά τη διαδικασία αξιολόγησης. |
(16) |
Η ΕΑΤ θα πρέπει να λάβει εντολή να καταρτίσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων και κατευθυντήριες γραμμές, ώστε να διασφαλιστεί η κατάλληλη πλαισίωση της χρήσης των πρόσθετων εποπτικών εξουσιών. Τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων θα πρέπει, ειδικότερα, να προσδιορίζουν τις πληροφορίες που πρέπει να λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές, τα στοιχεία που πρέπει να αξιολογούνται και τη συνεργασία που απαιτείται όταν συμμετέχουν περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές. Τα διάφορα αυτά στοιχεία έχουν καίρια σημασία προκειμένου να διασφαλίζεται ότι μια επαρκώς εναρμονισμένη εποπτική μεθοδολογία επιτρέπει την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με τις πρόσθετες εξουσίες, με την ελάχιστη δυνατή πρόσθετη διοικητική επιβάρυνση. |
(17) |
Η ρύθμιση των υποκαταστημάτων που έχουν συσταθεί από επιχειρήσεις σε τρίτη χώρα για την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών σε κράτος μέλος υπόκειται στο εθνικό δίκαιο και εναρμονίζεται μόνο σε πολύ περιορισμένο βαθμό από την οδηγία 2013/36/ΕΕ. Παρότι τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας έχουν σημαντική και αυξανόμενη παρουσία στις τραπεζικές αγορές της Ένωσης, επί του παρόντος υπόκεινται μόνο σε πολύ γενικές απαιτήσεις πληροφόρησης, αλλά όχι σε κανόνες προληπτικής εποπτείας ή ρυθμίσεις εποπτικής συνεργασίας σε επίπεδο Ένωσης. Λόγω της παντελούς έλλειψης κοινού πλαισίου προληπτικής εποπτείας, τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας υπόκεινται σε διάφορες εθνικές απαιτήσεις διαφορετικών επιπέδων σύνεσης και πεδίου εφαρμογής. Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές δεν διαθέτουν ολοκληρωμένη πληροφόρηση και τα απαραίτητα εποπτικά εργαλεία για την ορθή παρακολούθηση των ειδικών κινδύνων που δημιουργούνται από ομίλους τρίτων χωρών οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη μέσω υποκαταστημάτων και θυγατρικών. Επί του παρόντος δεν υφίστανται σχετικές ολοκληρωμένες εποπτικές ρυθμίσεις και η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία κάθε υποκαταστήματος ομίλου τρίτης χώρας δεν είναι υποχρεωμένη να ανταλλάσσει πληροφορίες με τις αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν τα υπόλοιπα υποκαταστήματα και τις θυγατρικές του ίδιου ομίλου. Αυτό το κατακερματισμένο ρυθμιστικό τοπίο δημιουργεί κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την ακεραιότητα της αγοράς στην Ένωση και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί δεόντως με ένα εναρμονισμένο κανονιστικό πλαίσιο για τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας. Το πλαίσιο αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει ελάχιστες κοινές απαιτήσεις σχετικά με την άδεια λειτουργίας, τους κανόνες προληπτικής εποπτείας, την εσωτερική διακυβέρνηση, την εποπτεία και την υποβολή αναφορών. το σύνολο των απαιτήσεων αυτών θα πρέπει να βασίζεται στις απαιτήσεις που εφαρμόζουν ήδη τα κράτη μέλη σε υποκαταστήματα τρίτης χώρας στο έδαφός τους και θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη παρόμοιες ή ισοδύναμες απαιτήσεις που εφαρμόζουν τρίτες χώρες για τα αλλοδαπά υποκαταστήματα, προκειμένου να διασφαλίζεται η συνέπεια μεταξύ των κρατών μελών και να εναρμονίζεται το κανονιστικό πλαίσιο της Ένωσης για τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας με τις επικρατούσες διεθνείς πρακτικές στον τομέα αυτό. |
(18) |
Κατά τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και την εποπτεία υποκαταστημάτων τρίτης χώρας, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να ασκούν αποτελεσματικά τα εποπτικά τους καθήκοντα. Για τον σκοπό αυτό, πρέπει να έχουν πρόσβαση σε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την επικεφαλής επιχείρηση του υποκαταστήματος τρίτης χώρας από τις εποπτικές αρχές της σχετικής τρίτης χώρας και να είναι σε θέση να συντονίζουν αποτελεσματικά τις εποπτικές δραστηριότητές τους με εκείνες των εποπτικών αρχών της τρίτης χώρας. Πριν από την έναρξη δραστηριοτήτων υποκαταστήματος τρίτης χώρας σε κράτος μέλος, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να προσπαθούν να συνάπτουν συμφωνία με την εποπτική αρχή της οικείας τρίτης χώρας, ώστε να καθίσταται δυνατή η συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών. Η εν λόγω συμφωνία θα πρέπει να βασίζεται στα πρότυπα διοικητικών ρυθμίσεων που έχει καταρτίσει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να υποβάλλουν πληροφορίες σχετικά με τις εν λόγω συμφωνίες στην ΕΑΤ. Όταν δεν είναι δυνατή η σύναψη διοικητικής συμφωνίας βάσει του προτύπου που έχει αναπτύξει η ΕΑΤ, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να χρησιμοποιούν άλλες ρυθμίσεις, όπως λόγου χάρη ανταλλαγή επιστολών, για να διασφαλίζουν ότι μπορούν να ασκούν τα εποπτικά τους καθήκοντα. |
(19) |
Για λόγους αναλογικότητας, οι ελάχιστες απαιτήσεις που επιβάλλονται στα υποκαταστήματα τρίτης χώρας θα πρέπει να είναι σχετικές με τον κίνδυνο που αυτά ενέχουν για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την ακεραιότητα της αγοράς στην Ένωση και τα κράτη μέλη. Ως εκ τούτου, τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας θα πρέπει να ταξινομούνται στην κατηγορία 1 όταν θεωρείται ότι ενέχουν υψηλότερο κίνδυνο, ή διαφορετικά στην κατηγορία 2 όταν θεωρείται ότι είναι μικρά και μη πολύπλοκα και ότι δεν ενέχουν σημαντικό κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, σύμφωνα με τον ορισμό για το «μικρό και μη πολύπλοκο ίδρυμα» στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Κατά συνέπεια, τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας με στοιχεία ενεργητικού που καταχωρίζονται σε κράτος μέλος ύψους 5 δισεκατομμυρίων EUR και άνω θα πρέπει να θεωρείται ότι ενέχουν τόσο υψηλότερο κίνδυνο λόγω του μεγαλύτερου μεγέθους και της πολυπλοκότητάς τους, επειδή η πτώχευσή τους θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντικές διαταραχές στην αγορά τραπεζικών υπηρεσιών ή στο τραπεζικό σύστημα του κράτους μέλους. Τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας που έχουν άδεια αποδοχής καταθέσεων λιανικής θα πρέπει ομοίως να θεωρούνται υψηλότερου κινδύνου ανεξάρτητα από το μέγεθός τους, όταν το ποσό των εν λόγω καταθέσεων λιανικής υπερβαίνει ένα ορισμένο όριο, εφόσον η πτώχευσή τους θα μπορούσε να πλήξει ιδιαίτερα ευάλωτους καταθέτες και να οδηγήσει σε απώλεια της εμπιστοσύνης στην ασφάλεια και την ευρωστία του τραπεζικού συστήματος του κράτους μέλους και στην ικανότητά του να προστατεύει τις αποταμιεύσεις των πολιτών. Και τα δύο είδη υποκαταστημάτων τρίτης χώρας θα πρέπει, συνεπώς, να ταξινομούνται ως υποκαταστήματα τρίτης χώρας κατηγορίας 1. |
(20) |
Τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας θα πρέπει επίσης να ταξινομούνται στην κατηγορία 1 όταν η επικεφαλής επιχείρηση υπόκειται σε κανονιστικές ρυθμίσεις και η εποπτεία και εφαρμογή των εν λόγω κανονιστικών ρυθμίσεων δεν έχουν χαρακτηριστεί τουλάχιστον ισοδύναμες με τις απαιτήσεις της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή όταν η σχετική τρίτη χώρα είναι καταχωρισμένη ως τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου που παρουσιάζει στρατηγικές ανεπάρκειες όσον αφορά το οικείο καθεστώς καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849. Τα εν λόγω υποκαταστήματα τρίτης χώρας ενέχουν σημαντικό κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ένωση και το κράτος μέλος εγκατάστασης, επειδή το κανονιστικό πλαίσιο ή το πλαίσιο για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που εφαρμόζεται στην επικεφαλής επιχείρησή τους δεν αποτυπώνει επαρκώς ή δεν επιτρέπει την κατάλληλη παρακολούθηση των συγκεκριμένων κινδύνων που απορρέουν από τις δραστηριότητες του υποκαταστήματος στο κράτος μέλος ή των κινδύνων για τους αντισυμβαλλομένους στο κράτος μέλος που προκύπτουν από τον όμιλο τρίτης χώρας. Για τον σκοπό του προσδιορισμού της ισοδυναμίας των κανόνων προληπτικής εποπτείας και των εποπτικών προτύπων των τραπεζών τρίτων χωρών με τα πρότυπα της Ένωσης, η Επιτροπή θα πρέπει να είναι σε θέση να αναθέτει στην ΕΑΤ τη διενέργεια αξιολόγησης και την έκδοση έκθεσης για το τραπεζικό κανονιστικό πλαίσιο της σχετικής τρίτης χώρας σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ θα πρέπει να διασφαλίζει ότι η αξιολόγηση διενεργείται με αυστηρό και διαφανή τρόπο και σύμφωνα με αξιόπιστη μεθοδολογία. Επιπλέον, η ΕΑΤ θα πρέπει να διαβουλεύεται και να συνεργάζεται στενά με τις εποπτικές αρχές της τρίτης χώρας, τις κρατικές υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για το οικείο τραπεζικό κανονιστικό πλαίσιο και, κατά περίπτωση, με τους φορείς του ιδιωτικού τομέα, επιδιώκοντας τη δίκαιη μεταχείριση των εν λόγω μερών και την παροχή της δυνατότητας να υποβάλλουν έγγραφα και να διατυπώνουν παρατηρήσεις εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Επιπλέον, η ΕΑΤ θα πρέπει να διασφαλίζει ότι η έκθεση που εκδίδεται είναι επαρκώς αιτιολογημένη, παρέχει λεπτομερή περιγραφή των αξιολογούμενων ζητημάτων και υποβάλλεται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Προκειμένου να διασφαλίζονται ενιαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για την έκδοση αποφάσεων σχετικά με την ισοδυναμία των τραπεζικών κανονιστικών πλαισίων των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11). |
(21) |
Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν ρητή εξουσία να ζητούν, κατά περίπτωση, από υποκαταστήματα τρίτης χώρας να υποβάλλουν αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙΙ, κεφάλαιο 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, τουλάχιστον όταν τα εν λόγω υποκαταστήματα ασκούν δραστηριότητες με πελάτες ή αντισυμβαλλομένους σε άλλα κράτη μέλη κατά παράβαση των κανόνων της εσωτερικής αγοράς, όταν ενέχουν σημαντικό κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένα ή όταν το συνολικό ποσό των στοιχείων ενεργητικού όλων των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας στην Ένωση που ανήκουν στον ίδιο όμιλο τρίτης χώρας είναι ίσο ή μεγαλύτερο από 40 δισεκατομμύρια EUR ή όταν το ποσό των στοιχείων ενεργητικού του υποκαταστήματος τρίτης χώρας στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένο είναι ίσο ή μεγαλύτερο από 10 δισεκατομμύρια EUR. Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να υποχρεούνται να αξιολογούν αν τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας έχουν συστημική σημασία, όταν το συνολικό ποσό των στοιχείων ενεργητικού όλων των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών στην Ένωση που ανήκουν στον ίδιο όμιλο τρίτης χώρας είναι ίσο ή μεγαλύτερο από 40 δισεκατομμύρια EUR. Όλα τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών που ανήκουν στον ίδιο όμιλο τρίτης χώρας και είναι εγκατεστημένα σε ένα κράτος μέλος ή σε περισσότερα κράτη μέλη της Ένωσης θα πρέπει να υπόκεινται στην εν λόγω αξιολόγηση από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές τους. Η εν λόγω αξιολόγηση θα πρέπει να εξετάζει, σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια, αν τα εν λόγω υποκαταστήματα ενέχουν ανάλογο επίπεδο κινδύνου για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή των κρατών μελών της, ως ιδρύματα που ορίζονται ως «συστημικά σημαντικά» βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Όταν οι αρμόδιες αρχές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών είναι συστημικώς σημαντικά, θα πρέπει να επιβάλλουν στα υποκαταστήματα αυτά απαιτήσεις που είναι κατάλληλες για τον μετριασμό των κινδύνων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Για τους σκοπούς αυτούς, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών να υποβάλλουν αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας ως θυγατρικά ιδρύματα σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ, προκειμένου να συνεχίσουν να ασκούν τραπεζικές δραστηριότητες στο κράτος μέλος ή σε ολόκληρη την Ένωση. Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να επιβάλλουν άλλες απαιτήσεις, ιδίως την υποχρέωση αναδιάρθρωσης των στοιχείων ενεργητικού ή των δραστηριοτήτων των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας στην Ένωση, ώστε τα εν λόγω υποκαταστήματα να παύουν να έχουν συστημική σημασία, ή την απαίτηση συμμόρφωσης με πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις, απαιτήσεις ρευστότητας, υποβολής αναφορών ή απαιτήσεις δημοσιοποίησης, όταν κάτι τέτοιο επαρκεί για την αντιμετώπιση των κινδύνων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να μην επιβάλλουν καμία από τις εν λόγω απαιτήσεις σε υποκαταστήματα τρίτης χώρας που αξιολογούνται ως έχοντα συστημική σημασία, στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να παρέχουν αιτιολογημένη γνωστοποίηση στην ΕΑΤ και στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία ο σχετικός όμιλος τρίτης χώρας έχει εγκαταστήσει άλλα υποκαταστήματα ή θυγατρικά ιδρύματα τρίτης χώρας. Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις σε επίπεδο Ένωσης, οι αρμόδιες αρχές που αποφασίζουν να ασκήσουν την εξουσία τους ως προς την απαίτηση υποβολής αίτησης για χορήγηση άδειας λειτουργίας ως θυγατρικό ίδρυμα θα πρέπει, εκ των προτέρων, να διαβουλεύονται με την ΕΑΤ και τις οικείες αρμόδιες αρχές. |
(22) |
Για την προώθηση της συνοχής των εποπτικών αποφάσεων σχετικά με όμιλο τρίτης χώρας με υποκαταστήματα και θυγατρικές σε διάφορα κράτη μέλη, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει, κατά τη διενέργεια αξιολόγησης της συστημικής σημασίας, να διαβουλεύονται με την ΕΑΤ και τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία ο σχετικός όμιλος τρίτης χώρας έχει εγκαταστήσει άλλα υποκαταστήματα ή θυγατρικά ιδρύματα τρίτης χώρας, προκειμένου να αξιολογούνται οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που ενδέχεται να ενέχει το σχετικό υποκατάστημα τρίτης χώρας για άλλα κράτη μέλη πλην του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο. |
(23) |
Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διενεργούν τακτικούς ελέγχους της συμμόρφωσης των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας με τις σχετικές απαιτήσεις στο πλαίσιο της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και να λαμβάνουν εποπτικά μέτρα για τα εν λόγω υποκαταστήματα προκειμένου να διασφαλίζεται ή να αποκαθίσταται η συμμόρφωση με τις εν λόγω απαιτήσεις. Για να διευκολυνθεί η αποτελεσματική εποπτεία της συμμόρφωσης με τις εν λόγω απαιτήσεις σχετικά με τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας και να καταστεί δυνατή η ολοκληρωμένη επισκόπηση των δραστηριοτήτων ομίλων τρίτης χώρας εντός της Ένωσης, θα πρέπει να διατίθενται στις αρμόδιες αρχές κοινές εποπτικές και χρηματοοικονομικές αναφορές σύμφωνα με τυποποιημένα υποδείγματα. Η ΕΑΤ θα πρέπει να λάβει εντολή να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των εν λόγω υποδειγμάτων. Επιπλέον, είναι αναγκαίο να εφαρμόζονται κατάλληλες ρυθμίσεις συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών, ώστε να διασφαλίζεται ότι όλες οι δραστηριότητες ομίλων τρίτης χώρας που λειτουργούν στην Ένωση μέσω υποκαταστημάτων τρίτης χώρας υπόκεινται σε συνολική εποπτεία, να αποτρέπεται η καταστρατήγηση των απαιτήσεων που εφαρμόζονται στους εν λόγω ομίλους βάσει του δικαίου της Ένωσης και να ελαχιστοποιούνται οι δυνητικοί κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης. Ειδικότερα, τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας της κατηγορίας 1 θα πρέπει να συμπεριληφθούν στο πεδίο αρμοδιοτήτων των σωμάτων εποπτών ομίλων τρίτης χώρας στην Ένωση. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει ακόμη τέτοιου είδους σώμα, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συστήσουν ένα ad hoc σώμα για όλα τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας της κατηγορίας 1 του ίδιου ομίλου, όταν ο εν λόγω όμιλος δραστηριοποιείται σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη. |
(24) |
Το πλαίσιο της Ένωσης για τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας θα πρέπει να εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν επί του παρόντος τα κράτη μέλη να απαιτούν, γενικά, από επιχειρήσεις τρίτων χωρών που προέρχονται από συγκεκριμένες τρίτες χώρες να ασκούν τραπεζικές δραστηριότητες στο έδαφός τους αποκλειστικά μέσω θυγατρικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙΙ, κεφάλαιο 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Η απαίτηση αυτή μπορεί να αναφέρεται σε τρίτες χώρες που εφαρμόζουν πρότυπα προληπτικής εποπτείας και εποπτικά πρότυπα στον τραπεζικό κλάδο τα οποία δεν είναι ισοδύναμα με τα πρότυπα της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους ή σε τρίτες χώρες που έχουν στρατηγικές ανεπάρκειες στο σύστημά τους όσον αφορά την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. |
(25) |
Η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των φορολογικών αρχών θα πρέπει να βελτιωθεί, με την επιφύλαξη των ισχυόντων κανόνων περί απορρήτου. Η ανταλλαγή πληροφοριών θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να είναι σύμφωνη με το εθνικό δίκαιο και, όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, θα πρέπει να επιτυγχάνεται συμφωνία μεταξύ των σχετικών αρμόδιων αρχών για τη δημοσιοποίηση. |
(26) |
Είναι ζωτικής σημασίας τα ιδρύματα, οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, ώστε να διασφαλίζονται η ασφάλεια και η ευρωστία τους και να διαφυλάσσεται η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος τόσο σε επίπεδο Ένωσης συνολικά όσο και σε κάθε κράτος μέλος ξεχωριστά. Ως εκ τούτου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και οι εθνικές αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν την εξουσία να λαμβάνουν έγκαιρα και αποφασιστικά μέτρα σε περίπτωση που τα εν λόγω ιδρύματα, οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, καθώς και τα υπεύθυνα διευθυντικά στελέχη τους, δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ή τις εποπτικές αποφάσεις. |
(27) |
Για να διασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού στον τομέα των εξουσιών επιβολής κυρώσεων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεούνται να προβλέπουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές διοικητικές κυρώσεις, περιοδικές χρηματικές ποινές και άλλα διοικητικά μέτρα σε σχέση με παραβάσεις των εθνικών διατάξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, καθώς και παραβάσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή αποφάσεων που λαμβάνει η αρμόδια αρχή με βάση τις εν λόγω διατάξεις ή τον εν λόγω κανονισμό. Οι εν λόγω διοικητικές κυρώσεις, περιοδικές χρηματικές ποινές και λοιπά διοικητικά μέτρα θα πρέπει να πληρούν ορισμένες ελάχιστες απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένων των ελάχιστων εξουσιών που θα πρέπει να διαθέτουν οι αρμόδιες αρχές ώστε να είναι σε θέση να τα επιβάλλουν, των κριτηρίων που θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη οι αρμόδιες αρχές κατά την εφαρμογή τους, των απαιτήσεων δημοσιοποίησης ή του ύψους των διοικητικών κυρώσεων και των περιοδικών χρηματικών ποινών. Θα πρέπει να ανατεθεί στην ΕΑΤ η υποβολή έκθεσης σχετικά με την συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο εφαρμογής διοικητικών κυρώσεων, περιοδικών χρηματικών ποινών και άλλων διοικητικών μέτρων. |
(28) |
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να επιβάλλουν διοικητικές κυρώσεις όταν η σχετική παράβαση υπόκειται επίσης στο εθνικό ποινικό δίκαιο. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τυχόν προηγούμενες ποινικές κυρώσεις που ενδέχεται να έχουν επιβληθεί για την ίδια παράβαση στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ευθύνεται για την εν λόγω παράβαση, όταν καθορίζουν το είδος των διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων και το ύψος των διοικητικών χρηματικών προστίμων. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται ότι η αυστηρότητα όλων των διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων που επιβάλλονται με τιμωρητικούς σκοπούς σε περίπτωση συσσώρευσης διοικητικών και ποινικών διαδικασιών που προκύπτουν από την ίδια παράνομη συμπεριφορά περιορίζεται στην απολύτως αναγκαία βάσει της σοβαρότητας της σχετικής παράβασης. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίζουν κατάλληλους μηχανισμούς για να διασφαλίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές και οι δικαστικές αρχές ενημερώνονται δεόντως και εγκαίρως για κάθε διοικητική ή ποινική διαδικασία που κινείται κατά του ίδιου φυσικού ή νομικού προσώπου. |
(29) |
Τα διοικητικά χρηματικά πρόστιμα θα πρέπει να έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα προκειμένου να αποτρέπεται το ενδεχόμενο το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παραβαίνει τις εθνικές διατάξεις μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 να επιδοθεί στην ίδια ή παρόμοια συμπεριφορά στο μέλλον. Τα διοικητικά χρηματικά πρόστιμα που επιβάλλονται σε νομικά πρόσωπα θα πρέπει να εφαρμόζονται με συνέπεια, ειδικότερα όσον αφορά τον καθορισμό του μέγιστου ποσού τέτοιων διοικητικών κυρώσεων, το οποίο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον συνολικό ετήσιο καθαρό κύκλο εργασιών της σχετικής επιχείρησης. Ωστόσο, ο συνολικός ετήσιος καθαρός κύκλος εργασιών κατά την έννοια της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δεν είναι επί του παρόντος ούτε εξαντλητικός ούτε αρκετά σαφής ώστε να εξασφαλίζονται ίσοι όροι ανταγωνισμού κατά την επιβολή διοικητικών χρηματικών προστίμων. Για να διασφαλίζεται ο συνεπής υπολογισμός σε ολόκληρη την Ένωση, η οδηγία 2013/36/ΕΕ θα πρέπει να προβλέπει κατάλογο στοιχείων που πρέπει να περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του συνολικού ετήσιου καθαρού κύκλου εργασιών. |
(30) |
Εκτός από τις διοικητικές χρηματικές κυρώσεις, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν την εξουσία να επιβάλλουν περιοδικές χρηματικές ποινές σε ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και στα μέλη του διοικητικού οργάνου με διοικητική αρμοδιότητα, στα ανώτερα διοικητικά στελέχη, στους επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών, σε άλλα πρόσωπα που αναλαμβάνουν σημαντικούς κινδύνους και σε οποιαδήποτε άλλα φυσικά πρόσωπα που υπέχουν ευθύνη σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο για παράβαση της υποχρέωσης συμμόρφωσης με τις εθνικές διατάξεις μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ή με τις υποχρεώσεις τους βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή βάσει απόφασης που λαμβάνει αρμόδια αρχή με βάση τις εν λόγω διατάξεις ή τον εν λόγω κανονισμό. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν ειδικούς κανόνες και αποτελεσματικούς μηχανισμούς όσον αφορά την επιβολή των περιοδικών χρηματικών ποινών. Θα πρέπει να επιβάλλονται περιοδικές χρηματικές ποινές όταν συνεχίζεται η παράβαση. Με την επιφύλαξη των δικονομικών δικαιωμάτων που διαθέτουν τα θιγόμενα πρόσωπα σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ακρόασης των εν λόγω προσώπων, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να επιβάλλουν περιοδικές χρηματικές ποινές χωρίς να χρειάζεται να απευθύνουν προηγουμένως στον παραβάτη αίτημα, εντολή ή προειδοποίηση με το (την) οποίο(-α) απαιτούν την αποκατάσταση της συμμόρφωσης. Δεδομένου ότι σκοπός των περιοδικών χρηματικών ποινών είναι να υποχρεώνονται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα να τερματίζουν μια συνεχιζόμενη παράβαση, η επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών δεν θα πρέπει να εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να επιβάλλουν επακόλουθες διοικητικές κυρώσεις για την ίδια παράβαση. Οι περιοδικές χρηματικές ποινές θα πρέπει να μπορούν να επιβάλλονται σε συγκεκριμένη ημερομηνία και να αρχίζουν να ισχύουν σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από τα κράτη μέλη, οι περιοδικές χρηματικές ποινές θα πρέπει να υπολογίζονται σε καθημερινή βάση. |
(31) |
Προκειμένου να εξασφαλίζεται το ευρύτερο δυνατό πεδίο δράσης έπειτα από παράβαση και να μπορούν να αποτρέπονται περαιτέρω παραβάσεις, ανεξαρτήτως του εάν τέτοιες παραβάσεις υπόκεινται σε διοικητικές κυρώσεις ή άλλα διοικητικά μέτρα βάσει του εθνικού δικαίου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να προβλέπουν επιπλέον διοικητικές κυρώσεις και υψηλότερο επίπεδο διοικητικών χρηματικών ποινών και περιοδικών χρηματικών ποινών. |
(32) |
Κατά την επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον δυνητικό αντίκτυπο της περιοδικής χρηματικής ποινής στην χρηματοοικονομική κατάσταση του νομικού ή φυσικού προσώπου που διαπράττει την παράβαση, και να επιδιώκει να αποτρέπει το ενδεχόμενο η ποινή να οδηγήσει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διαπράττει παράβαση σε αφερεγγυότητα, να το οδηγήσει σε σοβαρή οικονομική δυσχέρεια ή να αντιπροσωπεύει δυσανάλογο ποσοστό του ετήσιου εισοδήματος του φυσικού προσώπου ή του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του νομικού προσώπου. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει επίσης να διασφαλίζουν την επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών στα μέλη του διοικητικού οργάνου, στα ανώτερα διοικητικά στελέχη, στα πρόσωπα που κατέχουν καίριες θέσεις, σε άλλα πρόσωπα που αναλαμβάνουν σημαντικούς κινδύνους και σε κάθε άλλο φυσικό πρόσωπο που έχει προσδιοριστεί ως άμεσα υπεύθυνο για την παράβαση, είτε μεμονωμένα είτε συλλογικά. |
(33) |
Σε εξαιρετικές περιστάσεις, όταν το νομικό σύστημα του κράτους μέλους δεν επιτρέπει την επιβολή των διοικητικών κυρώσεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, θα πρέπει να είναι δυνατό να εφαρμόζονται κατ’ εξαίρεση οι κανόνες σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις κατά τρόπο ώστε η κύρωση να κινείται από την αρμόδια αρχή και να επιβάλλεται από δικαστική αρχή. Ωστόσο, είναι αναγκαίο τα εν λόγω κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι η εφαρμογή τέτοιων κανόνων και κυρώσεων έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα με τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται από τις αρμόδιες αρχές. Συνεπώς, οι προβλεπόμενες κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. |
(34) |
Προκειμένου να προβλεφθούν κατάλληλες κυρώσεις για παραβάσεις των εθνικών διατάξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και παραβάσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, θα πρέπει να συμπληρωθεί ο κατάλογος των παραβάσεων που υπόκεινται σε διοικητικές κυρώσεις, περιοδικές χρηματικές ποινές και άλλα διοικητικά μέτρα. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να τροποποιηθεί ο κατάλογος των παραβάσεων που προβλέπονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ. |
(35) |
Μετά την εισαγωγή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 Χρηματοοικονομικά μέσα (ΔΠΧΑ 9) την 1η Ιανουαρίου 2018, το αποτέλεσμα των υπολογισμών των αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών, το οποίο βασίζεται σε προσεγγίσεις ανάπτυξης υποδειγμάτων, επηρεάζει άμεσα το ύψος των ιδίων κεφαλαίων και τους κανονιστικούς δείκτες των ιδρυμάτων. Οι ίδιες προσεγγίσεις ανάπτυξης υποδειγμάτων αποτελούν επίσης τη βάση υπολογισμού των αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών, όταν τα ιδρύματα εφαρμόζουν εθνικά λογιστικά πλαίσια. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΤ να έχουν σαφή εικόνα του αντικτύπου που έχουν οι εν λόγω υπολογισμοί στο εύρος τιμών για τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού και τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που προκύπτουν για παρόμοια ανοίγματα. Για τον σκοπό αυτό, η συγκριτική αξιολόγηση θα πρέπει να καλύπτει και τις εν λόγω προσεγγίσεις ανάπτυξης υποδειγμάτων. Δεδομένου ότι τα ιδρύματα που υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση για τον πιστωτικό κίνδυνο μπορούν επίσης να χρησιμοποιούν υποδείγματα για τον υπολογισμό των αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών εντός του πλαισίου του ΔΠΧΑ 9, τα εν λόγω ιδρύματα θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνονται στη συγκριτική αξιολόγηση, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αναλογικότητας. |
(36) |
Ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/876 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) τροποποίησε τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 θεσπίζοντας ένα αναθεωρημένο πλαίσιο κινδύνου αγοράς που ανέπτυξε η Επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία. Η εναλλακτική τυποποιημένη προσέγγιση που αποτελεί μέρος του εν λόγω νέου πλαισίου επιτρέπει στα ιδρύματα να υποδειγματοποιούν ορισμένες παραμέτρους που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού και των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων όσον αφορά τον κίνδυνο αγοράς. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΤ να έχουν σαφή εικόνα του εύρους τιμών για τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού και τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που προκύπτουν για παρόμοια ανοίγματα, όχι μόνο στο πλαίσιο της εναλλακτικής προσέγγισης εσωτερικού υποδείγματος, αλλά και στο πλαίσιο της εναλλακτικής τυποποιημένης προσέγγισης. Συνεπώς, η συγκριτική αξιολόγηση του κινδύνου αγοράς θα πρέπει να καλύπτει την αναθεωρημένη τυποποιημένη προσέγγιση και την αναθεωρημένη προσέγγιση εσωτερικού υποδείγματος, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αναλογικότητας. |
(37) |
Η παγκόσμια μετάβαση προς μια βιώσιμη οικονομία, όπως κατοχυρώνεται στη συμφωνία του Παρισιού (13), η οποία εγκρίθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2015 στο πλαίσιο της σύμβασης-πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή («συμφωνία του Παρισιού»), και στην Ατζέντα του 2030 των Ηνωμένων Εθνών για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, θα απαιτήσει βαθύ κοινωνικοοικονομικό μετασχηματισμό και θα εξαρτηθεί από την κινητοποίηση σημαντικών χρηματοδοτικών πόρων από τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, την οποία δρομολόγησε η Επιτροπή στην ανακοίνωση που εξέδωσε στις 11 Δεκεμβρίου 2019, δεσμεύει την Ένωση να καταστεί κλιματικά ουδέτερη έως το 2050. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη στήριξη της εν λόγω μετάβασης, η οποία δεν αφορά μόνο την αξιοποίηση και την υποστήριξη των ευκαιριών που θα προκύψουν, αλλά και την ορθή διαχείριση των κινδύνων που μπορεί να συνεπάγεται. Καθώς οι κίνδυνοι αυτοί μπορεί να έχουν επιπτώσεις στη σταθερότητα τόσο μεμονωμένων ιδρυμάτων όσο και του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολό του, είναι απαραίτητο ένα ενισχυμένο κανονιστικό πλαίσιο προληπτικής εποπτείας το οποίο να ενσωματώνει καλύτερα τους σχετικούς κινδύνους. |
(38) |
Η πρωτόγνωρης κλίμακας μετάβαση προς μια βιώσιμη, κλιματικά ουδέτερη και κυκλική οικονομία θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το 2018 το δίκτυο κεντρικών τραπεζών και εποπτικών αρχών για την ενσωμάτωση της οικολογικής διάστασης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα αναγνώρισε ότι οι κίνδυνοι που συνδέονται με το κλίμα αποτελούν πηγή χρηματοοικονομικού κινδύνου. Η ανακοίνωση που εξέδωσε η Επιτροπή στις 6 Ιουλίου 2021 με τίτλο «Στρατηγική χρηματοδότησης της μετάβασης προς τη βιώσιμη οικονομία» («ανανεωμένη στρατηγική για βιώσιμη χρηματοδότηση») επισημαίνει ότι οι ΠΚΔ κίνδυνοι, καθώς και οι κίνδυνοι που προκύπτουν από τις φυσικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, της απώλειας βιοποικιλότητας και της ευρύτερης υποβάθμισης του περιβάλλοντος των οικοσυστημάτων ειδικότερα, αποτελούν πρωτόγνωρη πρόκληση για την οικονομία της Ένωσης και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι κίνδυνοι αυτοί παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες, όπως ο μακροχρόνιος χαρακτήρας τους και οι διαφορετικές επιπτώσεις τους σε βραχυπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Η ιδιαιτερότητα των κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα και άλλων περιβαλλοντικών κινδύνων, για παράδειγμα κινδύνων που προκύπτουν από την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και την απώλεια βιοποικιλότητας, όσον αφορά τόσο τους σχετιζόμενους με τη μετάβαση κινδύνους όσο και τους υλικούς κινδύνους, απαιτεί, ειδικότερα, τη διαχείριση των εν λόγω κινδύνων με μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα τουλάχιστον δέκα ετών. |
(39) |
Ο μακροπρόθεσμος χαρακτήρας και το βάθος της μετάβασης προς μια βιώσιμη, κλιματικά ουδέτερη και κυκλική οικονομία θα επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στα επιχειρηματικά μοντέλα των ιδρυμάτων. Η κατάλληλη προσαρμογή του χρηματοπιστωτικού τομέα, και ειδικότερα των πιστωτικών ιδρυμάτων, είναι αναγκαία για να επιτευχθεί ο στόχος μηδενικών καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην οικονομία της Ένωσης έως το 2050, ενώ παράλληλα διατηρούνται υπό έλεγχο οι εγγενείς κίνδυνοι. Ως εκ τούτου, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αξιολογούν αυτή τη διαδικασία προσαρμογής και να παρεμβαίνουν σε περιπτώσεις στις οποίες τα ιδρύματα διαχειρίζονται κλιματικούς κινδύνους, καθώς και κινδύνους που προκύπτουν από την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και την απώλεια βιοποικιλότητας, κατά τρόπο που θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των επιμέρους ιδρυμάτων ή τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα συνολικά. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει επίσης να παρακολουθούν και να εξουσιοδοτούνται να ενεργούν όταν υπάρχουν κίνδυνοι που προκύπτουν στο πλαίσιο των συναφών κανονιστικών στόχων της Ένωσης και των κρατών μελών όσον αφορά τους ΠΚΔ παράγοντες, για παράδειγμα όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2021/1119 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14), την ανακοίνωση που εξέδωσε η Επιτροπή στις 14 Ιουλίου 2021 με τίτλο «“Προσαρμογή στον στόχο του 55 %”: υλοποίηση του στόχου της ΕΕ για το κλίμα με ορίζοντα το 2030 στην πορεία προς την κλιματική ουδετερότητα» (δέσμη μέτρων «Προσαρμογή στον στόχο του 55 %») και το παγκόσμιο πλαίσιο για τη βιοποικιλότητα Κουνμίνγκ-Μόντρεαλ που θεσπίστηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2022 από τη Διάσκεψη των Μερών της Σύμβασης για τη Βιολογική Ποικιλότητα των Ηνωμένων Εθνών, καθώς επίσης, σε περίπτωση ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται σε διεθνές επίπεδο, των νομικών και κανονιστικών στόχων τρίτων χωρών, που έχουν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση κινδύνων για τα επιχειρηματικά μοντέλα και τις στρατηγικές τους ή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει επίσης να εξουσιοδοτούνται να ενισχύουν τους στόχους, τα μέτρα και τις δράσεις των σχεδίων προληπτικής εποπτείας των ιδρυμάτων όταν αυτά θεωρούνται ανεπαρκή για την αντιμετώπιση των ΠΚΔ κινδύνων σε βραχυπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα και θα μπορούσαν, στο πλαίσιο αυτό, να ενέχουν σημαντικούς κινδύνους για τη φερεγγυότητά τους. Οι κλιματικοί κίνδυνοι και, γενικότερα, οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι θα πρέπει να εξετάζονται από κοινού με τους κοινωνικούς κινδύνους και τους κινδύνους διακυβέρνησης σε μία ενιαία κατηγορία κινδύνου, ώστε να καταστεί δυνατή η ολοκληρωμένη και συντονισμένη ενσωμάτωση αυτών των παραγόντων, δεδομένου ότι συχνά είναι αλληλένδετοι. Οι ΠΚΔ κίνδυνοι συνδέονται στενά με την έννοια της βιωσιμότητας, καθώς οι ΠΚΔ παράγοντες αντιπροσωπεύουν τους τρεις βασικούς πυλώνες της βιωσιμότητας. |
(40) |
Για να διατηρηθεί επαρκής ανθεκτικότητα στις αρνητικές επιπτώσεις των ΠΚΔ παραγόντων, τα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση πρέπει να είναι σε θέση να εντοπίζουν, να μετρούν και να διαχειρίζονται συστηματικά τους ΠΚΔ κινδύνους, και οι εποπτικές αρχές τους θα πρέπει να υποχρεούνται να αξιολογούν τους κινδύνους τόσο σε επίπεδο μεμονωμένου ιδρύματος όσο και σε συστημικό επίπεδο, δίνοντας προτεραιότητα σε περιβαλλοντικούς παράγοντες και μεταβαίνοντας σταδιακά προς άλλους παράγοντες βιωσιμότητας, καθώς εξελίσσονται οι μεθοδολογίες και τα εργαλεία εκτίμησης. Τα ιδρύματα θα πρέπει να υποχρεούνται να αξιολογούν την εναρμόνιση των χαρτοφυλακίων τους με τη φιλοδοξία της Ένωσης να καταστεί κλιματικά ουδέτερη έως το 2050, καθώς και να αποτρέψει την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και την απώλεια βιοποικιλότητας. Τα ιδρύματα θα πρέπει να έχουν την υποχρέωση να καθορίσουν ειδικά σχέδια για την αντιμετώπιση των χρηματοοικονομικών κινδύνων που προκύπτουν, βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, από ΠΚΔ παράγοντες, μεταξύ άλλων από τις τάσεις μετάβασης στο πλαίσιο των συναφών κανονιστικών στόχων της Ένωσης και των κρατών μελών, για παράδειγμα όπως καθορίζονται στη συμφωνία του Παρισιού, στον κανονισμό (ΕΕ) 2021/1119, στη δέσμη μέτρων «Προσαρμογή στον στόχο του 55 %» και στο παγκόσμιο πλαίσιο για τη βιοποικιλότητα Κουνμίνγκ-Μόντρεαλ, καθώς επίσης, σε περίπτωση ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται σε διεθνές επίπεδο, των νομικών και κανονιστικών στόχων τρίτων χωρών. Τα ιδρύματα θα πρέπει να υποχρεούνται να διαθέτουν άρτιο πλαίσιο διακυβέρνησης και εσωτερικές διαδικασίες για τη διαχείριση των ΠΚΔ κινδύνων και να εφαρμόζουν στρατηγικές εγκεκριμένες από τα διοικητικά τους όργανα οι οποίες λαμβάνουν υπόψη όχι μόνο τις τρέχουσες αλλά και τις μακροχρόνιες επιπτώσεις των ΠΚΔ παραγόντων. Η συλλογική γνώση και ευαισθητοποίηση των διοικητικών οργάνων των ιδρυμάτων σχετικά με τους ΠΚΔ παράγοντες και η κατανομή των εσωτερικών κεφαλαίων για την αντιμετώπιση των ΠΚΔ κινδύνων θα έχουν επίσης καίρια σημασία για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας έναντι των αρνητικών επιπτώσεων αυτών των κινδύνων. Λόγω των ιδιαιτεροτήτων των ΠΚΔ κινδύνων, η κατανόηση, οι μετρήσεις και οι πρακτικές διαχείρισής τους μπορεί να διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των ιδρυμάτων. Για να διασφαλιστεί σύγκλιση σε ολόκληρη την Ένωση και ενιαία αντίληψη για τους ΠΚΔ κινδύνους, θα πρέπει να προβλεφθούν κατάλληλοι ορισμοί και ελάχιστα πρότυπα για την εκτίμηση των κινδύνων αυτών σε κανονιστικό πλαίσιο προληπτικής εποπτείας. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, θα πρέπει να διατυπωθούν ορισμοί στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και η ΕΑΤ θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να προσδιορίσει ένα ελάχιστο σύνολο μεθοδολογιών αναφοράς για την εκτίμηση των επιπτώσεων των ΠΚΔ κινδύνων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των ιδρυμάτων, δίνοντας προτεραιότητα στις επιπτώσεις των περιβαλλοντικών παραγόντων. Δεδομένου ότι ο προορατικός χαρακτήρας των ΠΚΔ κινδύνων σημαίνει ότι η ανάλυση σεναρίων και οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων, από κοινού με τα σχέδια για την αντιμετώπιση των εν λόγω κινδύνων, αποτελούν ιδιαιτέρως πληροφοριακά εργαλεία αξιολόγησης, η ΕΑΤ θα πρέπει επίσης να εξουσιοδοτείται να αναπτύσσει ενιαία κριτήρια για το περιεχόμενο των σχεδίων αντιμετώπισης των εν λόγω κινδύνων και για τον καθορισμό σεναρίων και την εφαρμογή των μεθόδων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Η ΕΑΤ θα πρέπει να βασίζει τα σενάρια της στα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία, αξιοποιώντας το έργο του δικτύου κεντρικών τραπεζών και εποπτικών αρχών για την ενσωμάτωση της οικολογικής διάστασης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και τις προσπάθειες της Επιτροπής να ενισχύσει τη συνεργασία μεταξύ όλων των σχετικών δημόσιων αρχών με σκοπό την ανάπτυξη κοινής μεθοδολογικής βάσης, όπως περιγράφεται στην ανανεωμένη στρατηγική για τη βιώσιμη χρηματοδότηση. Προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στους περιβαλλοντικούς κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που συνδέονται με το κλίμα και των κινδύνων που προκύπτουν από την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και την απώλεια βιοποικιλότητας, λόγω του επείγοντος χαρακτήρα τους και της ιδιαίτερης σημασίας που έχουν για την εκτίμησή τους η ανάλυση σεναρίων και οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων. |
(41) |
Ως σημαντικοί χορηγοί χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά στην Ένωση, τα ιδρύματα έχουν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης σε ολόκληρη την Ένωση. Για να επιτύχει η Ένωση τον γενικό στόχο της για επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050, όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2021/1119, τα ιδρύματα πρέπει να ενσωματώσουν στις πολιτικές και τις δραστηριότητές τους τον ρόλο της προώθησης της βιώσιμης ανάπτυξης. Για να υλοποιηθεί αυτή η διαδικασία ενσωμάτωσης, τα επιχειρηματικά μοντέλα και οι στρατηγικές των ιδρυμάτων πρέπει να εκτιμώνται σε σχέση με τους σχετικούς κανονιστικούς στόχους της Ένωσης για μια βιώσιμη οικονομία, μεταξύ άλλων, για παράδειγμα, με τα μέτρα που ορίζει η Ευρωπαϊκή Επιστημονική Συμβουλευτική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή, ώστε να εντοπίζονται οι ΠΚΔ κίνδυνοι που προκύπτουν από τις αναντιστοιχίες. Όταν τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τους στόχους βιωσιμότητας και τις δεσμεύσεις τους στο πλαίσιο άλλων υποχρεωτικών ή εθελοντικών πλαισίων βιωσιμότητας, όπως δυνάμει της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15), οι εν λόγω στόχοι και δεσμεύσεις θα πρέπει να συνάδουν με τα ειδικά σχέδια για την αντιμετώπιση των ΠΚΔ κινδύνων που αντιμετωπίζουν βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να αξιολογούν, μέσω των σχετικών εποπτικών δραστηριοτήτων τους, τον βαθμό στον οποίο τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν ΠΚΔ κινδύνους και διαθέτουν συνοδευτικές πολιτικές διαχείρισης και επιχειρησιακές δράσεις που αντικατοπτρίζονται στους στόχους και τα ορόσημα που καθορίζονται στα οικεία σχέδια προληπτικής εποπτείας, τα οποία συνάδουν με τις δημοσιοποιημένες δεσμεύσεις βιωσιμότητάς τους στο πλαίσιο της διαδικασίας προσαρμογής στην κλιματική ουδετερότητα έως το 2050. Για την προώθηση της ορθής και αποτελεσματικής εποπτείας των κινδύνων, καθώς και της συμπεριφοράς των διοικητικών στελεχών σύμφωνα με τη μακροπρόθεσμη στρατηγική τους για τη βιωσιμότητα, η διάθεση για ανάληψη κινδύνων από τα ιδρύματα σε σχέση με τους ΠΚΔ κινδύνους θα πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των πολιτικών και πρακτικών αποδοχών τους. |
(42) |
Οι ΠΚΔ κίνδυνοι μπορεί να έχουν εκτεταμένες συνέπειες στη σταθερότητα μεμονωμένων ιδρυμάτων αλλά και του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολό του. Ως εκ τούτου, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνεκτιμούν σταθερά τους εν λόγω κινδύνους κατά τις σχετικές εποπτικές δραστηριότητές τους, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης και της προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων των εν λόγω κινδύνων. Η Επιτροπή, με το Μέσο Τεχνικής Υποστήριξης που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2021/240 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16), παρέχει στις εθνικές αρμόδιες αρχές στήριξη για την ανάπτυξη και την εφαρμογή μεθοδολογιών προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων και θα συνεχίσει να παρέχει τεχνική υποστήριξη στο πλαίσιο αυτό. Ωστόσο, οι μεθοδολογίες προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για τους ΠΚΔ κινδύνους εφαρμόζονταν μέχρι στιγμής κυρίως με διερευνητικό τρόπο. Προκειμένου να ενσωματωθούν οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων για ΠΚΔ κινδύνους σταθερά και με συνέπεια στην εποπτεία, η ΕΑΤ, η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (ΕΑΑΕΣ) που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17) και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΑΚΑΑ) που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18) θα πρέπει να αναπτύξουν από κοινού κατευθυντήριες γραμμές για τη διασφάλιση συνεκτικών παραμέτρων και κοινών μεθοδολογιών για τις προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων όσον αφορά τους ΠΚΔ κινδύνους. Οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων για τους εν λόγω κινδύνους θα πρέπει να ξεκινούν από παράγοντες που συνδέονται με το κλίμα και το περιβάλλον και, καθώς καθίστανται διαθέσιμα περισσότερα δεδομένα και μεθοδολογίες για τους ΠΚΔ κινδύνους με σκοπό να στηρίξουν την ανάπτυξη πρόσθετων εργαλείων για την αξιολόγηση των ποσοτικών επιπτώσεών τους στους χρηματοοικονομικούς κινδύνους, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εκτιμούν όλο και περισσότερο τον αντίκτυπο των εν λόγω κινδύνων στις οικείες εκτιμήσεις επάρκειας των ιδρυμάτων. Προκειμένου να διασφαλιστεί η σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών, η ΕΑΤ θα πρέπει να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την ενιαία ένταξη των ΠΚΔ κινδύνων στη διαδικασία εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης. |
(43) |
Οι διατάξεις της οδηγίας 2013/36/ΕΕ σχετικά με το πλαίσιο του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου μπορούν ήδη να χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπιση διαφόρων ειδών συστημικών κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων των συστημικών κινδύνων που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή. Στον βαθμό που οι αρμόδιες αρχές ή οι εντεταλμένες αρχές του ιδρύματος θεωρούν ότι οι κίνδυνοι που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή ενδέχεται να έχουν σοβαρές αρνητικές συνέπειες για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την πραγματική οικονομία των κρατών μελών, θα πρέπει να θεσπίσουν ένα ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, το οποίο θα μπορούσε επίσης να εφαρμοστεί σε ορισμένα σύνολα ή υποσύνολα ανοιγμάτων, για παράδειγμα σε εκείνα που υπόκεινται σε φυσικούς κινδύνους και κινδύνους μετάβασης που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, σε περίπτωση που θεωρούν ότι η θέσπιση του εν λόγω ποσοστού είναι αποτελεσματική και αναλογική για τον μετριασμό των εν λόγω κινδύνων. |
(44) |
Οι αγορές κρυπτοστοιχείων αναπτύσσονται ραγδαία τα τελευταία χρόνια. Για την αντιμετώπιση δυνητικών κινδύνων για τα ιδρύματα λόγω ανοιγμάτων τους σε κρυπτοστοιχεία που δεν καλύπτονται επαρκώς από το υφιστάμενο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας, η Επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία ανέπτυξε πρότυπο για την προληπτική αντιμετώπιση ανοιγμάτων σε κρυπτοστοιχεία. Κομμάτι του προτύπου αυτού αφορά τη διαχείριση κινδύνου από τα ιδρύματα και την εφαρμογή της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης στα ιδρύματα. Τα ιδρύματα με άμεσα ή έμμεσα ανοίγματα σε κρυπτοστοιχεία ή τα ιδρύματα που παρέχουν συναφείς υπηρεσίες για οποιαδήποτε μορφή κρυπτοστοιχείων θα πρέπει να υποχρεούνται να εφαρμόζουν πολιτικές, διαδικασίες και πρακτικές διαχείρισης κινδύνων, προκειμένου να διαχειρίζονται κατάλληλα τους κινδύνους που προκαλούνται από τα ανοίγματά τους σε κρυπτοστοιχεία. Ειδικότερα, στις δραστηριότητές τους για τη διαχείριση κινδύνων, τα ιδρύματα θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους κινδύνους της τεχνολογίας κρυπτοστοιχείων, τους γενικούς κινδύνους της τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνιών (ΤΠΕ) και του κυβερνοχώρου, τους νομικούς κινδύνους, τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και τους κινδύνους αποτίμησης. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνουν τα αναγκαία εποπτικά μέτρα όταν οι πρακτικές διαχείρισης κινδύνων των ιδρυμάτων κρίνονται ανεπαρκείς. |
(45) |
Σκοπός της αξιολόγησης της καταλληλότητας των μελών διοικητικών οργάνων είναι να διασφαλιστεί ότι τα εν λόγω μέλη είναι κατάλληλα για τον ρόλο τους και έχουν καλή φήμη. Η ύπαρξη ενός άρτιου πλαισίου για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μελών του διοικητικού οργάνου και των επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για τη διασφάλιση της ενδεδειγμένης διοίκησης των ιδρυμάτων και της κατάλληλης διαχείρισης των κινδύνων τους. Οι υφιστάμενοι κανόνες δεν διασφαλίζουν ότι το ίδρυμα που διορίζει τα μέλη του διοικητικού οργάνου διενεργεί έγκαιρη αξιολόγηση της καταλληλότητάς τους. Ακόμη, επί του παρόντος δεν υπάρχουν κανόνες για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών. Επιπλέον, τα διασυνοριακά ιδρύματα πρέπει να ακολουθούν πολυποίκιλους εθνικούς κανόνες και διαδικασίες, γεγονός που μειώνει την αποτελεσματικότητα του ισχύοντος πλαισίου. Η ύπαρξη αρκετά διαφορετικών απαιτήσεων όσον αφορά την αξιολόγηση της καταλληλότητας σε ολόκληρη την Ένωση αποτελεί ιδιαιτέρως σημαντικό ζήτημα στο πλαίσιο της τραπεζικής ένωσης. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να θεσπιστεί ένα σύνολο κανόνων σε επίπεδο Ένωσης για τη θέσπιση ενός περισσότερο συνεκτικού και προβλέψιμου πλαισίου καταλληλότητας. Κάτι τέτοιο αναμένεται να ενισχύσει την εποπτική σύγκλιση, να καταστήσει περαιτέρω δυνατή την εμπιστοσύνη μεταξύ των αρμόδιων αρχών και να παράσχει στα ιδρύματα μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου. Οι αξιολογήσεις καταλληλότητας αποτελούν σημαντικό εποπτικό στοιχείο μαζί με άλλους μηχανισμούς, όπως η διαδικασία εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης και οι κανόνες για τις αποδοχές, που από κοινού διασφαλίζουν τη χρηστή διακυβέρνηση των ιδρυμάτων. |
(46) |
Για να διασφαλίζεται η χρηστή διακυβέρνηση, να διευκολύνονται η έκφραση ανεξάρτητων απόψεων και η προαγωγή του κριτικού ελέγχου και να παρουσιάζονται διάφορες απόψεις και εμπειρίες, τα διοικητικά όργανα θα πρέπει να είναι επαρκώς διαφοροποιημένα όσον αφορά την ηλικία, το φύλο, τη γεωγραφική προέλευση και το εκπαιδευτικό και επαγγελματικό υπόβαθρο. Η ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων έχει ιδιαίτερη σημασία για τη διασφάλιση επαρκούς εκπροσώπησης του πληθυσμού και θα πρέπει να προωθείται. |
(47) |
Έχοντας την πρωταρχική ευθύνη για την αξιολόγηση της καταλληλότητας κάθε μέλους του διοικητικού οργάνου, τα ιδρύματα, οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών θα πρέπει να διενεργούν την αρχική αξιολόγηση καταλληλότητας πριν το νέο μέλος να αναλάβει τη θέση, με την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων, την οποία θα ακολουθεί μια επαλήθευση από τις αρμόδιες αρχές. Οι εν λόγω οντότητες θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες σχετικά με την καταλληλότητα των μελών του διοικητικού οργάνου παραμένουν επικαιροποιημένες. Οι εν λόγω οντότητες θα πρέπει να κοινοποιούν τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή. Μόλις γνωστοποιούνται νέα γεγονότα ή άλλες περιστάσεις που ενδέχεται να επηρεάσουν την καταλληλότητα των μελών του διοικητικού οργάνου, οι εν λόγω οντότητες θα πρέπει να ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές χωρίς περιττή χρονοτριβή. Οι εν λόγω οντότητες θα πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα εάν καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι ένα μέλος ή ένα υποψήφιο μέλος του διοικητικού οργάνου δεν πληροί τις απαιτήσεις καταλληλότητας. Οι ίδιες απαιτήσεις θα πρέπει να ισχύουν και για τους επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών. |
(48) |
Προκειμένου να διασφαλιστούν η ασφάλεια δικαίου και η προβλεψιμότητα για τις οντότητες, είναι αναγκαίο να θεσπιστούν διαδικαστικοί κανόνες για την επαλήθευση από τις αρμόδιες αρχές της καταλληλότητας των μελών του διοικητικού οργάνου και των επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών σε μεγάλα ιδρύματα. Οι εν λόγω διαδικαστικοί κανόνες θα πρέπει να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να ζητούν τυχόν πρόσθετες πληροφορίες, όπου απαιτείται, μεταξύ άλλων μέσω τεκμηρίωσης, συνεντεύξεων και ακροάσεων. Οι πληροφορίες και τα έγγραφα που είναι απαραίτητα για την αξιολόγηση της καταλληλότητας από τις αρμόδιες αρχές, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο της αίτησης περί καταλληλότητας που πρέπει να παρέχουν μεγάλα ιδρύματα για μέλη του διοικητικού οργάνου με διοικητική αρμοδιότητα ή τον πρόεδρο του διοικητικού οργάνου με εποπτική αρμοδιότητα πριν την ανάληψη καθηκόντων από υποψήφιο μέλος («εκ των προτέρων αίτηση περί καταλληλότητας»), θα πρέπει να τίθενται στη διάθεση των αρμόδιων αρχών με μέσα που καθορίζονται από τις αρμόδιες αρχές. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επαναξιολογούν την καταλληλότητα ενός μέλους όταν έχουν μεταβληθεί οι σχετικές πληροφορίες για την καταλληλότητα του μέλους αυτού. Οι αρμόδιες αρχές δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να επαναξιολογούν την καταλληλότητα των μελών του διοικητικού οργάνου κατά την ανανέωση της θητείας τους, εκτός εάν έχουν μεταβληθεί σχετικές πληροφορίες που είναι γνωστές στις αρμόδιες αρχές και η εν λόγω μεταβολή ενδέχεται να επηρεάσει την καταλληλότητα του οικείου μέλους. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν την εξουσία να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα εάν καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι δεν πληρούνται οι απαιτήσεις καταλληλότητας. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να ζητούν από την αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849, να συμβουλεύεται, ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου, τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τα μέλη του διοικητικού οργάνου και να έχει πρόσβαση στην κεντρική βάση δεδομένων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. |
(49) |
Λόγω των κινδύνων που ενέχουν τα μεγάλα ιδρύματα, οι οποίοι προκύπτουν ειδικότερα από πιθανά φαινόμενα μετάδοσης, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία διενεργείται η αξιολόγηση καταλληλότητας της εποπτικής αρχής αφού το μέλος αναλάβει τη θέση στο διοικητικό όργανο, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, θα πρέπει να ενημερώνονται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και αμέσως μόλις υπάρξει σαφής πρόθεση διορισμού ενός μέλους του διοικητικού οργάνου με διοικητική αρμοδιότητα ή του προέδρου του διοικητικού οργάνου με εποπτική αρμοδιότητα. Τα μεγάλα ιδρύματα θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν εκ των προτέρων αίτηση περί καταλληλότητας το αργότερο 30 εργάσιμες ημέρες προτού αναλάβει τη θέση το υποψήφιο μέλος. Η εκ των προτέρων αίτηση περί καταλληλότητας θα πρέπει να συνοδεύεται από όλα τα σχετικά έγγραφα και τις πληροφορίες που απαιτούνται για την αξιολόγηση, ανεξάρτητα από το αν η αξιολόγηση καταλληλότητας από τις αρμόδιες αρχές έχει ολοκληρωθεί πριν ή αφού καταλάβει τη θέση το πρόσωπο. Εάν το ποινικό μητρώο ή άλλα έγγραφα που απαιτούνται βάσει του εθνικού δικαίου ή απαριθμούνται από τις αρμόδιες αρχές καταστούν διαθέσιμα σε μεταγενέστερο στάδιο, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν τα εν λόγω έγγραφα ή τις πληροφορίες χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Η εκ των προτέρων αίτηση περί καταλληλότητας θα πρέπει να επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να ξεκινούν την ανάλυσή τους και να προβαίνουν σε ενέργειες στο πλαίσιο της αξιολόγησης. Οι ενέργειες αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν την παρεμπόδιση της ανάληψης της θέσης από το υποψήφιο μέλος για όσο διάστημα η αρμόδια αρχή δεν λαμβάνει επαρκείς πληροφορίες, ή τη συμμετοχή σε ενισχυμένο διάλογο σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή έχει ανησυχίες σχετικά με την καταλληλότητα του υποψήφιου μέλους, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι το υποψήφιο μέλος είναι ή καθίσταται κατάλληλο κατά την ανάληψη της θέσης. Η ΕΑΤ θα πρέπει να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις λεπτομέρειες του εστιασμένου και διεξοδικού διαλόγου μεταξύ της αρμόδιας αρχής και του μεγάλου ιδρύματος, με σκοπό την άρση τυχόν εμποδίων όσον αφορά την καταλληλότητα του υποψήφιου μέλους σε πνεύμα συνεργασίας. Η εκ των προτέρων αίτηση περί καταλληλότητας θα πρέπει να επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να διεξάγουν έγκαιρο διάλογο με μεγάλα ιδρύματα σχετικά με την καταλληλότητα των μελών του διοικητικού οργάνου με διοικητική αρμοδιότητα ή του προέδρου του διοικητικού οργάνου με εποπτική αρμοδιότητα πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους. Ωστόσο, η εκ των προτέρων αίτηση περί καταλληλότητας δεν θα πρέπει να θίγει τα προνόμια και την ευθύνη του μεγάλου ιδρύματος κατά τη διασφάλιση της καταλληλότητας των μελών του διοικητικού οργάνου, ούτε τυχόν εκ των υστέρων αξιολογήσεις που διενεργούνται από τις αρμόδιες αρχές, εφόσον επιτρέπονται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. |
(50) |
Επιπλέον, όσον αφορά τα μεγάλα ιδρύματα, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εξετάσουν δεόντως το ενδεχόμενο καθορισμού μέγιστης περιόδου για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης περί καταλληλότητας, τουλάχιστον όσον αφορά τον διορισμό των μελών του διοικητικού οργάνου και τον διορισμό του επικεφαλής των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου και του ανώτερου οικονομικού διευθυντή, για μια θέση στα εν λόγω ιδρύματα. Θα πρέπει να είναι δυνατή η παράταση της εν λόγω μέγιστης περιόδου, κατά περίπτωση. |
(51) |
Η αξιολόγηση περί καταλληλότητας των μελών του διοικητικού οργάνου θα πρέπει να διενεργείται με την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου σχετικά με τον διορισμό των εκπροσώπων των εργαζομένων στο διοικητικό όργανο και τον διορισμό των μελών του διοικητικού οργάνου με εποπτική αρμοδιότητα από εκλεγμένα όργανα περιφερειακής ή τοπικής αυτοδιοίκησης. Στις περιπτώσεις αυτές, θα πρέπει να θεσπιστούν κατάλληλες εγγυήσεις για τη διασφάλιση της καταλληλότητας των εν λόγω μελών του διοικητικού οργάνου. |
(52) |
Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2029, η ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με την ΕΚΤ, θα πρέπει να επανεξετάσει και να υποβάλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του πλαισίου καταλληλότητας, λαμβάνοντας επίσης υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, ιδίως όσον αφορά τα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα. |
(53) |
Η ΕΑΤ θα πρέπει να καταρτίσει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα κριτήρια για να προσδιορίζεται αν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να εικάζεται ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί, επιχειρείται ή έχει επιχειρηθεί να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ή αν υπάρχει αυξημένος τέτοιου είδους κίνδυνος σε σχέση με μια οντότητα. Κατά την κατάρτιση των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, η ΕΑΤ θα πρέπει να συνεργάζεται με την ΕΑΚΑΑ και με την Αρχή για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1620 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19) («Αρχή για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας»). Σε περίπτωση που η Αρχή για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας δεν έχει αρχίσει να λειτουργεί όταν καταρτίζονται οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, η ΕΑΤ θα πρέπει να εκδώσει τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές χωρίς να χρειάζεται να συνεργαστεί με την εν λόγω αρχή. |
(54) |
Λόγω του ρόλου που παίζει η εκτίμηση της καταλληλότητας για τη συνετή και ορθή διοίκηση των ιδρυμάτων, είναι αναγκαίο να εξοπλιστούν οι αρμόδιες αρχές με νέα εργαλεία για την εκτίμηση της καταλληλότητας των μελών των διοικητικών οργάνων, των ανώτερων διοικητικών στελεχών και των επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών, όπως δηλώσεις αρμοδιοτήτων και καταγραφή καθηκόντων. Τα νέα αυτά εργαλεία θα πρέπει να στηρίζουν επίσης το έργο των αρμόδιων αρχών κατά την επανεξέταση των ρυθμίσεων διακυβέρνησης των ιδρυμάτων στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης. Παρά τη συνολική συλλογική ευθύνη του διοικητικού οργάνου, τα ιδρύματα θα πρέπει να υποχρεούνται να καταρτίζουν ατομικές δηλώσεις στις οποίες καθορίζονται οι ρόλοι και τα καθήκοντα όλων των μελών του διοικητικού οργάνου με διοικητική αρμοδιότητα, των ανώτερων διοικητικών στελεχών και των επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών, καθώς και καταγράφονται τα καθήκοντα, συμπεριλαμβανομένων αναλυτικών στοιχείων σχετικά με τις γραμμές αναφοράς, τις γραμμές ευθύνης και τα πρόσωπα που αποτελούν μέρος των ρυθμίσεων διακυβέρνησης του ιδρύματος, καθώς και των καθηκόντων τους. Τα ατομικά καθήκοντα και οι ατομικές ευθύνες τους δεν καθορίζονται πάντοτε με σαφήνεια ή συνέπεια και ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες επικαλύπτονται δύο ή περισσότεροι ρόλοι ή παραβλέπονται τομείς καθηκόντων και ευθυνών, επειδή δεν εμπίπτουν αμιγώς στην αρμοδιότητα ενός και μόνο προσώπου. Το εύρος των καθηκόντων και των ευθυνών κάθε προσώπου θα πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένο και δεν θα πρέπει να παραλείπεται κανένα καθήκον. Τα εργαλεία αυτά θα πρέπει να διασφαλίζουν περαιτέρω τη λογοδοσία των μελών του διοικητικού οργάνου με εκτελεστική αρμοδιότητα, των ανώτερων διοικητικών στελεχών και των επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών. Επιπλέον, όταν τα κράτη μέλη το κρίνουν αναγκαίο, θα πρέπει να είναι σε θέση να θεσπίζουν ή να διατηρούν αυστηρότερες απαιτήσεις για τα εν λόγω εργαλεία. |
(55) |
Η απαίτηση πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που καθορίζεται από την αρμόδια αρχή ενός ιδρύματος σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ για την αντιμετώπιση κινδύνων πέραν του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης δεν θα πρέπει να αυξάνεται ως αποτέλεσμα της δέσμευσης του ιδρύματος από το κατώτατο όριο που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, αν όλες οι υπόλοιπες παράμετροι παραμένουν αμετάβλητες. Επιπλέον, μόλις το ίδρυμα δεσμευτεί από το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να επανεξετάσει την απαίτηση πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων του εν λόγω ιδρύματος και να αξιολογήσει, ειδικότερα, αν και σε ποιο βαθμό οι εν λόγω απαιτήσεις καλύπτονται ήδη πλήρως από το γεγονός ότι το ίδρυμα δεσμεύεται από το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων. Σε αυτή την περίπτωση, η απαίτηση πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος θα πρέπει να θεωρείται ότι επικαλύπτεται από τους κινδύνους που αποτυπώνει το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων όσον αφορά την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος και, κατά συνέπεια, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να μειώνει την απαίτηση αυτή στον βαθμό που είναι απαραίτητος για την εξάλειψη τυχόν τέτοιας επικάλυψης για όσο διάστημα το ίδρυμα εξακολουθεί να δεσμεύεται από το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων. |
(56) |
Ομοίως, μόλις δεσμευτεί από το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων, το ονομαστικό ποσό του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ενός ιδρύματος που απαιτείται βάσει του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου και του αποθέματος ασφαλείας O-SII θα μπορούσε να αυξηθεί παρότι δεν έχει υπάρξει αντίστοιχη αύξηση των μακροπροληπτικών ή συστημικών κινδύνων που συνδέονται με το ίδρυμα. Στις περιπτώσεις αυτές, η αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή του ιδρύματος θα πρέπει να επανεξετάζει τη βαθμονόμηση των ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου και να διασφαλίζει ότι παραμένουν κατάλληλα και δεν υπολογίζουν διπλά τους κινδύνους που καλύπτονται ήδη λόγω του γεγονότος ότι το ίδρυμα δεσμεύεται από το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων. Η επανεξέταση αυτή θα πρέπει να πραγματοποιείται με την ίδια συχνότητα με την επανεξέταση των αποθεμάτων ασφαλείας, η οποία διενεργείται ετησίως για το απόθεμα ασφαλείας O-SII και ανά διετία για το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου. Ωστόσο, η αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή του ιδρύματος θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προσαρμόζουν συχνότερα τη βαθμονόμηση των αποθεμάτων ασφαλείας. |
(57) |
Για να καταστεί δυνατή η έγκαιρη και αποτελεσματική ενεργοποίηση του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, είναι απαραίτητο να αποσαφηνιστεί η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων και να απλουστευθούν και να εναρμονιστούν οι εφαρμοστέες διαδικασίες. Οι εντεταλμένες αρχές όλων των κρατών μελών θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να καθορίζουν απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι αρχές έχουν την εξουσία να αντιμετωπίζουν τους συστημικούς κινδύνους με έγκαιρο, αναλογικό και αποτελεσματικό τρόπο και να καθίσταται δυνατή η αναγνώριση των ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που ορίζουν οι αρχές άλλων κρατών μελών. Για την αναγνώριση ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που ορίζεται από άλλο κράτος μέλος θα πρέπει να απαιτείται μόνο κοινοποίηση από την αρχή που αναγνωρίζει το ποσοστό. Για να αποφευχθούν περιττές διαδικασίες χορήγησης άδειας όταν η απόφαση για τον καθορισμό ποσοστού αποθέματος ασφαλείας οδηγεί σε μείωση ή δεν επιφέρει αλλαγή σε σχέση με οποιοδήποτε από τα προκαθορισμένα ποσοστά, θα πρέπει να εναρμονιστεί η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 131 παράγραφος 15 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 133 παράγραφος 9 της εν λόγω οδηγίας. Οι διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 133 παράγραφοι 11 και 12 της εν λόγω οδηγίας θα πρέπει να αποσαφηνιστούν και να συνάδουν περισσότερο με τις διαδικασίες που εφαρμόζονται για άλλα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, εφόσον κρίνεται σκόπιμο. |
(58) |
Η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναπτύσσονται από την ΕΑΤ όσον αφορά την παρέκκλιση για χορήγηση άδειας λειτουργίας σε επιχειρήσεις επενδύσεων ως πιστωτικών ιδρυμάτων, τον κατάλογο των ελάχιστων πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται για την αξιολόγηση σημαντικών πράξεων, τη διαδικασία αξιολόγησης σημαντικών πράξεων, τις ρυθμίσεις καταχώρισης για υποκαταστήματα τρίτης χώρας, τον μηχανισμό συνεργασίας και τη λειτουργία των σωμάτων εποπτών, την έννοια της έκθεσης σε κίνδυνο αθέτησης που είναι σημαντική σε απόλυτες τιμές και τα όρια του μεγάλου αριθμού σημαντικών αντισυμβαλλομένων και θέσεων υπό διαπραγμάτευση σε χρεωστικούς ή μετοχικούς τίτλους διαφορετικών εκδοτών, καθώς και το ελάχιστο περιεχόμενο του ερωτηματολογίου και των βιογραφικών σημειωμάτων περί καταλληλότητας και της εσωτερικής αξιολόγησης περί καταλληλότητας. Η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει τα εν λόγω κανονιστικά τεχνικά πρότυπα μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. |
(59) |
Η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναπτύσσονται από την ΕΑΤ όσον αφορά τους ενιαίους μορφότυπους και ορισμούς για την υποβολή αναφορών από τις ενδιάμεσες μητρικές επιχειρήσεις· τη διαδικασία διαβούλευσης μεταξύ των αρμόδιων αρχών σε σχέση με την απόκτηση ειδικής συμμετοχής· τη διαδικασία διαβούλευσης μεταξύ των αρμόδιων αρχών σε σχέση με συγχωνεύσεις ή διασπάσεις· τις κανονιστικές και χρηματοοικονομικές πληροφορίες σχετικά με τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών και για τις επικεφαλής επιχειρήσεις. Η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει τα εν λόγω εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα μέσω εκτελεστικών πράξεων δυνάμει του άρθρου 291 ΣΛΕΕ και σύμφωνα το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. |
(60) |
Όταν καταρτίζει τεχνικά πρότυπα και κατευθυντήριες γραμμές και όταν απαντά σε ερωτήσεις που αφορούν την πρακτική εφαρμογή ή την υλοποίησή τους, η ΕΑΤ θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη την αρχή της αναλογικότητας και να διασφαλίζει ότι τα εν λόγω πρότυπα και κατευθυντήριες γραμμές μπορούν επίσης να εφαρμόζονται από μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα χωρίς υπερβολική προσπάθεια. |
(61) |
Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας δεν μπορούν να επιτευχθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, εξαιτίας της κλίμακας και των επιπτώσεών της, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών. |
(62) |
Επομένως, η οδηγία 2013/36/ΕΕ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως, |
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
Άρθρο 1
Τροποποιήσεις της οδηγίας 2013/36/ΕΕ
Η οδηγία 2013/36/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:
1) |
το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:
|
2) |
στο άρθρο 3, η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:
|
3) |
στο άρθρο 4, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «4. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν την εξειδίκευση, τους πόρους, την επιχειρησιακή ικανότητα, τις εξουσίες και την ανεξαρτησία που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων προληπτικής εποπτείας και έρευνας και τις εξουσίες που απαιτούνται για την επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών και κυρώσεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.» |
4) |
προστίθεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 4α Εποπτική ανεξαρτησία των αρμόδιων αρχών 1. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως “μέλη του οργάνου διακυβέρνησης της αρμόδιας αρχής” νοούνται τα φυσικά πρόσωπα που συμμετέχουν στο ανώτερο συλλογικό όργανο λήψης αποφάσεων της αρμόδιας αρχής και στα οποία έχει ανατεθεί η εξουσία να ασκούν εκτελεστικά καθήκοντα σχετικά με την καθημερινή διαχείριση της εποπτικής λειτουργίας της αρμόδιας αρχής, εξαιρουμένων των διοικητών των εθνικών κεντρικών τραπεζών. 2. Για να διατηρηθεί η ανεξαρτησία των αρμόδιων αρχών κατά την άσκηση των εξουσιών τους, τα κράτη μέλη προβλέπουν τις αναγκαίες ρυθμίσεις για να διασφαλίσουν ότι οι αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων του προσωπικού τους και των μελών των οργάνων διακυβέρνησής τους, μπορούν να ασκούν τις εποπτικές εξουσίες τους ανεξάρτητα και αντικειμενικά, χωρίς να ζητούν ή να δέχονται οδηγίες από εποπτευόμενα ιδρύματα, από οποιοδήποτε όργανο της Ένωσης ή κυβέρνηση κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλον δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα όργανα διακυβέρνησης των αρμόδιων αρχών είναι λειτουργικά ανεξάρτητα από άλλους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς. Οι εν λόγω ρυθμίσεις δεν θίγουν τις ρυθμίσεις βάσει του εθνικού δικαίου σύμφωνα με τις οποίες οι αρμόδιες αρχές υπόκεινται σε δημόσια και δημοκρατική λογοδοσία. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κανένα μέλος του οργάνου διακυβέρνησης αρμόδιας αρχής που διορίζεται μετά από τις 11 Ιανουαρίου 2026 δεν παραμένει στο αξίωμά του για περισσότερα από 14 έτη. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα μέλη του οργάνου διακυβέρνησης αρμόδιας αρχής διορίζονται βάσει δημοσιευμένων κριτηρίων που είναι αντικειμενικά και διαφανή και ότι τα εν λόγω μέλη μπορούν να παυθούν εάν δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια διορισμού ή έχουν καταδικαστεί για σοβαρό ποινικό αδίκημα. Οι λόγοι της παύσης δημοσιοποιούνται, εκτός εάν το ενδιαφερόμενο μέλος του οργάνου διακυβέρνησης της αρμόδιας αρχής αντιταχθεί στη δημοσίευση. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν τους στόχους τους, λογοδοτούν για την εκτέλεση των καθηκόντων τους σε σχέση με τους εν λόγω στόχους και υπόκεινται σε δημοσιονομικό έλεγχο κατά τρόπο που δεν επηρεάζει την ανεξαρτησία τους. Η παρούσα παράγραφος δεν θίγει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των αρμόδιων αρχών σύμφωνα με διεθνή ή ευρωπαϊκά συστήματα χρηματοπιστωτικής εποπτείας, ιδίως το ευρωπαϊκό σύστημα χρηματοπιστωτικής εποπτείας που θεσπίστηκε βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (*3), τον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό που θεσπίστηκε βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (*4) και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (*5), και τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης που θεσπίστηκε βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*6). 3. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, ειδικότερα, ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν όλες τις αναγκαίες ρυθμίσεις για την πρόληψη της σύγκρουσης συμφερόντων των μελών του προσωπικού τους και των μελών των οργάνων διακυβέρνησής τους. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες που είναι αναλογικοί προς τον ρόλο και τις αρμοδιότητες των μελών του προσωπικού και των μελών των οργάνων διακυβέρνησης και οι οποίοι, τουλάχιστον, τους απαγορεύουν:
Οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο α) σημεία i) και ii) εφαρμόζονται μόνο όταν τρίτα μέρη και οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων δεν επενδύουν κυρίως σε μέσα που εκδίδονται από τις οντότητες που αναφέρονται στο στοιχείο α) ή αναφέρονται σε αυτές. 4. Η περίοδος αναμονής αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε η άμεση συμμετοχή στην εποπτεία των οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 5 στοιχείο β) σημείο i). Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα μέλη του προσωπικού τους και τα μέλη των οργάνων διακυβέρνησής τους δεν έχουν πρόσβαση σε εμπιστευτικές ή ευαίσθητες πληροφορίες που αφορούν τις εν λόγω οντότητες κατά τη διάρκεια της περιόδου αναμονής. Στην περίπτωση προσλήψεων από τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο β) σημεία i) και ii), η διάρκεια της περιόδου αναμονής είναι τουλάχιστον έξι μήνες για τα μέλη του προσωπικού που συμμετέχουν άμεσα στην εποπτεία των οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο β) σημείο i), και τουλάχιστον 12 μήνες για τα μέλη του οργάνου διακυβέρνησης της αρμόδιας αρχής. Στην περίπτωση προσλήψεων από τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο β) σημείο iii), η διάρκεια της περιόδου αναμονής είναι τουλάχιστον τρεις μήνες τόσο για τα μέλη του προσωπικού όσο και για τα μέλη του οργάνου διακυβέρνησης της αρμόδιας αρχής. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να υποβάλλουν σε περίοδο αναμονής τα μέλη του προσωπικού τους και τα μέλη των οργάνων διακυβέρνησής τους στα οποία εφαρμόζεται η παράγραφος 3 στοιχείο β) σημείο i), σε περίπτωση πρόσληψής τους από άμεσους ανταγωνιστές μιας από τις οντότητες που αναφέρονται στο εν λόγω σημείο. Για τους σκοπούς αυτούς, η διάρκεια της περιόδου αναμονής είναι τουλάχιστον τρεις μήνες για τα μέλη του προσωπικού που συμμετέχουν άμεσα στην εποπτεία των εν λόγω οντοτήτων και τουλάχιστον έξι μήνες για μέλη του οργάνου διακυβέρνησης της αρμόδιας αρχής. 5. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 4, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να εφαρμόζουν συντομότερες περιόδους αναμονής ελάχιστης διάρκειας τριών μηνών για τα μέλη του προσωπικού που συμμετέχουν άμεσα στην εποπτεία των ιδρυμάτων μόνον εφόσον μια μεγαλύτερη περίοδος αναμονής:
6. Τα μέλη του προσωπικού και τα μέλη του οργάνου διακυβέρνησης αρμόδιας αρχής που υπόκεινται στην απαγόρευση που προβλέπεται στην παράγραφο 3 στοιχείο β) δικαιούνται κατάλληλη αποζημίωση για την εν λόγω απαγόρευση. Τα κράτη μέλη αποφασίζουν σχετικά με την κατάλληλη μορφή της εν λόγω αποζημίωσης. 7. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα μέλη του προσωπικού και τα μέλη του οργάνου διακυβέρνησης αρμόδιας αρχής υπόκεινται σε υποχρέωση υποβολής δήλωσης συμφερόντων. Η δήλωση αυτή περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τις συμμετοχές των μελών με τη μορφή μετοχικών κεφαλαίων, μετοχών, ομολόγων, αμοιβαίων κεφαλαίων, επενδυτικών κεφαλαίων, κεφαλαίων μικτού τύπου, αμοιβαίων κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου και διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων που ενδέχεται να εγείρουν ανησυχίες για συγκρούσεις συμφερόντων. Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα υποβάλλουν τη δήλωση συμφερόντων πριν από τον διορισμό τους και στη συνέχεια σε ετήσια βάση. Η δήλωση συμφερόντων δεν θίγει οποιαδήποτε απαίτηση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης σύμφωνα με τους ισχύοντες εθνικούς κανόνες. 8. Όταν τα μέλη του προσωπικού ή τα μέλη οργάνου διακυβέρνησης αρμόδιας αρχής κατέχουν, κατά την πρόσληψη ή τον διορισμό τους ή οποτεδήποτε αργότερα, χρηματοοικονομικά μέσα που ενδέχεται να προκαλέσουν συγκρούσεις συμφερόντων, η αρμόδια αρχή έχει την εξουσία να απαιτεί, κατά περίπτωση, την πώληση ή τη διάθεση των μέσων αυτών εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Οι αρμόδιες αρχές έχουν επίσης την εξουσία να επιτρέπουν, κατά περίπτωση, στα εν λόγω μέλη να πωλούν ή να διαθέτουν χρηματοοικονομικά μέσα τα οποία ανήκαν σε αυτά κατά τη στιγμή της πρόσληψης ή του διορισμού τους. 9. Για να διασφαλιστεί η αναλογική εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ, έως τις 10 Ιουλίου 2026 εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, που απευθύνονται στις αρμόδιες αρχές, σχετικά με την πρόληψη συγκρούσεων συμφερόντων στις αρμόδιες αρχές και σχετικά με την ανεξαρτησία τους, λαμβανομένων υπόψη των διεθνών βέλτιστων πρακτικών. (*3) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12)." (*4) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63)." (*5) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (ΕΚΤ/2014/17) (ΕΕ L 141 της 14.5.2014, σ. 1)." (*6) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 225 της 30.7.2014, σ. 1).»·" |
5) |
το άρθρο 8α τροποποιείται ως εξής:
|
6) |
στο άρθρο 18 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:
· |
7) |
το άρθρο 21α τροποποιείται ως εξής:
|
8) |
στο άρθρο 21β παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος: «6α. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό των ενιαίων μορφοτύπων, και ορισμών, και αναπτύσσει τις λύσεις ΤΠ που θα πρέπει να εφαρμόζονται στην Ένωση για την υποβολή των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 6. Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 10 Ιανουαρίου 2026. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.» |
9) |
προστίθεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 21γ Απαίτηση εγκατάστασης υποκαταστήματος για την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών από επιχειρήσεις τρίτων χωρών 1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 47, να ιδρύσουν υποκατάστημα στο έδαφός τους και να υποβάλουν αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με τον τίτλο VI, προκειμένου να αρχίσουν ή να συνεχίσουν να ασκούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 1 στο οικείο κράτος μέλος. 2. Η απαίτηση που ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται όταν η επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα παρέχει υπηρεσία ή δραστηριότητα σε πελάτη ή αντισυμβαλλόμενο που είναι εγκατεστημένος ή βρίσκεται στην Ένωση, ο οποίος είναι:
Με την επιφύλαξη του πρώτου εδαφίου, στοιχείο γ), όταν μια επιχείρηση τρίτης χώρας προσεγγίζει πελάτη ή αντισυμβαλλόμενο, ή δυνητικό πελάτη ή αντισυμβαλλόμενο, που αναφέρεται στο στοιχείο α) του εν λόγω εδαφίου, μέσω οντότητας που ενεργεί για λογαριασμό της ή που διατηρεί στενούς δεσμούς με αυτήν την επιχείρηση τρίτης χώρας ή μέσω οποιουδήποτε άλλου προσώπου ενεργεί για λογαριασμό αυτής της επιχείρησης, δεν θεωρείται ότι αποτελεί υπηρεσία που παρέχεται με αποκλειστική πρωτοβουλία του πελάτη ή του αντισυμβαλλόμενου, ή του δυνητικού πελάτη ή αντισυμβαλλόμενου. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα και τα υποκαταστήματα που είναι εγκατεστημένα στο έδαφός τους να τους παρέχουν τις πληροφορίες τις οποίες χρειάζονται για την παρακολούθηση των υπηρεσιών που παρέχονται με αποκλειστική πρωτοβουλία του πελάτη ή του αντισυμβαλλομένου, ο οποίος είναι εγκατεστημένος ή βρίσκεται στο έδαφός τους, όταν οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται από επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο. 3. Η πρωτοβουλία πελάτη ή αντισυμβαλλομένου, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2, δεν παρέχει στην επιχείρηση τρίτης χώρας το δικαίωμα να εμπορεύεται άλλες κατηγορίες προϊόντων, δραστηριοτήτων ή υπηρεσιών πέραν εκείνων που είχε ζητήσει ο πελάτης ή ο αντισυμβαλλόμενος, παρά μόνο μέσω υποκαταστήματος τρίτης χώρας εγκατεστημένου σε κράτος μέλος. Ωστόσο, η εγκατάσταση υποκαταστήματος τρίτης χώρας δεν είναι υποχρεωτική για υπηρεσίες, δραστηριότητες ή προϊόντα που απαιτούνται ή συνδέονται στενά με την παροχή της υπηρεσίας, του προϊόντος ή της δραστηριότητας που είχε αρχικά ζητηθεί από τον πελάτη ή τον αντισυμβαλλόμενο, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες οι εν λόγω στενά συνδεόμενες υπηρεσίες, δραστηριότητες ή προϊόντα παρέχονται μετά από εκείνες που ζητήθηκαν αρχικά. 4. Η απαίτηση που ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται στις υπηρεσίες ή τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι τμήμα Α της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων τυχόν επικουρικών υπηρεσιών, όπως η σχετική αποδοχή καταθέσεων ή η χορήγηση πιστώσεων ή δανείων, σκοπός των οποίων είναι η παροχή υπηρεσιών δυνάμει της εν λόγω οδηγίας. 5. Προκειμένου να διαφυλαχθούν τα κεκτημένα δικαιώματα των πελατών στο πλαίσιο υφιστάμενων συμβάσεων, η απαίτηση της παραγράφου 1 δεν θίγει τις υφιστάμενες συμβάσεις που έχουν συναφθεί πριν από τις 11 Ιουλίου 2026. 6. Έως τις 10 Ιουλίου 2025, η ΕΑΤ, κατόπιν διαβούλευσης με την ΕΑΑΕΣ και την ΕΑΚΑΑ, επανεξετάζει αν οποιαδήποτε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα πέραν των πιστωτικών ιδρυμάτων θα πρέπει να εξαιρεθεί από την απαίτηση εγκατάστασης υποκαταστήματος για την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών από επιχειρήσεις τρίτων χωρών σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Η ΕΑΤ υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Η εν λόγω έκθεση λαμβάνει υπόψη τις ανησυχίες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τον αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα της Ένωσης. Βάσει της εν λόγω έκθεσης, η Επιτροπή υποβάλλει, κατά περίπτωση, νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.» |
10) |
στο άρθρο 22 παράγραφος 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Οι αρμόδιες αρχές επιβεβαιώνουν γραπτώς ότι παρέλαβαν την κοινοποίηση κατά την παράγραφο 1 ή περαιτέρω πληροφορίες κατά την παράγραφο 3 χωρίς καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός 10 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης ή των πληροφοριών.» · |
11) |
το άρθρο 23 τροποποιείται ως εξής:
|
12) |
Στον τίτλο IIΙ προστίθενται τα ακόλουθα κεφάλαια: «ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΑΠΟΚΤΗΣΗ Η ΔΙΑΘΕΣΗ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ Άρθρο 27α Κοινοποίηση και εκτίμηση της απόκτησης συμμετοχής 1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα, και τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 21α παράγραφος 1 (“υποψήφιος αγοραστής”) να ενημερώνουν την αρμόδια αρχή εγγράφως εκ των προτέρων όταν προτίθενται να προβούν σε απόκτηση, άμεση ή έμμεση, σημαντικής συμμετοχής (“προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής”). Στην κοινοποίηση αναφέρονται το μέγεθος της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και οι σχετικές πληροφορίες, όπως ορίζονται στο άρθρο 27β παράγραφος 5. 2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, μια συμμετοχή θεωρείται σημαντική όταν είναι ίση ή μεγαλύτερη του 15 % του αποδεκτού κεφαλαίου του υποψήφιου αγοραστή. 3. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, όταν ο υποψήφιος αγοραστής είναι ίδρυμα, το όριο της παραγράφου 2 εφαρμόζεται τόσο σε ατομική βάση όσο και με βάση την ενοποιημένη κατάσταση του ομίλου. Όταν η υπέρβαση του ορίου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 γίνεται μόνο σε ατομική βάση, ο υποψήφιος αγοραστής ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος. Η εν λόγω αρμόδια αρχή αξιολογεί την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής. Σε περίπτωση υπέρβασης του εν λόγω ορίου σε ατομική βάση και με βάση την ενοποιημένη κατάσταση του ομίλου, ο υποψήφιος αγοραστής ενημερώνει επίσης την αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Η εν λόγω αρχή ενοποιημένης εποπτείας αξιολογεί επίσης την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής. 4. Όταν ο υποψήφιος αγοραστής είναι χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 21α παράγραφος 1, το όριο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται βάσει της ενοποιημένης κατάστασης και η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι η αρμόδια αρχή για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. 5. Η αρμόδια αρχή επιβεβαιώνει εγγράφως ότι παρέλαβε την κοινοποίηση κατά την παράγραφο 1 ή κάθε πρόσθετη πληροφορία σύμφωνα με την παράγραφο 9 χωρίς καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός 10 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης ή των πρόσθετων πληροφοριών. 6. Η αρμόδια αρχή διαθέτει προθεσμία εξήντα εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απαιτεί το κράτος μέλος να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 27β παράγραφος 5 (“περίοδος εκτίμησης”), προκειμένου να διενεργήσει την εκτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 27β παράγραφος 1. Όταν η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής αφορά απόκτηση ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 1, ο υποψήφιος αγοραστής υπόκειται επίσης στην υποχρέωση κοινοποίησης και την εκτίμηση που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο. Στην περίπτωση αυτή, ο χρόνος που διαθέτει η αρμόδια αρχή για να διενεργήσει τόσο την εκτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 27β παράγραφος 1 και εκείνη που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 2 λήγει μόνο όταν λήξει η μεταγενέστερη από τις δύο σχετικές περιόδους εκτίμησης. 7. Σε περίπτωση που η προτεινόμενη απόκτηση σημαντικής συμμετοχής πραγματοποιείται μεταξύ οντοτήτων του ίδιου ομίλου όπως αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή μεταξύ οντοτήτων στο πλαίσιο του ίδιου θεσμικού συστήματος προστασίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 7 του εν λόγω κανονισμού, η αρμόδια αρχή δεν υποχρεούται να διενεργήσει την εκτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 27β παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας. 8. Η αρμόδια αρχή ενημερώνει τον υποψήφιο αγοραστή για την ημερομηνία λήξης της περιόδου εκτίμησης κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 5. 9. Η αρμόδια αρχή δύναται, εάν είναι αναγκαίο, κατά την περίοδο εκτίμησης και εν πάση περιπτώσει όχι μετά την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα της περιόδου εκτίμησης, να ζητεί συμπληρωματικές πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την ολοκλήρωση της εκτίμησης που προβλέπεται στο άρθρο 27β παράγραφος 1. Το αίτημα αυτό υποβάλλεται εγγράφως και καθορίζονται οι αναγκαίες πρόσθετες πληροφορίες. 10. Η περίοδος εκτίμησης αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πρόσθετες πληροφορίες από την αρμόδια αρχή και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, με την οποία παρέχει όλες τις πληροφορίες που ζητήθηκαν. Η αναστολή δεν υπερβαίνει τις είκοσι εργάσιμες ημέρες. Η αρμόδια αρχή έχει τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλλει περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν συνεπάγεται αναστολή της περιόδου εκτίμησης. 11. Η αρμόδια αρχή μπορεί να παρατείνει την αναστολή της παραγράφου 10 έως τριάντα εργάσιμες ημέρες το πολύ, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
12. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η έγκριση χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 21α παράγραφος 1 συμπίπτει χρονικώς με την εκτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 27β παράγραφος 1, η αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του άρθρου 21α παράγραφος 1 συντονίζεται καταλλήλως με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και, εάν είναι διαφορετική, την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. Στην περίπτωση αυτή, η περίοδος εκτίμησης αναστέλλεται έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 21α. 13. Όταν η αρμόδια αρχή αποφασίσει να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, ενημερώνει εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο εργάσιμων ημερών από την ολοκλήρωση της εκτίμησης που προβλέπεται στο άρθρο 27β παράγραφος 1 και πριν από τη λήξη της περιόδου εκτίμησης, εκθέτοντας τους λόγους για την εναντίωσή της. 14. Εφόσον η αρμόδια αρχή δεν αντιταχθεί εγγράφως στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής εντός της περιόδου εκτίμησης, η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε. 15. Η αρμόδια αρχή μπορεί να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, κατά περίπτωση. Άρθρο 27β Κριτήρια εκτίμησης 1. Κατά την εκτίμηση της κοινοποίησης της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής που προβλέπεται στο άρθρο 27α παράγραφος 1 και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 27α παράγραφος 9, η αρμόδια αρχή εκτιμά την προοπτική για υγιή και συνετή διαχείριση του υποψήφιου αγοραστή, και ειδικότερα τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί ο υποψήφιος αγοραστής μετά την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:
2. Για τον σκοπό της αξιολόγησης του κριτηρίου που ορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρχή διαβουλεύεται, στο πλαίσιο των επαληθεύσεων που διενεργεί, με τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία του υποψήφιου αγοραστή σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849. 3. Η αρμόδια αρχή δύναται να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για κάτι τέτοιο, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάστηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις, παρά το αίτημα που υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 27α παράγραφος 9. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου και όσον αφορά το κριτήριο που ορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου, η αρνητική γνώμη των αρχών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία του υποψήφιου αγοραστή σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849, η οποία λαμβάνεται από τις αρμόδιες αρχές εντός 30 εργάσιμων ημερών από το αρχικό αίτημα, λαμβάνεται δεόντως υπόψη από τις αρμόδιες αρχές κατά την αξιολόγηση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και μπορεί να αποτελέσει βάσιμο λόγο εναντίωσης. 4. Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής, ούτε επιτρέπουν στην αρμόδια αρχή τους να εξετάζει την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής με βάση τις οικονομικές ανάγκες της αγοράς. 5. Τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν κατάλογο με τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της εκτίμησης. Ο υποψήφιος αγοραστής παρέχει τις εν λόγω πληροφορίες στην αρμόδια αρχή κατά τον χρόνο της κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 27α παράγραφος 1. Οι πληροφορίες που ζητούνται είναι αναλογικές και προσαρμοσμένες στη φύση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με την προληπτική εκτίμηση σύμφωνα με το παρόν άρθρο. 6. Με την επιφύλαξη του άρθρου 27α παράγραφοι 5 έως 11, εάν κοινοποιηθούν δύο ή περισσότερες προτάσεις για απόκτηση σημαντικών συμμετοχών στην ίδια οντότητα, η αρμόδια αρχή αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αγοραστές αμερόληπτα. 7. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει:
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η ΕΑΤ λαμβάνει υπόψη τον τίτλο ΙΙ της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 10 Ιουλίου 2026. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία, εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Άρθρο 27γ Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών 1. Κατά τη διενέργεια της εκτίμησης που προβλέπεται στο άρθρο 27β παράγραφος 1, η αρμόδια αρχή διαβουλεύεται με τις αρχές στις οποίες έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον της εποπτείας άλλων σχετικών οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, σε περίπτωση που η αποκτώμενη οντότητα αφορά:
2. Όταν ο υποψήφιος αγοραστής είναι ίδρυμα και υπέρβαση του ορίου που αναφέρεται στο άρθρο 27α παράγραφος 2 υπάρχει μόνο σε ατομική βάση, η αρμόδια αρχή που διενεργεί την εκτίμηση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής ενημερώνει την αρχή ενοποιημένης εποπτείας για την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής εντός 10 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης από τον υποψήφιο αγοραστή, αν ο υποψήφιος αγοραστής είναι μέλος ομίλου και η αρμόδια αρχή είναι διαφορετική από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Η αρμόδια αρχή διαβιβάζει επίσης την εκτίμησή της στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Όταν ο υποψήφιος αγοραστής είναι χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 21α παράγραφος 1, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας που διενεργεί την εκτίμηση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο υποψήφιος αγοραστής για την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής εντός 10 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης από τον υποψήφιο αγοραστή, εάν η εν λόγω αρμόδια αρχή είναι διαφορετική από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διαβιβάζει επίσης την εκτίμησή της στην εν λόγω αρμόδια αρχή. Όταν ο υποψήφιος αγοραστής είναι ίδρυμα και υπάρχει υπέρβαση του ορίου που αναφέρεται στο άρθρο 27α παράγραφος 2 τόσο σε ατομική βάση όσο και με βάση την ενοποιημένη κατάσταση του ομίλου, η αρμόδια αρχή και η αρχή ενοποιημένης εποπτείας που διενεργούν την εκτίμηση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής επιδιώκουν να συντονίσουν τις εκτιμήσεις τους, ιδίως σε ό,τι αφορά τη διαβούλευσή τους με τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. 3. Όταν η εκτίμηση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής πρέπει να πραγματοποιηθεί από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας που αναφέρεται στο άρθρο 27α παράγραφος 3, και η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι διαφορετική από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο υποψήφιος αγοραστής, οι δύο αρχές συνεργάζονται σε πλήρη συνεννόηση. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας εκπονεί εκτίμηση σχετικά με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής και τη διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο υποψήφιος αγοραστής. Οι δύο αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να λάβουν από κοινού απόφαση εντός δύο μηνών από την παραλαβή της εν λόγω εκτίμησης. Η εν λόγω κοινή απόφαση είναι δεόντως τεκμηριωμένη και αιτιολογημένη. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας γνωστοποιεί την κοινή απόφαση στον υποψήφιο αγοραστή. Σε περίπτωση που η κοινή απόφαση δεν λαμβάνεται εντός δύο μηνών από την παραλαβή της εκτίμησης, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο υποψήφιος αγοραστής δεν λαμβάνει απόφαση και παραπέμπει το ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός από την παραλαβή της παραπομπής στην ΕΑΤ. Οι εκάστοτε αρχές λαμβάνουν κοινή απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ. 4. Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν αμοιβαίως, χωρίς καθυστέρηση, κάθε αναγκαία ή σχετική πληροφορία για την εκτίμηση της απόκτησης. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν αμοιβαίως, κατόπιν αιτήματος ή με δική τους πρωτοβουλία όλες τις σχετικές πληροφορίες για την εκτίμηση. Οι αρμόδιες αρχές προσπαθούν να συντονίσουν τις εκτιμήσεις τους και να διασφαλίσουν τη συνέπεια των αποφάσεών τους. Για τον σκοπό αυτό, στην απόφαση της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για τη διενέργεια της εκτίμησης αναφέρονται τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις που διατύπωσαν άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές. 5. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, προκειμένου να καθορίσει κοινές διαδικασίες και έντυπα και καταρτίζει υποδείγματα για τη διαδικασία διαβούλευσης μεταξύ των ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 10 Ιουλίου 2026. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Άρθρο 27δ Κοινοποίηση διάθεσης συμμετοχής Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα και τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 21α παράγραφος 1, να ενημερώνουν την αρμόδια αρχή, όταν προτίθενται να διαθέσουν, άμεσα ή έμμεσα, σημαντική συμμετοχή, όπως ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 27α παράγραφος 2. Η σχετική κοινοποίηση πραγματοποιείται εγγράφως και πριν από τη διάθεση της συμμετοχής, προσδιορίζει δε το ύψος της σχετικής συμμετοχής. Άρθρο 27ε Υποχρεώσεις ενημέρωσης και κυρώσεις Όταν ο υποψήφιος αγοραστής δεν κοινοποιήσει εκ των προτέρων την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής σύμφωνα με το άρθρο 27α παράγραφος 1 ή αποκτήσει σημαντική συμμετοχή, όπως αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο, παρά την εναντίωση της αρμόδιας αρχής, τα κράτη μέλη απαιτούν από την αρμόδια αρχή να λάβει τα κατάλληλα μέτρα. Όταν αποκτάται σημαντική συμμετοχή παρά την εναντίωση της αρμόδιας αρχής, τα κράτη μέλη, με την επιφύλαξη πιθανών κυρώσεων, προβλέπουν είτε την αναστολή της άσκησης των αντίστοιχων δικαιωμάτων ψήφου είτε την ακύρωση των σχετικών ψήφων. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ Άρθρο 27στ Κοινοποίηση των σημαντικών μεταβιβάσεων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού 1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα και τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 21α παράγραφος 1 να ενημερώνουν την αρμόδια αρχή τους γραπτώς εκ των προτέρων για κάθε σημαντική μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού που εκτελούν είτε μέσω πώλησης είτε μέσω οποιουδήποτε άλλου είδους συναλλαγής (“προτεινόμενη πράξη”). Όταν η προτεινόμενη πράξη αφορά μόνον οντότητες του ίδιου ομίλου, οι εν λόγω οντότητες υπόκεινται επίσης στο πρώτο εδάφιο. Για τους σκοπούς του πρώτου και δεύτερου εδαφίου, καθεμιά από τις οντότητες που συμμετέχουν στην ίδια προτεινόμενη πράξη υπόκειται μεμονωμένα στην υποχρέωση κοινοποίησης που προβλέπεται στα εν λόγω εδάφια. 2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η προτεινόμενη πράξη θεωρείται σημαντική για μια οντότητα όταν είναι τουλάχιστον ίση με το 10 % του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού της, εκτός εάν η προτεινόμενη πράξη εκτελείται μεταξύ οντοτήτων του ίδιου ομίλου, περίπτωση στην οποία η προτεινόμενη πράξη θεωρείται σημαντική για μια οντότητα όταν είναι τουλάχιστον ίση με το 15 % του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού της. Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, για τις μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα ποσοστά εφαρμόζονται με βάση την ενοποιημένη τους κατάσταση. Για τον υπολογισμό των ποσοστών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα:
3. Η αρμόδια αρχή επιβεβαιώνει εγγράφως ότι παρέλαβε την κοινοποίηση κατά την παράγραφο 1 χωρίς καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός 10 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης. Άρθρο 27ζ Υποχρεώσεις ενημέρωσης και κυρώσεις Εάν οι οντότητες δεν κοινοποιήσουν εκ των προτέρων την προτεινόμενη πράξη σύμφωνα με το άρθρο 27στ παράγραφος 1, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣΠΑΣΕΙΣ Άρθρο 27η Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί Το παρόν κεφάλαιο ισχύει με την επιφύλαξη της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 (*10) του Συμβουλίου και της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Οι συγχωνεύσεις και οι διασπάσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή της οδηγίας 2014/59/ΕΕ δεν υπόκεινται στις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο. Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
Άρθρο 27θ Κοινοποίηση και εκτίμηση της συγχώνευσης ή διάσπασης 1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα και τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 21α παράγραφος 1 (“χρηματοοικονομικοί παράγοντες”) που προβαίνουν σε συγχώνευση ή διάσπαση (“προτεινόμενη πράξη”), να ενημερώνουν, μετά την έγκριση του σχεδίου όρων της προτεινόμενης πράξης και πριν από την ολοκλήρωση της προτεινόμενης πράξης, την αρμόδια αρχή που θα είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των οντοτήτων, οι οποίες θα προκύψουν από την προτεινόμενη πράξη, αναφέροντας τις σχετικές πληροφορίες που προσδιορίζονται στο άρθρο 27ι παράγραφος 5. Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, όταν η προτεινόμενη πράξη συνίσταται σε διάσπαση, η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της οντότητας που προβαίνει στην προτεινόμενη πράξη είναι η αρμόδια αρχή που θα πρέπει να ενημερώνεται και να αναλαμβάνει τη διενέργεια της εκτίμησης που προβλέπεται στο άρθρο 27ι παράγραφος 1. 2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, όταν η προτεινόμενη πράξη είναι συγχώνευση στην οποία συμμετέχουν μόνο χρηματοοικονομικοί παράγοντες από τον ίδιο όμιλο, συμπεριλαμβανομένου ομίλου πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι μονίμως συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό και που υπόκεινται σε εποπτεία ως όμιλος, η αρμόδια αρχή δεν υποχρεούται να διενεργεί την εκτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 27ι παράγραφος 1. 3. Η εκτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 27ι παράγραφος 1δεν διενεργείται όταν για την προτεινόμενη πράξη απαιτείται άδεια σύμφωνα με το άρθρο 8 ή έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α. 4. Η αρμόδια αρχή επιβεβαιώνει εγγράφως ότι παρέλαβε την κοινοποίηση κατά την παράγραφο 1 ή κάθε πρόσθετη πληροφορία που υποβλήθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 5 χωρίς καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της εν λόγω κοινοποίησης ή των πρόσθετων πληροφοριών. Όταν η προτεινόμενη πράξη αφορά μόνο χρηματοοικονομικούς παράγοντες από τον ίδιο όμιλο, η αρμόδια αρχή διαθέτει προθεσμία 60 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων που τα κράτη μέλη απαιτούν να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 27ι παράγραφος 5 (“περίοδος εκτίμησης”), προκειμένου να διενεργήσει την εκτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 27ι παράγραφος 1. Η αρμόδια αρχή ενημερώνει τους χρηματοοικονομικούς παράγοντες, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου εκτίμησης. 5. Η αρμόδια αρχή μπορεί να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την ολοκλήρωση της εκτίμησης που προβλέπεται στο άρθρο 27ι παράγραφος 1. Το αίτημα αυτό υποβάλλεται εγγράφως και καθορίζονται οι αναγκαίες πρόσθετες πληροφορίες. Όταν η προτεινόμενη πράξη αφορά μόνο χρηματοοικονομικούς παράγοντες από τον ίδιο όμιλο, η αρμόδια αρχή μπορεί να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες το αργότερο έως την 50ή εργάσιμη ημέρα της περιόδου εκτίμησης. Η περίοδος εκτίμησης αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πρόσθετες πληροφορίες από την αρμόδια αρχή και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης των χρηματοοικονομικών παραγόντων, με την οποία παρέχουν όλες τις πληροφορίες που ζητήθηκαν. Η εν λόγω αναστολή δεν υπερβαίνει τις είκοσι εργάσιμες ημέρες. Η αρμόδια αρχή έχει τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλλει περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν συνεπάγεται αναστολή της περιόδου εκτίμησης. 6. Η αρμόδια αρχή μπορεί να παρατείνει την αναστολή της παραγράφου 5 τρίτο εδάφιο έως 30 εργάσιμες ημέρες το πολύ, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
7. Η προτεινόμενη πράξη δεν ολοκληρώνεται πριν η αρμόδια αρχή εκδώσει θετική γνώμη. 8. Εντός δύο εργάσιμων ημερών από την ολοκλήρωση της εκτίμησής της, η αρμόδια αρχή εκδίδει εγγράφως αιτιολογημένη θετική ή αρνητική γνώμη προς τους χρηματοοικονομικούς παράγοντες. Οι χρηματοοικονομικοί παράγοντες διαβιβάζουν την αιτιολογημένη γνώμη στις αρχές που είναι υπεύθυνες, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, για τον έλεγχο της προτεινόμενης πράξης. 9. Όταν η προτεινόμενη πράξη αφορά μόνο χρηματοοικονομικούς παράγοντες από τον ίδιο όμιλο και η αρμόδια αρχή δεν αντιτάσσεται εγγράφως στην προτεινόμενη πράξη εντός της περιόδου εκτίμησης, η γνώμη θεωρείται θετική. 10. Η αιτιολογημένη θετική γνώμη που εκδίδεται από την αρμόδια αρχή μπορεί να προβλέπει περιορισμένο χρονικό διάστημα κατά το οποίο πρέπει να πραγματοποιηθεί η προτεινόμενη πράξη. Άρθρο 27ι Κριτήρια εκτίμησης 1. Κατά την εκτίμηση της κοινοποίησης της προτεινόμενης πράξης που προβλέπεται στο άρθρο 27θ παράγραφος 1 και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 27θ παράγραφος 5, η αρμόδια αρχή, προκειμένου να διασφαλίσει την αξιοπιστία του προφίλ προληπτικής εποπτείας των χρηματοοικονομικών παραγόντων μετά την ολοκλήρωση της προτεινόμενης πράξης και ειδικότερα για την αντιμετώπιση των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται ή ενδέχεται να εκτεθούν οι χρηματοοικονομικοί παράγοντες κατά τη διάρκεια της προτεινόμενης πράξης και τους κινδύνους στους οποίους ενδέχεται να εκτεθεί η οντότητα που προκύπτει από την προτεινόμενη πράξη, αξιολογεί την προτεινόμενη πράξη σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:
Το σχέδιο υλοποίησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο δ) υπόκειται σε κατάλληλη παρακολούθηση από την αρμόδια αρχή μέχρι την ολοκλήρωση της προτεινόμενης πράξης. 2. Για τον σκοπό της αξιολόγησης του κριτηρίου που ορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε) του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρχή διαβουλεύεται, στο πλαίσιο των επαληθεύσεων που διενεργεί, με τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των χρηματοοικονομικών παραγόντων σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849. 3. Η αρμόδια αρχή μπορεί να εκδώσει αρνητική γνώμη σχετικά με την προτεινόμενη πράξη μόνον εάν δεν πληρούνται τα κριτήρια που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή σε περίπτωση που οι πληροφορίες που παρείχε ο χρηματοοικονομικός παράγοντας είναι ελλιπείς παρά το αίτημα που υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 27θ παράγραφος 5. Όσον αφορά το κριτήριο που ορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε) του παρόντος άρθρου, η αρνητική γνώμη των αρχών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των χρηματοοικονομικών παραγόντων σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849, η οποία λαμβάνεται από την αρμόδια αρχή εντός 30 εργάσιμων ημερών από το αρχικό αίτημα, λαμβάνεται δεόντως υπόψη από την αρμόδια αρχή κατά την αξιολόγηση της προτεινόμενης πράξης και μπορεί να συνιστά βάσιμο λόγο έκδοσης αρνητικής γνώμης, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. 4. Τα κράτη μέλη δεν επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να εξετάζουν την προτεινόμενη πράξη βάσει των οικονομικών αναγκών της αγοράς. 5. Τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν κατάλογο με τις πληροφορίες που απαιτούνται για τη διενέργεια της εκτίμησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Οι χρηματοοικονομικοί παράγοντες παρέχουν τις πληροφορίες αυτές στις αρμόδιες αρχές κατά τη στιγμή της κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 27θ παράγραφος 1. Οι πληροφορίες που ζητούνται είναι αναλογικές και κατάλληλες προς τη φύση της προτεινόμενης πράξης. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με προληπτική εκτίμηση σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Άρθρο 27ια Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών 1. Η αρμόδια αρχή διαβουλεύεται με τις αρχές στις οποίες έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον της εποπτείας άλλων οικείων οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, κατά τη διενέργεια της εκτίμησης που προβλέπεται στο άρθρο 27ι παράγραφος 1, όταν στην προτεινόμενη πράξη συμμετέχουν, πέραν των χρηματοοικονομικών παραγόντων, οντότητες οι οποίες είναι:
2. Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν, χωρίς καθυστέρηση, εκατέρωθεν, κάθε ουσιαστική ή σχετική πληροφορία για την εκτίμηση της απόκτησης. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν, εκατέρωθεν, κατόπιν αιτήματος ή με δική τους πρωτοβουλία, κάθε σχετική πληροφορία για την εκτίμηση. Σε γνώμη της αρμόδιας αρχής του χρηματοοικονομικού παράγοντα επισημαίνονται τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες διατυπώνει η αρμόδια αρχή η οποία εποπτεύει μία ή περισσότερες από τις οντότητες που παρατίθενται στην παράγραφο 1. Οι αρμόδιες αρχές προσπαθούν να συντονίσουν τις εκτιμήσεις τους και να διασφαλίσουν τη συνέπεια των γνωμών τους. 3. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, προκειμένου να καθορίσει κοινές διαδικασίες και έντυπα και καταρτίζει υποδείγματα για τη διαδικασία διαβούλευσης μεταξύ των ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η ΕΑΤ λαμβάνει υπόψη τον τίτλο ΙΙ της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 10 Ιανουαρίου 2027. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Άρθρο 27ιβ Υποχρεώσεις ενημέρωσης και κυρώσεις Σε περίπτωση που οι χρηματοοικονομικοί παράγοντες δεν κοινοποιήσουν εκ των προτέρων την προτεινόμενη πράξη σύμφωνα με το άρθρο 27θ παράγραφος 1 ή έχουν προβεί στην προτεινόμενη πράξη, όπως προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο, χωρίς προηγούμενη θετική γνώμη από τις αρμόδιες αρχές, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα. (*9) Οδηγία (ΕΕ) 2019/2162 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την έκδοση καλυμμένων ομολόγων και τη δημόσια εποπτεία καλυμμένων ομολόγων και την τροποποίηση των οδηγιών 2009/65/ΕΚ και 2014/59/ΕΕ (ΕΕ L 328 της 18.12.2019, σ. 29)." (*10) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (“κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων”) (ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1).»·" |
13) |
O τίτλος VI αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «ΤΙΤΛΟΣ VΙ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΚΑΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΤΜΗΜΑ I Γενικές διατάξεις Άρθρο 47 Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί 1. Το παρόν κεφάλαιο καθορίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την άσκηση σε ένα κράτος μέλος των ακόλουθων δραστηριοτήτων υποκαταστήματος τρίτης χώρας:
2. Όταν μια επιχείρηση εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα παρέχει δραστηριότητες και υπηρεσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι τμήμα Α της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και τυχόν επικουρικές υπηρεσίες, όπως η σχετική αποδοχή καταθέσεων ή η χορήγηση πιστώσεων ή δανείων, σκοπός των οποίων είναι η παροχή υπηρεσιών δυνάμει της εν λόγω οδηγίας, η εν λόγω επιχείρηση δεν περιλαμβάνεται στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. 3. Για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
Άρθρο 48 Απαγόρευση των διακρίσεων Τα κράτη μέλη δεν εφαρμόζουν σε υποκαταστήματα τρίτων χωρών, όταν αυτά αρχίζουν ή συνεχίζουν να ασκούν τη δραστηριότητά τους, διατάξεις που οδηγούν σε ευνοϊκότερο καθεστώς από εκείνο στο οποίο υπόκεινται τα υποκαταστήματα ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους σε άλλο κράτος μέλος. Άρθρο 48α Ταξινόμηση των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών 1. Τα κράτη μέλη ταξινομούν τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας στην κατηγορία 1, όταν τα υποκαταστήματα αυτά πληρούν οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
2. Τα κράτη μέλη ταξινομούν τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών που δεν πληρούν καμία από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 στην κατηγορία 2. 3. Οι αρμόδιες αρχές επικαιροποιούν την ταξινόμηση των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών ως εξής:
4. Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν στα υποκαταστήματα τρίτων χωρών που έχουν άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους, ή σε ορισμένες κατηγορίες αυτών, τις ίδιες απαιτήσεις που ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας δυνάμει της παρούσας οδηγίας, αντί για τις απαιτήσεις που καθορίζονται στον παρόντα τίτλο. Σε περίπτωση που η μεταχείριση που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο εφαρμόζεται μόνο σε ορισμένες κατηγορίες υποκαταστημάτων τρίτων χωρών, τα κράτη μέλη καθορίζουν τα σχετικά κριτήρια ταξινόμησης για τους σκοπούς της μεταχείρισης αυτής. Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στα εν λόγω υποκαταστήματα τρίτων χωρών, παρά μόνο για τους σκοπούς του άρθρου 48ιστ. Άρθρο 48β Προϋποθέσεις για τα αποδεκτά υποκαταστήματα τρίτων χωρών 1. Όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις σε σχέση με υποκατάστημα τρίτης χώρας, το εν λόγω υποκατάστημα θεωρείται αποδεκτό υποκατάστημα τρίτης χώρας για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου:
2. Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει, με εκτελεστικές πράξεις, αποφάσεις σχετικά με την εκπλήρωση των προϋποθέσεων που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) του παρόντος άρθρου σε σχέση με το τραπεζικό κανονιστικό πλαίσιο τρίτης χώρας. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 147 παράγραφος 2. 3. Πριν από την έκδοση της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει τη συνδρομή της ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 για να διενεργήσει αξιολόγηση του τραπεζικού κανονιστικού πλαισίου και των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας της οικείας τρίτης χώρας και να εκδώσει έκθεση σχετικά με τη συμμόρφωση του εν λόγω πλαισίου και των απαιτήσεων αυτών με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) του παρόντος άρθρου. Η ΕΑΤ δημοσιεύει το πόρισμα της αξιολόγησής της στον ιστότοπό της. 4. Η ΕΑΤ τηρεί δημόσιο μητρώο των τρίτων χωρών και των αρχών τρίτων χωρών που πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1. 5. Η αρμόδια αρχή, μόλις λάβει αίτηση για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 48γ, αξιολογεί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 48α με σκοπό την ταξινόμηση του υποκαταστήματος τρίτης χώρας στην κατηγορία 1 ή στην κατηγορία 2. Όταν η σχετική τρίτη χώρα δεν είναι καταχωρισμένη στο δημόσιο μητρώο που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρχή ζητεί από την Επιτροπή να αξιολογήσει το τραπεζικό κανονιστικό πλαίσιο και τις απαιτήσεις εμπιστευτικότητας της τρίτης χώρας για τους σκοπούς της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούται η προϋπόθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου. Η αρμόδια αρχή ταξινομεί το υποκατάστημα τρίτης χώρας στην κατηγορία 1 εν αναμονή της έκδοσης απόφασης από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου. ΤΜΗΜΑ ΙΙ Άδεια λειτουργίας και κανονιστικές απαιτήσεις
Άρθρο 48γ Ελάχιστες προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε υποκαταστήματα τρίτων χωρών 1. Τα κράτη μέλη απαιτούν, σύμφωνα με το άρθρο 21γ, από τις επιχειρήσεις τρίτων χωρών να εγκαθιστούν υποκατάστημα στο έδαφός τους πριν από την έναρξη ή τη συνέχιση των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 1. Για την εγκατάσταση υποκαταστήματος τρίτης χώρας απαιτείται η χορήγηση προηγούμενης άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο. 2. Οι αρμόδιες αρχές επιδιώκουν να συνάψουν διοικητικές συμφωνίες ή άλλες ρυθμίσεις με τις σχετικές αρμόδιες αρχές τρίτης χώρας πριν από την έναρξη των δραστηριοτήτων υποκαταστήματος τρίτης χώρας στο οικείο κράτος μέλος. Οι εν λόγω συμφωνίες βασίζονται στις πρότυπες διοικητικές ρυθμίσεις που έχει καταρτίσει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η απαίτηση αυτή δεν ισχύει όταν τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών υπόκεινται σε αυστηρότερες εθνικές απαιτήσεις. Οι αρμόδιες αρχές υποβάλλουν αμελλητί στην ΕΑΤ πληροφορίες σχετικά με τυχόν διοικητικές συμφωνίες ή άλλες ρυθμίσεις που συνάπτονται με αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών. 3. Τα κράτη μέλη απαιτούν οι αιτήσεις υποκαταστημάτων τρίτων χωρών για χορήγηση άδειας λειτουργίας να συνοδεύονται από πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο να καθορίζονται οι σχεδιαζόμενες επιχειρηματικές δραστηριότητες, οι δραστηριότητες που πρόκειται να ασκηθούν μεταξύ εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 1 και η οργανωτική διάρθρωση και η διαχείριση κινδύνων του υποκαταστήματος στο οικείο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 48ζ. 4. Τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών λαμβάνουν άδεια λειτουργίας μόνον εφόσον πληρούνται, τουλάχιστον, όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
5. Προκειμένου να αξιολογηθεί αν πληρούται η προϋπόθεση που ορίζεται στην παράγραφο 4 στοιχείο στ) του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρχή διαβουλεύεται με την αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στο κράτος μέλος σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 και λαμβάνει γραπτή επιβεβαίωση ότι πληρούται η προϋπόθεση πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στο υποκατάστημα τρίτης χώρας. 6. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποφασίσουν ότι οι άδειες λειτουργίας των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών που έχουν χορηγηθεί έως τις 10 Ιανουαρίου 2027 παραμένουν σε ισχύ, υπό την προϋπόθεση ότι τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας που έχουν λάβει τις εν λόγω άδειες λειτουργίας πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα τίτλο. 7. Η ΕΑΤ παρακολουθεί τις δραστηριότητες μεταξύ των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών της ίδιας επικεφαλής επιχείρησης που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε διαφορετικά κράτη μέλη και υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή στην οποία παραθέτει τα πορίσματά της έως τις 10 Ιουλίου 2028. 8. Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για να προσδιορίσει περαιτέρω:
Άρθρο 48δ Προϋποθέσεις άρνησης ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας υποκαταστήματος τρίτης χώρας 1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν, τουλάχιστον, τις ακόλουθες προϋποθέσεις για την άρνηση ή την ανάκληση της άδειας λειτουργίας υποκαταστήματος τρίτης χώρας:
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο β), τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση τις αρμόδιες αρχές τους σε περίπτωση που συντρέχουν οι περιστάσεις που αναφέρονται στο εν λόγω στοιχείο. 2. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να ανακαλέσουν την άδεια λειτουργίας που χορηγήθηκε σε υποκατάστημα τρίτης χώρας, εάν πληρούται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
3. Προκειμένου να αξιολογηθεί εάν πληρούται η προϋπόθεση που ορίζεται στην παράγραφο 2 στοιχείο ζ) του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρχή διαβουλεύεται με την αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στο κράτος μέλος σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849. 4. Τα κράτη μέλη προβλέπουν σαφείς διαδικασίες για την άρνηση ή την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του υποκαταστήματος τρίτης χώρας σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3.
Άρθρο 48ε Απαίτηση προικώου κεφαλαίου 1. Με την επιφύλαξη άλλων εφαρμοστέων κεφαλαιακών απαιτήσεων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών να διατηρούν ανά πάσα στιγμή ελάχιστο προικώο κεφάλαιο το οποίο ισούται τουλάχιστον με:
2. Τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών πληρούν την απαίτηση ελάχιστου αρχικού κεφαλαίου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 με στοιχεία ενεργητικού σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες μορφές:
3. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών να καταθέτουν τα μέσα προικώου κεφαλαίου που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου σε καταπιστευτικό λογαριασμό που τηρείται στο κράτος μέλος στο οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας το υποκατάστημα, σε πιστωτικό ίδρυμα που δεν είναι μέρος του ομίλου της επικεφαλής επιχείρησής του ή, εάν το επιτρέπει η εθνική νομοθεσία, στην κεντρική τράπεζα του κράτους μέλους. Τα μέσα προικώου κεφαλαίου που κατατίθενται στον καταπιστευτικό λογαριασμό είναι διαθέσιμα προς χρήση για τους σκοπούς του άρθρου 96 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ σε περίπτωση εξυγίανσης του υποκαταστήματος τρίτης χώρας και για τους σκοπούς της εκκαθάρισης του υποκαταστήματος τρίτης χώρας σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. 4. Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, προκειμένου να διευκρινίσει την απαίτηση που ορίζεται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου όσον αφορά τα μέσα που είναι διαθέσιμα για απεριόριστη και άμεση χρήση με σκοπό την κάλυψη κινδύνων ή ζημιών αμέσως μετά την εμφάνιση των εν λόγω κινδύνων ή ζημιών. Άρθρο 48στ Απαιτήσεις ρευστότητας 1. Με την επιφύλαξη άλλων εφαρμοστέων απαιτήσεων ρευστότητας σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τα κράτη μέλη απαιτούν, κατ’ ελάχιστον, από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών να διατηρούν ανά πάσα στιγμή έναν επαρκή όγκο στοιχείων ενεργητικού, ελεύθερα βαρών και ρευστοποιήσιμων, για να καλύπτουν εκροές ρευστότητας για μια ελάχιστη περίοδο διάρκειας τριάντα ημερών. 2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών της κατηγορίας 1 να συμμορφώνονται με την απαίτηση κάλυψης της ρευστότητας που προβλέπεται στο έκτο μέρος, τίτλος I του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2015/61 της Επιτροπής (*11). 3. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών να καταθέτουν τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού που τηρούνται για τη συμμόρφωση με το παρόν άρθρο σε λογαριασμό που τηρείται στο κράτος μέλος στο οποίο το υποκατάστημα έχει λάβει άδεια λειτουργίας, σε πιστωτικό ίδρυμα που δεν αποτελεί μέρος του ομίλου της επικεφαλής επιχείρησής του ή, εάν το επιτρέπει το εθνικό δίκαιο, στην κεντρική τράπεζα του κράτους μέλους. Σε περίπτωση που υπάρχουν ρευστά στοιχεία ενεργητικού που απομένουν στον λογαριασμό, αφού χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη εκροών ρευστότητας σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα εν λόγω εναπομένοντα ρευστά στοιχεία ενεργητικού είναι διαθέσιμα για χρήση για τους σκοπούς του άρθρου 96 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ σε περίπτωση εξυγίανσης του υποκαταστήματος τρίτης χώρας και για τους σκοπούς της εκκαθάρισης του υποκαταστήματος τρίτης χώρας σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. 4. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαλλάσσουν τα αποδεκτά υποκαταστήματα τρίτων χωρών από την απαίτηση ρευστότητας που προβλέπεται στο παρόν άρθρο. Άρθρο 48ζ Εσωτερική διακυβέρνηση και διαχείριση των κινδύνων 1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών να διαθέτουν τουλάχιστον δύο πρόσωπα στο οικείο κράτος μέλος που διευθύνουν πραγματικά τις επιχειρηματικές δραστηριότητές τους και τα οποία υπόκεινται στην προηγούμενη έγκριση των αρμόδιων αρχών. Τα εν λόγω πρόσωπα διαθέτουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους καθώς και επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και πείρα και αφιερώνουν επαρκή χρόνο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. 2. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών της κατηγορίας 1 να συμμορφώνονται με τα άρθρα 74 και 75, το άρθρο 76 παράγραφος 5 και 6 και τα άρθρα 92, 94 και 95. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών να συστήσουν τοπική επιτροπή διαχείρισης, ώστε να διασφαλίζεται η κατάλληλη διακυβέρνηση του υποκαταστήματος. 3. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών της κατηγορίας 2 να συμμορφώνονται με τα άρθρα 74, 75, 92, 94 και 95 και να διαθέτουν λειτουργίες εσωτερικού ελέγχου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 76 παράγραφος 5 και το άρθρο 76 παράγραφος 6, πρώτο, δεύτερο και τέταρτο εδάφιο. Ανάλογα με το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το πεδίο εφαρμογής και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών της κατηγορίας 2 να διορίζουν επικεφαλής των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 76 παράγραφος 6 τρίτο και πέμπτο εδάφιο. 4. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών να δημιουργούν γραμμές αναφοράς στο διοικητικό όργανο της επικεφαλής επιχείρησης που να καλύπτουν όλους τους σημαντικούς κινδύνους και τις πολιτικές διαχείρισης κινδύνων, καθώς και σχετικές αλλαγές και να διαθέτουν επαρκή συστήματα ελέγχους τεχνολογίας πληροφόρησης και επικοινωνίας (ΤΠΕ) και, με σκοπό να διασφαλίζεται η δέουσα συμμόρφωση με τις πολιτικές. 5. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών να παρακολουθούν και να διαχειρίζονται τις ρυθμίσεις εξωτερικής ανάθεσης και να διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές τους έχουν πλήρη πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων τους. 6. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών που ασκούν δραστηριότητες αντιστήριξης ή δραστηριότητες εντός ομίλου να διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εντοπισμό και την ορθή διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου τους, όταν μεταβιβάζονται στον αντισυμβαλλόμενο σημαντικοί κίνδυνοι που συνδέονται με στοιχεία ενεργητικού που καταχωρίζονται από το υποκατάστημα τρίτης χώρας. 7. Όταν εκτελούνται κρίσιμες ή σημαντικές λειτουργίες στο υποκατάστημα τρίτης χώρας από την επικεφαλής επιχείρησή του, οι εν λόγω λειτουργίες εκτελούνται σύμφωνα με εσωτερικές ρυθμίσεις ή ενδοομιλικές συμφωνίες. Οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών έχουν πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που χρειάζονται για την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων τους. 8. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από ανεξάρτητο τρίτο να αξιολογεί σε τακτική βάση την εφαρμογή και τη συνεχή συμμόρφωση του υποκαταστήματος τρίτης χώρας με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο και να υποβάλλει στην αρμόδια αρχή έκθεση με τα πορίσματα και τα συμπεράσματά του. 9. Έως τις 10 Ιανουαρίου 2027, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σχετικά με την εφαρμογή στα υποκαταστήματα τρίτης χώρας των ρυθμίσεων, διαδικασιών και μηχανισμών που αναφέρονται στο άρθρο 74 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας, λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 74 παράγραφος 2, και σχετικά με την εφαρμογή στα υποκαταστήματα τρίτης χώρας του άρθρου 75 και του άρθρου 76 παράγραφος 5 και 6 της παρούσας οδηγίας. Άρθρο 48η Απαιτήσεις καταχώρισης στο μητρώο 1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας να τηρούν μητρώο που να τους επιτρέπει να παρακολουθούν και να τηρούν αναλυτικό και ακριβές ιστορικό όλων των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού που καταχωρίζονται ή προέρχονται από το υποκατάστημα τρίτης χώρας στο κράτος μέλος και να διαχειρίζονται αυτόνομα τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού και παθητικού εντός του υποκαταστήματος τρίτης χώρας. Το μητρώο καταχώρισης παρέχει όλες τις απαραίτητες και επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους που δημιουργούνται από το υποκατάστημα τρίτης χώρας και τον τρόπο διαχείρισής τους. 2. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας να καταρτίζουν, να επανεξετάζουν τακτικά και να επικαιροποιούν πολιτική σχετικά με τις ρυθμίσεις καταχώρισης για τη διαχείριση του μητρώου που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Η πολιτική αυτή τεκμηριώνεται και εγκρίνεται από το αρμόδιο διοικητικό όργανο της επικεφαλής επιχείρησης. Η πολιτική παρέχει σαφές σκεπτικό για τις ρυθμίσεις καταχώρισης στο μητρώο και καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο οι εν λόγω ρυθμίσεις εναρμονίζονται με την επιχειρηματική στρατηγική του υποκαταστήματος τρίτης χώρας. 3. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας να εξασφαλίσουν ότι συντάσσεται τακτικά ανεξάρτητη γραπτή και αιτιολογημένη γνώμη σχετικά με την εφαρμογή και τη συνεχή συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου και να υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή μαζί με τα σχετικά πορίσματα και συμπεράσματα. 4. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει τις ρυθμίσεις καταχώρισης στο μητρώο που πρέπει να εφαρμόζουν τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, και ειδικότερα όσον αφορά:
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 10 Ιανουαρίου 2026. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία, εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 48θ Εξουσία να απαιτείται η σύσταση θυγατρικής 1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών να υποβάλλουν αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας δυνάμει του τίτλου ΙΙΙ κεφάλαιο 1, τουλάχιστον όταν:
Η εξουσία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου μπορεί να χρησιμοποιηθεί μετά την εφαρμογή των μέτρων του άρθρου 48ι ή 48ιε, κατά περίπτωση, ή όταν η αρμόδια αρχή μπορεί να αιτιολογήσει, για λόγους άλλους από εκείνους που απαριθμούνται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, ότι τα εν λόγω μέτρα δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση των ανησυχιών όσον αφορά την εποπτεία. 2. Οι αρμόδιες αρχές, πριν ασκήσουν την εξουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 1, διαβουλεύονται με την ΕΑΤ και τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία ο σχετικός όμιλος τρίτης χώρας έχει εγκαταστήσει άλλα υποκαταστήματα ή θυγατρικά ιδρύματα τρίτης χώρας. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχεία β) και γ) του παρόντος άρθρου και κατά τη διενέργεια της εκτίμησης που αναφέρεται στο άρθρο 48ι, οι αρμόδιες αρχές ή, κατά περίπτωση, οι εντεταλμένες αρχές λαμβάνουν υπόψη κατάλληλους δείκτες για την εκτίμηση της συστημικής σημασίας των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας, στους οποίους περιλαμβάνονται ιδίως:
Άρθρο 48ι Εκτίμηση της συστημικής σημασίας και απαιτήσεις που ισχύουν για τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών με συστημική σημασία 1. Το υποκατάστημα τρίτης χώρας υπόκειται στην εκτίμηση που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου όταν όλα τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας στην Ένωση που ανήκουν στον ίδιο όμιλο τρίτης χώρας έχουν συνολικό ποσό των στοιχείων ενεργητικού στην Ένωση, όπως αναφέρεται σύμφωνα με το υποτμήμα 4 ίσο ή μεγαλύτερο από 40 δισεκατομμύρια EUR, είτε:
Το όριο στοιχείων ενεργητικού που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο δεν περιλαμβάνει τα στοιχεία ενεργητικού που κατέχει το υποκατάστημα τρίτης χώρας σε σχέση με πράξεις της αγοράς κεντρικών τραπεζών που συνάπτονται με κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ. 2. Η αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία υποκαταστήματος τρίτης χώρας που ανήκει σε όμιλο τρίτης χώρας όπου όλα τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας στην Ένωση κατέχουν συνολικό ποσό στοιχείων ενεργητικού στην Ένωση ίσο ή μεγαλύτερο από 40 δισεκατομμύρια EUR εκτιμά αν το υπό την εποπτεία της υποκατάστημα τρίτης χώρας έχει συστημική σημασία και ενέχει σημαντικούς κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή για το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένο. Για τους σκοπούς αυτούς, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη ιδίως τους δείκτες συστημικής σημασίας που αναφέρονται στο άρθρο 48θ παράγραφος 2 και στο άρθρο 131 παράγραφος 3. 3. Στο πλαίσιο της εκτίμησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, διαβουλεύεται με την ΕΑΤ και τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στις οποίες ο σχετικός όμιλος τρίτης χώρας έχει εγκαταστήσει άλλα υποκαταστήματα τρίτων χωρών ή θυγατρικά ιδρύματα, προκειμένου να αξιολογούνται οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που ενδέχεται να ενέχει το σχετικό υποκατάστημα τρίτης χώρας για άλλα κράτη μέλη πλην του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο. Η αρμόδια αρχή ή, κατά περίπτωση, η εντεταλμένη αρχή, παρέχει αιτιολογημένη εκτίμηση της συστημικής σημασίας του υποκαταστήματος τρίτης χώρας για την Ένωση ή για το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένο, στην ΕΑΤ και στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στα οποία ο σχετικός όμιλος τρίτης χώρας έχει εγκαταστήσει άλλα υποκαταστήματα ή θυγατρικά ιδρύματα τρίτων χωρών. Εάν οι αρμόδιες αρχές των οποίων ζητείται η γνώμη διαφωνούν με την εκτίμηση της συστημικής σημασίας του υποκαταστήματος τρίτης χώρας, ενημερώνουν την αρμόδια αρχή που διενήργησε την εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 εντός 10 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της εκτίμησης. Οι αρμόδιες αρχές, με τη συνδρομή της ΕΑΤ, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να καταλήξουν σε συναίνεση σχετικά με την εκτίμηση και, κατά περίπτωση, σχετικά με τις στοχευμένες απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4 το αργότερο τρεις μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία η αρμόδια αρχή ή, κατά περίπτωση, η εντεταλμένη αρχή, διατύπωσε την αντίρρησή της. Μετά τη λήξη της εν λόγω περιόδου, η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του υπό εκτίμηση υποκαταστήματος τρίτης χώρας αποφασίζει σχετικά με την εκτίμηση της συστημικής σημασίας του υποκαταστήματος τρίτης χώρας και σχετικά με τις στοχευμένες απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4. 4. Κατά περίπτωση, για την αντιμετώπιση των εντοπισθέντων κινδύνων, η αρμόδια αρχή ή, κατά περίπτωση, η εντεταλμένη αρχή, μπορεί να υποβάλλει το υποκατάστημα τρίτης χώρας σε στοχευμένες απαιτήσεις που μπορεί να περιλαμβάνουν:
Όταν η αρμόδια αρχή ή, κατά περίπτωση, η εντεταλμένη αρχή θεωρεί ότι ένα υποκατάστημα τρίτης χώρας έχει συστημική σημασία, αλλά αποφασίζει να μην ασκήσει καμία από τις εξουσίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου ή στο άρθρο 48θ, διαβιβάζει αιτιολογημένη κοινοποίηση στην ΕΑΤ και στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία ο σχετικός όμιλος τρίτης χώρας έχει εγκαταστήσει άλλα υποκαταστήματα ή θυγατρικά ιδρύματα τρίτων χωρών σχετικά με τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να μην ασκήσει τις εν λόγω εξουσίες. 5. Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2028, η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με:
Άρθρο 48ια Κανονιστικές και χρηματοοικονομικές πληροφορίες σχετικά με τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών και την επικεφαλής επιχείρηση 1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών να υποβάλλουν περιοδικά στις αρμόδιες αρχές τους πληροφορίες σχετικά με:
Για τους σκοπούς της υποβολής των πληροφοριών σχετικά με τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού που τηρούνται στα μητρώα τους σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο στοιχείο α), τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας εφαρμόζουν τα διεθνή λογιστικά πρότυπα που εφαρμόζονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*13) ή τις εφαρμοστέες γενικά αποδεκτές λογιστικές αρχές στο κράτος μέλος. 2. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας να υποβάλλουν στις αρμόδιες αρχές τους αναφορές που περιέχουν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με την επικεφαλής επιχείρησή τους:
3. Οι υποχρεώσεις υποβολής αναφορών που ορίζονται στο παρόν άρθρο δεν εμποδίζουν μια αρμόδια αρχή να επιβάλλει πρόσθετες απαιτήσεις υποβολής αναφορών σε υποκαταστήματα τρίτων χωρών, όταν θεωρεί τις πρόσθετες πληροφορίες απαραίτητες, προκειμένου να σχηματίσει ολοκληρωμένη εικόνα της επιχείρησης, των δραστηριοτήτων ή της χρηματοοικονομικής ευρωστίας των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών ή των επικεφαλής επιχειρήσεών τους, να επαληθεύσει τη συμμόρφωση των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών και των επικεφαλής επιχειρήσεών τους με το εφαρμοστέο δίκαιο και να διασφαλίσει τη συμμόρφωση των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών με αυτό. Άρθρο 48ιβ Τυποποιημένα έντυπα και υποδείγματα και συχνότητα υποβολής αναφορών 1. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό των ενιαίων μορφοτύπων και ορισμών για την υποβολή αναφορών και τη συχνότητά της, και αναπτύσσει τις λύσεις ΤΠ που πρέπει να εφαρμόζονται για τους σκοπούς του άρθρου 48ια. Οι απαιτήσεις υποβολής αναφορών που αναφέρονται στο άρθρο 48ια είναι αναλογικές προς την ταξινόμηση των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας είτε στην κατηγορία 1 είτε στην κατηγορία 2. Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 10 Ιανουαρίου 2026. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. 2. Οι κανονιστικές και χρηματοοικονομικές πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 48ια υποβάλλονται τουλάχιστον δύο φορές ανά έτος από τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας της κατηγορίας 1 και τουλάχιστον ετησίως από τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας της κατηγορίας 2. 3. Η αρμόδια αρχή μπορεί να μην επιβάλλει στα αποδεκτά υποκαταστήματα τρίτης χώρας το σύνολο ή μέρος των απαιτήσεων υποβολής των πληροφοριών σχετικά με την επικεφαλής επιχείρηση που ορίζονται στο άρθρο 48ια παράγραφος 2, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω αρμόδια αρχή είναι σε θέση να λάβει τις σχετικές πληροφορίες απευθείας από τις εποπτικές αρχές της οικείας τρίτης χώρας. ΤΜΗΜΑ ΙΙΙ Εποπτεία Άρθρο 48ιγ Εποπτεία των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών και πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης 1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές να συμμορφώνονται με το παρόν τμήμα και, τηρουμένων των αναλογιών, με τον τίτλο VII για την εποπτεία των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών. 2. Οι αρμόδιες αρχές περιλαμβάνουν τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας στο πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 99. Άρθρο 48ιδ Διαδικασία εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης 1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές να ελέγχουν τις ρυθμίσεις, τις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που εφαρμόζουν τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας προκειμένου να συμμορφώνονται με τις διατάξεις που εφαρμόζονται σε αυτά δυνάμει της παρούσας οδηγίας και, κατά περίπτωση, με τυχόν πρόσθετες κανονιστικές απαιτήσεις βάσει του εθνικού δικαίου. 2. Με βάση τον έλεγχο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν αν οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζουν τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας, καθώς και το προικώο κεφάλαιο και η ρευστότητά τους εξασφαλίζουν τη χρηστή διαχείριση και την κάλυψη των σημαντικών κινδύνων τους, καθώς και τη βιωσιμότητα των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών. 3. Οι αρμόδιες αρχές διεξάγουν τον έλεγχο και την αξιολόγηση που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου σύμφωνα με τα κριτήρια για την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας που δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 143 παράγραφος 1 στοιχείο γ). Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν τον βαθμό της συχνότητας και την έντασης του ελέγχου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου σε επίπεδο αναλογικό προς την ταξινόμηση των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών στην κατηγορία 1 και στην κατηγορία 2 και λαμβανομένων υπόψη άλλων σχετικών κριτηρίων, όπως η φύση, η κλίμακα και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας. 4. Όταν ο έλεγχος, ιδίως των ρυθμίσεων διακυβέρνησης, του επιχειρηματικού μοντέλου ή των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος τρίτης χώρας παρέχει στις αρμόδιες αρχές βάσιμους λόγους να υποπτεύονται ότι, σε σχέση με το εν λόγω υποκατάστημα τρίτης χώρας, διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί ή έχει γίνει απόπειρα να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 ή ότι υπάρχει αυξημένος κίνδυνος τέτοιου είδους, η αρμόδια αρχή ενημερώνει αμέσως την ΕΑΤ και την αρχή που είναι αρμόδια για την εποπτεία του υποκαταστήματος τρίτης χώρας σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849. Σε περίπτωση αυξημένου κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η αρμόδια αρχή και η αρχή που είναι αρμόδια για την εποπτεία του υποκαταστήματος τρίτης χώρας σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 έρχονται σε επαφή και κοινοποιούν αμέσως την κοινή τους εκτίμηση στην ΕΑΤ. Η αρμόδια αρχή λαμβάνει, κατά περίπτωση, μέτρα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, τα οποία μπορεί να περιλαμβάνουν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του υποκαταστήματος τρίτης χώρας δυνάμει του άρθρου 48δ παράγραφος 2 στοιχείο ζ) της παρούσας οδηγίας. 5. Η αρμόδια αρχή, η μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών και η αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία υποκαταστήματος τρίτης χώρας σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 συνεργάζονται στενά μεταξύ τους στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους και ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικές με την παρούσα οδηγία, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών δεν επηρεάζουν διεξαγόμενη έρευνα, διερεύνηση ή διαδικασία σύμφωνα με το ποινικό ή διοικητικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η αρμόδια αρχή, η μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών ή η αρχή που είναι υπεύθυνη για τη εποπτεία υποκαταστήματος τρίτης χώρας σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849. Η ΕΑΤ μπορεί να συνδράμει τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία του υποκαταστήματος τρίτης χώρας σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849, σε περίπτωση διαφωνίας σχετικά με τον συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων δυνάμει του παρόντος άρθρου, με δική της πρωτοβουλία. Στην περίπτωση αυτή, η ΕΑΤ ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. 6. Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για να προσδιορίσει περαιτέρω:
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), οι διαδικασίες και οι μεθοδολογίες που αναφέρονται σε αυτό καθορίζονται κατά τρόπο αναλογικό προς την ταξινόμηση των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας στην κατηγορία 1 ή στην κατηγορία 2, και άλλα κατάλληλα κριτήρια, όπως η φύση, η κλίμακα και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους. Άρθρο 48ιε Εποπτικά μέτρα και εποπτικές εξουσίες 1. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας να λαμβάνουν εγκαίρως τα αναγκαία μέτρα με σκοπό:
2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι εξουσίες των αρμόδιων αρχών περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, την εξουσία να απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών:
Άρθρο 48ιστ Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των σωμάτων εποπτών 1. Οι αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν υποκαταστήματα τρίτης χώρας και θυγατρικά ιδρύματα του ίδιου ομίλου τρίτης χώρας συνεργάζονται στενά μεταξύ τους και ανταλλάσσουν πληροφορίες. Οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας σύμφωνα με το άρθρο 115. 2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας της κατηγορίας 1 υπόκεινται στη συνολική εποπτεία σώματος εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 116. Για τους σκοπούς αυτούς ισχύουν οι ακόλουθες απαιτήσεις:
3. Για τους σκοπούς της παραγράφου 2 στοιχεία β) και γ) του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι υπάρχει επικεφαλής αρμόδια αρχή η οποία επιτελεί τον ίδιο ρόλο με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 116. Η επικεφαλής αρμόδια αρχή είναι εκείνη του κράτους μέλους με το μεγαλύτερο υποκατάστημα τρίτης χώρας από την άποψη της συνολικής αξίας των στοιχείων ενεργητικού που είναι καταχωρισμένα στο μητρώο. 4. Επιπλέον των καθηκόντων που ορίζονται στο άρθρο 116, το σώμα εποπτών:
5. Το σώμα εποπτών εξασφαλίζει τον κατάλληλο συντονισμό και τη συνεργασία με τις αρμόδιες εποπτικές αρχές τρίτων χωρών, κατά περίπτωση. 6. Η ΕΑΤ συμβάλλει στην προώθηση και την επίβλεψη της αποτελεσματικής, γόνιμης και συνεπούς λειτουργίας των προβλεπόμενων στο παρόν άρθρο σωμάτων εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. 7. Η ΕΑΤ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει:
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 10 Ιανουαρίου 2026. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Άρθρο 48ιζ Ενημέρωση της ΕΑΤ Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ σχετικά με τα εξής:
Η ΕΑΤ δημοσιεύει στον ιστότοπό της κατάλογο όλων των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο, αναφέροντας τα κράτη μέλη στα οποία έχουν άδεια να λειτουργούν. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ Άρθρο 48ιη Συνεργασία με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση 1. Η Ένωση μπορεί να συνάπτει συμφωνίες με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες σχετικά με τα μέσα άσκησης εποπτείας σε ενοποιημένη βάση στα ακόλουθα ιδρύματα:
2. Οι συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 αποσκοπούν ειδικότερα να εξασφαλίσουν ότι:
3. Με την επιφύλαξη του άρθρου 218 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών, εξετάζει τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και την κατάσταση που προκύπτει από αυτές. 4. Η ΕΑΤ παρέχει συνδρομή στην Επιτροπή για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. (*11) Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/61 της Επιτροπής, της 10ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την απαίτηση κάλυψης του κινδύνου ρευστότητας για τα πιστωτικά ιδρύματα (ΕΕ L 11 της 17.1.2015, σ. 1)." (*12) Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149)." (*13) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (ΕΕ L 243 της 11.9.2002, σ. 1).»·" |
14) |
στο άρθρο 53 παράγραφος 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες περιέρχονται εις γνώσιν αυτών των προσώπων, ελεγκτών ή εμπειρογνωμόνων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους μπορούν να δημοσιοποιούνται μόνο σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ώστε να μην προκύπτει η ταυτότητα του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό ή το φορολογικό δίκαιο.» · |
15) |
στο άρθρο 56, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος: «Το άρθρο 53 παράγραφος 1 και το άρθρο 54 δεν εμποδίζουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών και φορολογικών αρχών στο ίδιο κράτος μέλος σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Σε περίπτωση που οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, ανταλλάσσονται μόνο κατά τα προβλεπόμενα στην πρώτη περίοδο της παρούσας παραγράφου με τη ρητή συμφωνία των αρμοδίων αρχών που τις διαβίβασαν.» · |
16) |
τα άρθρα 65 και 66 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 65 Διοικητικές κυρώσεις, περιοδικές χρηματικές ποινές και άλλα διοικητικά μέτρα 1. Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών των αρμόδιων αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 64 της παρούσας οδηγίας και του δικαιώματος των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη ορίζουν κανόνες όσον αφορά τις διοικητικές κυρώσεις, τις περιοδικές χρηματικές ποινές και άλλα διοικητικά μέτρα όσον αφορά παραβάσεις των εθνικών διατάξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της παρούσας οδηγίας, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και των αποφάσεων που λαμβάνονται από αρμόδια αρχή με βάση τις εν λόγω διατάξεις ή τον εν λόγω κανονισμό, λαμβάνουν δε όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται η εφαρμογή τους. Οι διοικητικές κυρώσεις, οι περιοδικές χρηματικές ποινές και τα άλλα διοικητικά μέτρα έχουν αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα. 2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, σε περίπτωση παράβασης των εθνικών διατάξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της παρούσας οδηγίας, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή των αποφάσεων που λαμβάνονται από αρμόδια αρχή με βάση τις εν λόγω διατάξεις ή τον εν λόγω κανονισμό, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιβάλλουν διοικητικές κυρώσεις, περιοδικές χρηματικές ποινές και άλλα διοικητικά μέτρα στα μέλη του διοικητικού οργάνου, σε ανώτερα διοικητικά στελέχη, σε επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών, σε άλλα μέλη του προσωπικού των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στα χαρακτηριστικά κινδύνου του ιδρύματος, όπως αναφέρονται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας και σε άλλα φυσικά πρόσωπα, εφόσον φέρουν ευθύνη για την παράβαση σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. 3. Η επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να επιβάλλουν διοικητικές κυρώσεις ή άλλα διοικητικά μέτρα για την ίδια παράβαση. 4. Στις αρμόδιες αρχές παρέχονται όλες οι εξουσίες συγκέντρωσης πληροφοριών και διερεύνησης που είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων τους. Στις εν λόγω εξουσίες συμπεριλαμβάνονται:
5. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, όταν το νομικό σύστημα κράτους μέλους δεν προβλέπει επιβολή διοικητικών κυρώσεων, το παρόν άρθρο μπορεί να εφαρμόζεται κατά τρόπο ώστε η διαδικασία επιβολής κυρώσεων να κινείται από την αρμόδια αρχή και να επιβάλλεται από δικαστική αρχή, με την ταυτόχρονη διασφάλιση ότι τα εν λόγω ένδικα μέσα είναι αποτελεσματικά και έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα με τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται από τις αρμόδιες αρχές. Σε κάθε περίπτωση, οι κυρώσεις που επιβάλλονται είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο κοινοποιούν στην Επιτροπή τα μέτρα εθνικού δικαίου τα οποία θεσπίζουν σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο έως τις 10 Ιανουαρίου 2026 και, χωρίς καθυστέρηση, κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους. Άρθρο 66 Διοικητικές κυρώσεις, περιοδικές χρηματικές ποινές και άλλα διοικητικά μέτρα για παραβάσεις των απαιτήσεων για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και των απαιτήσεων για την απόκτηση ή τη διάθεση σημαντικών συμμετοχών, τις σημαντικές μεταβιβάσεις στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, τις συγχωνεύσεις ή τις διασπάσεις 1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι προβλέπονται διοικητικές κυρώσεις, περιοδικές χρηματικές ποινές και άλλα διοικητικά μέτρα στους νόμους, στους κανονισμούς και στις διοικητικές διατάξεις τους, τουλάχιστον όταν:
2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, τα μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο β), τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν υψηλότερο μέγιστο ποσό για τις περιοδικές χρηματικές ποινές ανά ημέρα παράβασης. Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο στοιχείο β), τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόσουν περιοδικές χρηματικές ποινές σε εβδομαδιαία ή μηνιαία βάση. Στην περίπτωση αυτή, το μέγιστο ποσό των περιοδικών χρηματικών ποινών που επιβάλλονται για τη σχετική εβδομαδιαία ή μηνιαία περίοδο όταν λαμβάνει χώρα παράβαση δεν υπερβαίνει το μέγιστο ποσό των περιοδικών χρηματικών ποινών που θα επιβάλλονταν σε ημερήσια βάση σύμφωνα με το εν λόγω στοιχείο για τη σχετική περίοδο. Οι περιοδικές χρηματικές ποινές μπορούν να επιβληθούν σε συγκεκριμένη ημερομηνία και να αρχίσουν να ισχύουν σε μεταγενέστερη ημερομηνία. 3. Ο συνολικός ετήσιος καθαρός κύκλος εργασιών που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) σημείο i) του παρόντος άρθρου είναι το άθροισμα των ακόλουθων στοιχείων, καθορισμένων σύμφωνα με τα παραρτήματα III και IV του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/451 της Επιτροπής (*15):
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τη βάση υπολογισμού αποτελούν οι πλέον πρόσφατες ετήσιες εποπτικές χρηματοοικονομικές πληροφορίες που παράγουν δείκτη άνω του μηδενός. Όταν το νομικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου δεν υπόκειται στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2021/451 της Επιτροπής, ο σχετικός συνολικός ετήσιος καθαρός κύκλος εργασιών είναι ο συνολικός ετήσιος καθαρός κύκλος εργασιών ή το αντίστοιχο είδος εισοδήματος σύμφωνα με το ισχύον λογιστικό πλαίσιο. Όταν η οικεία επιχείρηση ανήκει σε όμιλο, ο σχετικός συνολικός ετήσιος καθαρός κύκλος εργασιών είναι ο συνολικός ετήσιος καθαρός κύκλος εργασιών που προκύπτει από τις ενοποιημένες καταστάσεις της ανώτατης μητρικής επιχείρησης. 4. Ο μέσος ημερήσιος καθαρός κύκλος εργασιών που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) σημείο i) είναι ο συνολικός ετήσιος καθαρός κύκλος εργασιών που αναφέρεται στην παράγραφο 3 διαιρούμενος διά του 365. (*14) Κανονισμός (ΕΕ) 2022/2554 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2022, σχετικά με την ψηφιακή επιχειρησιακή ανθεκτικότητα του χρηματοοικονομικού τομέα και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 909/2014 και (ΕΕ) 2016/1011 (ΕΕ L 333 της 27.12.2022, σ. 1)." (*15) Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2021/451 της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 2020, για τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την υποβολή εποπτικών αναφορών από τα ιδρύματα και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 (ΕΕ L 97 της 19.3.2021, σ. 1).»·" |
17) |
το άρθρο 67 τροποποιείται ως εξής:
|
18) |
το άρθρο 70 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 70 Αποτελεσματική εφαρμογή διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων, και άσκηση των εξουσιών επιβολής κυρώσεων από τις αρμόδιες αρχές 1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους και του ύψους των διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση:
2. Οι αρμόδιες αρχές, κατά την άσκηση των εξουσιών τους σχετικά με την επιβολή διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων, συνεργάζονται στενά, ώστε να διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω κυρώσεις και τα εν λόγω μέτρα επιφέρουν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα βάσει της παρούσας οδηγίας. Συντονίζουν επίσης τις δράσεις τους για την πρόληψη της συσσώρευσης και της επικάλυψης κατά την επιβολή διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων σε διασυνοριακές υποθέσεις. 3. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιβάλλουν κυρώσεις σε σχέση με το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την ίδια πράξη ή παράλειψη σε περίπτωση συσσώρευσης διοικητικών και ποινικών διαδικασιών που αφορούν την ίδια παράβαση. Ωστόσο, μια τέτοια συσσώρευση διαδικασιών και κυρώσεων είναι απολύτως αναγκαία και αναλογική για την επιδίωξη διαφορετικών και συμπληρωματικών στόχων γενικού συμφέροντος. 4. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κατάλληλους μηχανισμούς για να διασφαλίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές και οι δικαστικές αρχές ενημερώνονται δεόντως και εγκαίρως, όταν διοικητική διαδικασία και ποινική διαδικασία κινούνται κατά του ίδιου φυσικού ή νομικού προσώπου που μπορεί να υπέχει ευθύνη για την ίδια συμπεριφορά και στις δύο διαδικασίες. 5. Έως τις 18 Ιουλίου 2029 η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο της επιβολής διοικητικών κυρώσεων, περιοδικών χρηματικών ποινών και άλλων διοικητικών μέτρων. Επιπλέον, η ΕΑΤ αξιολογεί οποιεσδήποτε αποκλίσεις όσον αφορά την επιβολή διοικητικών κυρώσεων μεταξύ των αρμόδιων αρχών στο εν λόγω πλαίσιο. Ειδικότερα, η ΕΑΤ αξιολογεί:
|
19) |
στο άρθρο 73, η πρώτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Τα ιδρύματα διαθέτουν κατάλληλες, αποτελεσματικές και ολοκληρωμένες στρατηγικές και διαδικασίες για την εκτίμηση και τη διατήρηση σε διαρκή βάση του ύψους, της σύνθεσης και της κατανομής των εσωτερικών κεφαλαίων που θεωρούν κατάλληλα για την κάλυψη της φύσης και του επιπέδου των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται ή ενδέχεται να εκτεθούν. Για την κάλυψη των περιβαλλοντικών, κοινωνικών και σχετικών με τη διακυβέρνηση (ΠΚΔ) κινδύνων τα ιδρύματα λαμβάνουν ρητά υπόψη τον βραχυπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα.» · |
20) |
στο άρθρο 74, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Τα ιδρύματα θεσπίζουν άρτιες ρυθμίσεις διακυβέρνησης, οι οποίες περιλαμβάνουν:
Οι πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο ε) είναι ουδέτερες ως προς το φύλο.» |
21) |
το άρθρο 76 τροποποιείται ως εξής:
|
22) |
το άρθρο 77 τροποποιείται ως εξής:
|
23) |
το άρθρο 78 τροποποιείται ως εξής:
|
24) |
στο άρθρο 79 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:
· |
25) |
το άρθρο 81 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 81 Κίνδυνος συγκέντρωσης Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι ο κίνδυνος συγκέντρωσης από ανοίγματα έναντι κάθε αντισυμβαλλομένου, περιλαμβανομένων και κεντρικών αντισυμβαλλομένων, ομάδων συνδεδεμένων αντισυμβαλλομένων και αντισυμβαλλομένων στον ίδιο οικονομικό τομέα ή γεωγραφική περιοχή, ή από την ίδια δραστηριότητα ή βασικό εμπόρευμα, ή από την εφαρμογή τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου, και ιδίως οι κίνδυνοι που συνδέονται με μεγάλα έμμεσα πιστωτικά ανοίγματα, όπως ενός μόνο εκδότη εξασφαλίσεων, αντιμετωπίζεται και ελέγχεται και με γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές και διαδικασίες. Για κρυπτοστοιχεία χωρίς ταυτοποιήσημο εκδότη, ο κίνδυνος συγκέντρωσης εξετάζεται όσον αφορά την έκθεση σε κρυπτοστοιχεία με παρόμοια χαρακτηριστικά.» |
26) |
στο άρθρο 83, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος: «4. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα διενεργούν εκ των προτέρων αξιολόγηση οποιουδήποτε ανοίγματος σε κρυπτοστοιχεία προτίθενται να αναλάβουν και της επάρκειας των υφιστάμενων διεργασιών και διαδικασιών για τη διαχείριση του κινδύνου αγοράς, και υποβάλλουν εκθέσεις σχετικά με τις εν λόγω αξιολογήσεις στην αρμόδια αρχή τους.» |
27) |
στο άρθρο 85, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα εφαρμόζουν πολιτικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση και τη διαχείριση των ανοιγμάτων σε λειτουργικό κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που προκύπτουν από ρυθμίσεις εξωτερικής ανάθεσης και άμεσα και έμμεσα ανοίγματα σε κρυπτοστοιχεία και σε παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, και για την κάλυψη του κινδύνου που απορρέει από γεγονότα με χαμηλή συχνότητα και σοβαρές επιπτώσεις. Τα ιδρύματα διατυπώνουν με σαφήνεια τι συνιστά λειτουργικό κίνδυνο για τους σκοπούς των εν λόγω πολιτικών και διαδικασιών.» |
28) |
προστίθεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 87α Περιβαλλοντικοί, κοινωνικοί και σχετικοί με τη διακυβέρνηση κίνδυνοι 1. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα διαθέτουν, στο πλαίσιο των ρυθμίσεων διακυβέρνησής τους, συμπεριλαμβανομένου του πλαισίου διαχείρισης κινδύνων που απαιτείται βάσει του άρθρου 74 παράγραφος 1, άρτιες στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και άρτια συστήματα για τον εντοπισμό, τη μέτρηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση των ΠΚΔ κινδύνων βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. 2. Οι στρατηγικές, οι πολιτικές, οι διαδικασίες και τα συστήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι αναλογικά προς την κλίμακα, τη φύση και την πολυπλοκότητα των ΠΚΔ κινδύνων του επιχειρηματικού μοντέλου και του εύρους των δραστηριοτήτων του ιδρύματος, και λαμβάνουν υπόψη τον βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο και τον μακροπρόθεσμο ορίζοντα τουλάχιστον 10 ετών. 3. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα ελέγχουν την ανθεκτικότητά τους ως προς τις μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις των ΠΚΔ παραγόντων, τόσο βάσει βασικών σεναρίων όσο και βάσει δυσμενών σεναρίων εντός δεδομένου χρονικού πλαισίου, αρχής γενομένης από τους παράγοντες που συνδέονται με το κλίμα. Για τέτοιες δοκιμές ανθεκτικότητας, οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα περιλαμβάνουν σειρά ΠΚΔ σεναρίων που αντικατοπτρίζουν τις πιθανές επιπτώσεις των περιβαλλοντικών και κοινωνικών αλλαγών και των συναφών δημόσιων πολιτικών στο μακροπρόθεσμο επιχειρηματικό περιβάλλον. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι, κατά τη διαδικασία δοκιμών ανθεκτικότητας, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν αξιόπιστα σενάρια, με βάση τα σενάρια που εκπονούν διεθνείς οργανισμοί. 4. Οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν και παρακολουθούν την εξέλιξη των πρακτικών των ιδρυμάτων όσον αφορά τις ΠΚΔ στρατηγικές τους και τη διαχείριση κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων των σχεδίων που περιλαμβάνουν ποσοτικώς προσδιορίσιμους στόχους και διαδικασίες για την παρακολούθηση και την αντιμετώπιση των ΠΚΔ κινδύνων που προκύπτουν βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, που καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 76 παράγραφος 2. Αυτή η αξιολόγηση λαμβάνει υπόψη την προσφορά προϊόντων που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα των ιδρυμάτων, τις πολιτικές τους για τη χρηματοδότηση της μετάβασης, τις σχετικές πολιτικές χορήγησης δανείων, καθώς και στόχους και όρια που σχετίζονται με ΠΚΔ. Οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν την αξιοπιστία των εν λόγω σχεδίων στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης. Κατά περίπτωση, για την αξιολόγηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να συνεργάζονται με αρχές ή δημόσιους φορείς που έχουν επιφορτιστεί με την κλιματική αλλαγή και την περιβαλλοντική εποπτεία. 5. Έως τις 10 Ιανουαρίου 2026, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για να προσδιορίσει:
Κατά περίπτωση, οι μεθοδολογίες και οι παραδοχές που υποστηρίζουν τους στόχους, τις δεσμεύσεις και τις στρατηγικές αποφάσεις που δημοσιοποιούνται από το περιεχόμενο των σχεδίων που αναφέρονται στο άρθρο 19α ή 29α της οδηγίας 2013/34/ΕΕ, ή άλλα σχετικά πλαίσια δημοσιοποίησης και δέουσας επιμέλειας, συνάδουν με τα κριτήρια, τις μεθοδολογίες και τους στόχους που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, καθώς και με τις παραδοχές και τις δεσμεύσεις που περιλαμβάνονται στα εν λόγω σχέδια. Η ΕΑΤ επικαιροποιεί τακτικά τις κατευθυντήριες γραμμές που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, ώστε να αντικατοπτρίζουν την πρόοδο που έχει σημειωθεί όσον αφορά τη μέτρηση και τη διαχείριση ΠΚΔ κινδύνων, καθώς και την εξέλιξη των κανονιστικών στόχων της Ένωσης για τη βιωσιμότητα.» |
29) |
το άρθρο 88 τροποποιείται ως εξής:
|
30) |
το άρθρο 91 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 91 Διοικητικό όργανο και αξιολόγηση καταλληλότητας 1. Τα ιδρύματα και οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, καθώς και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, που έχουν λάβει έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α παράγραφος 1 (“οντότητες”), έχουν την πρωταρχική ευθύνη να διασφαλίζουν ότι τα μέλη του διοικητικού οργάνου έχουν ανά πάσα στιγμή επαρκώς καλή φήμη, ενεργούν με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση, και διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, καθώς και ότι πληρούν τα κριτήρια και τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 6 του παρόντος άρθρου, εξαιρουμένων των περιπτώσεων των προσωρινών διαχειριστών που διορίζονται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και των ειδικών διαχειριστών που διορίζονται από τις αρχές εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας. Η απουσία ποινικής καταδίκης ή εν εξελίξει διώξεων για ποινικό αδίκημα δεν αρκεί αφ’ εαυτής για την εκπλήρωση της απαίτησης περί καλής φήμης, ειλικρίνειας και ακεραιότητας. 1α. Οι οντότητες διασφαλίζουν ότι τα μέλη του διοικητικού οργάνου εκπληρώνουν ανά πάσα στιγμή τα κριτήρια και τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 6 και αξιολογούν την καταλληλότητα των μελών του διοικητικού οργάνου λαμβάνοντας υπόψη τις εποπτικές προσδοκίες πριν αναλάβουν την θέση τους και περιοδικά, όπως ορίζονται στους ισχύοντες νόμους και κανονισμούς, στις κατευθυντήριες γραμμές και στις εσωτερικές πολιτικές καταλληλότητας. Ωστόσο, όταν η πλειοψηφία των μελών του διοικητικού οργάνου πρόκειται να αντικατασταθεί ταυτόχρονα από νεοδιορισθέντα μέλη και η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου θα οδηγούσε σε μια κατάσταση όπου η αξιολόγηση της καταλληλότητας των νέων μελών θα διενεργούνταν από τα απερχόμενα μέλη, τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέψουν τη διενέργεια της αξιολόγησης αφού τα νεοδιορισθέντα μέλη αναλάβουν την θέση τους. Κατά την υποβολή της αίτησης στην αρμόδια αρχή, σύμφωνα με την παράγραφο 1στ, η οντότητα επιβεβαιώνει επίσης ότι οι εν λόγω προϋποθέσεις υφίστανται. 1β. Όταν οι οντότητες συμπεραίνουν, βάσει της εσωτερικής αξιολόγησης καταλληλότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 1α, ότι το οικείο μέλος ή το οικείο επίδοξο μέλος δεν πληροί τα κριτήρια και τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1, οι οντότητες:
1γ. Οι οντότητες διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες σχετικά με την καταλληλότητα των μελών του διοικητικού οργάνου παραμένουν επικαιροποιημένες. Οι οντότητες παρέχουν, κατόπιν αιτήματος, τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή με τα μέσα που καθορίζει η αρμόδια αρχή. 1δ. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν τουλάχιστον ότι, για τις κάτωθι οντότητες, η αρμόδια αρχή λαμβάνει αίτηση περί καταλληλότητας χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και αμέσως μόλις υπάρξει σαφής πρόθεση διορισμού ενός μέλους του διοικητικού οργάνου με διοικητική αρμοδιότητα ή του προέδρου του διοικητικού οργάνου με εποπτική αρμοδιότητα και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο 30 εργάσιμες ημέρες πριν από την ανάληψη των καθηκόντων των υποψήφιων μελών:
1ε. Η αίτηση περί καταλληλότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 1δ συνοδεύεται από:
Οι οντότητες υποβάλλουν την αίτηση περί καταλληλότητας και τα συνοδευτικά έγγραφα στην αρμόδια αρχή με τα μέσα που καθορίζει η αρμόδια αρχή. Όταν μια αρμόδια αρχή δεν διαθέτει επαρκείς πληροφορίες για να διενεργήσει την αξιολόγηση καταλληλότητας με βάση τα στοιχεία που απαριθμούνται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, μπορεί να ζητήσει από το επίδοξο μέλος να μην αναλάβει τη θέση πριν παρασχεθούν οι απαιτούμενες πληροφορίες, εκτός εάν η αρμόδια αρχή έχει πεισθεί ότι είναι αδύνατη η παροχή των εν λόγω πληροφοριών. Όταν η αρμόδια αρχή διατηρεί επιφυλάξεις σχετικά με το κατά πόσον το επίδοξο μέλος πληροί τα κριτήρια και τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 6 του παρόντος άρθρου, προβαίνει σε ενισχυμένο διάλογο με το ίδρυμα για να αντιμετωπιστούν οι επιφυλάξεις που έχουν εντοπιστεί, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το επίδοξο μέλος είναι ή θα καταστεί κατάλληλο κατά την ανάληψη των καθηκόντων. Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για να διευκρινίσει τον τρόπο διεξαγωγής του ενισχυμένου διαλόγου για την αντιμετώπιση των επιφυλάξεων σχετικά με την καταλληλότητα. 1στ. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν κατά πόσον τα μέλη του διοικητικού οργάνου πληρούν ανά πάσα στιγμή τα κριτήρια και τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 6. Οι οντότητες υποβάλλουν στην αρμόδια αρχή την αίτηση περί καταλληλότητας και άλλες πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μελών του διοικητικού τους οργάνου με μέσα που καθορίζονται από την αρμόδια αρχή. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ζητούν συμπληρωματικές πληροφορίες ή τεκμηρίωση, συμπεριλαμβανομένων συνεντεύξεων ή ακροάσεων. 1ζ. Οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ειδικότερα αν τα κριτήρια και οι απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 6 του παρόντος άρθρου εξακολουθούν να πληρούνται όταν έχουν βάσιμους λόγους υπόνοιας ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί, επιχειρείται ή έχει επιχειρηθεί να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, ή υπάρχει αυξημένος τέτοιου είδους κίνδυνος σε σχέση με την οντότητα. 1η. Όταν τα μέλη του διοικητικού οργάνου δεν πληρούν ανά πάσα στιγμή τα κριτήρια και τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 6, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες ώστε:
Μόλις γίνουν γνωστά νέα γεγονότα ή άλλες περιστάσεις που ενδέχεται να επηρεάσουν την καταλληλότητα των μελών του διοικητικού οργάνου, οι οντότητες επαναξιολογούν την καταλληλότητα των μελών αυτών και ενημερώνουν την αρμόδια αρχή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Όταν η αρμόδια αρχή αντιληφθεί ότι οι σχετικές πληροφορίες όσον αφορά την καταλληλότητα των μελών του διοικητικού οργάνου έχουν μεταβληθεί και ότι η μεταβολή αυτή θα μπορούσε να επηρεάσει την καταλληλότητα των οικείων μελών, η αρμόδια αρχή επαναξιολογεί την καταλληλότητά τους. Οι αρμόδιες αρχές δεν υποχρεούνται να επαναξιολογούν την καταλληλότητα των μελών του διοικητικού οργάνου κατά την ανανέωση της θητείας τους, εκτός εάν έχουν μεταβληθεί σχετικές πληροφορίες που είναι γνωστές στις αρμόδιες αρχές και η εν λόγω μεταβολή ενδέχεται να επηρεάσει την καταλληλότητα του οικείου μέλους. 1θ. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ζητούν από την αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849, να συμβουλεύονται, στο πλαίσιο των επαληθεύσεών τους και με γνώμονα τον κίνδυνο, τις σχετικές πληροφορίες όσον αφορά τα μέλη του διοικητικού οργάνου. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να ζητήσουν πρόσβαση στην κεντρική βάση δεδομένων ΚΞΧ/ΧΤ που αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1620 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*19). Η Αρχή για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συστάθηκε με τον εν λόγω κανονισμό αποφασίζει αν θα χορηγήσει την εν λόγω πρόσβαση. 1ι. Τουλάχιστον όσον αφορά τον διορισμό οποιουδήποτε μέλους του διοικητικού οργάνου σε θέση στις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1δ, οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν δεόντως το ενδεχόμενο καθορισμού μέγιστης περιόδου για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης καταλληλότητας. Η εν λόγω μέγιστη περίοδος μπορεί να παραταθεί, εάν κριθεί σκόπιμο. 2. Κάθε μέλος του διοικητικού οργάνου πρέπει να αφιερώνει επαρκή χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων του στις οντότητες. 2α. Κάθε μέλος του διοικητικού οργάνου διαθέτει καλή φήμη, ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση, ώστε να αξιολογεί και να αμφισβητεί αποτελεσματικά τις αποφάσεις του διοικητικού οργάνου, όποτε αυτό χρειάζεται και να επιβλέπει και να παρακολουθεί αποτελεσματικά τη λήψη των αποφάσεων από τη διοίκηση. Η ιδιότητα μέλους του διοικητικού οργάνου πιστωτικού ιδρύματος το οποίο συνδέεται κατά τρόπο μόνιμο με κεντρικό οργανισμό δεν συνιστά από μόνη της εμπόδιο για να ενεργεί κανείς με ανεξάρτητη βούληση. 2β. Το διοικητικό όργανο διαθέτει επαρκείς συλλογικές γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία, ώστε να μπορεί να κατανοεί τις δραστηριότητες της οντότητας, καθώς και τους συναφείς κινδύνους στους οποίους εκτίθεται, και τους αντίκτυπους που δημιουργεί βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, λαμβάνοντας υπόψη τους ΠΚΔ παράγοντες. Η συνολική σύνθεση του διοικητικού οργάνου είναι επαρκώς διαφοροποιημένη ώστε να αποτυπώνει ένα ικανοποιητικά ευρύ φάσμα εμπειριών. 3. Στον αριθμό των θέσεων σε διοικητικά συμβούλια που ένα μέλος του διοικητικού οργάνου μπορεί να κατέχει ταυτόχρονα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες και η φύση, το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της οντότητας. Με εξαίρεση όταν μέλη του διοικητικού οργάνου εκπροσωπούν τα συμφέροντα ενός κράτους μέλους, τα μέλη του διοικητικού οργάνου οντότητας η οποία είναι σημαντική από πλευράς του μεγέθους της, της εσωτερικής της οργάνωσης και της φύσης, του εύρους και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων της δεν κατέχουν, από την 1η Ιουλίου 2014, περισσότερες από μία από τον ακόλουθο συνδυασμό θέσεων σε διοικητικά συμβούλια ταυτόχρονα:
4. Για τους σκοπούς της παραγράφου 3, τα ακόλουθα υπολογίζονται ως μία θέση διοικητικού συμβουλίου:
Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου πρώτο εδάφιο στοιχείο α), ως όμιλος νοείται ένας όμιλος επιχειρήσεων που συνδέονται μεταξύ τους, όπως περιγράφεται στο άρθρο 22 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ, ή ένας όμιλος επιχειρήσεων που είναι θυγατρικές της ίδιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών. 5. Οι θέσεις μέλους διοικητικού συμβουλίου σε οργανώσεις που δεν επιδιώκουν πρωτίστως εμπορικούς στόχους δεν λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς της παραγράφου 3. 6. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέπουν σε μέλη του διοικητικού οργάνου να διατηρούν μια πρόσθετη θέση μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου. 7. Οι οντότητες αφιερώνουν επαρκές προσωπικό και οικονομικούς πόρους για την εισαγωγική κατάρτιση και εκπαίδευση των μελών του διοικητικού οργάνου, μεταξύ άλλων όσον αφορά τους κινδύνους και αντικτύπους ΠΚΔ και τους κινδύνους ΤΠΕ, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 52γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. 8. Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τις οντότητες και τις αντίστοιχες επιτροπές ανάδειξης υποψηφίων, εάν έχουν συσταθεί, να εξασφαλίζουν ευρύ φάσμα προσόντων και δεξιοτήτων κατά την πρόσληψη μελών και να προωθούν αναλογικά την ποικιλότητα και την ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων στο διοικητικό όργανο. Προς τον σκοπό αυτό, οι οντότητες θέτουν σε εφαρμογή μια πολιτική που προάγει την ποικιλότητα στο διοικητικό όργανο. 9. Οι αρμόδιες αρχές συλλέγουν τις πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 435 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και χρησιμοποιούν αυτές τις πληροφορίες για τη συγκριτική αξιολόγηση των πρακτικών ποικιλότητας. Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν αυτές τις πληροφορίες στην ΕΑΤ. Η ΕΑΤ χρησιμοποιεί αυτές τις πληροφορίες για τη συγκριτική αξιολόγηση των πρακτικών ποικιλότητας σε επίπεδο Ένωσης. 10. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και του άρθρου 91α, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τις οντότητες που απαριθμούνται στην παράγραφο 1δ του παρόντος άρθρου, προκειμένου να προσδιοριστεί περαιτέρω το ελάχιστο περιεχόμενο του ερωτηματολογίου περί καταλληλότητας, του βιογραφικού σημειώματος και της εσωτερικής αξιολόγησης καταλληλότητας που πρέπει να υποβάλλονται στις αρμόδιες αρχές για τη διενέργεια της αξιολόγησης καταλληλότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 1στ του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 91α παράγραφος 5. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι καταρτίζονται κατάλληλα πρότυπα για οντότητες άλλες από εκείνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1δ του παρόντος άρθρου. Η ΕΑΤ υποβάλλει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στην Επιτροπή έως τις 10 Ιουλίου 2026. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. 11. Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σχετικά με τα εξής:
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο στ), η ΕΑΤ συνεργάζεται στενά με την ΕΑΚΑΑ και με την Αρχή για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. 12. Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2029, η ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με την ΕΚΤ, επανεξετάζει και υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή των παραγράφων 1δ έως 1ι και σχετικά με την αποτελεσματικότητά τους όσον αφορά τη διασφάλιση ότι το πλαίσιο καταλληλότητας ενδείκνυται για τον επιδιωκόμενο σκοπό, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας. Η ΕΑΤ διαβιβάζει την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Με βάση την εν λόγω έκθεση, η Επιτροπή υποβάλλει νομοθετική πρόταση, εάν κριθεί σκόπιμο. 13. Το παρόν άρθρο και το άρθρο 91α δεν θίγουν τις διατάξεις των κρατών μελών σχετικά με την εκπροσώπηση των εργαζομένων στο διοικητικό όργανο. 14. Το παρόν άρθρο και το άρθρο 91α ισχύουν με την επιφύλαξη των διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με τον διορισμό μελών του διοικητικού οργάνου με εποπτική αρμοδιότητα από περιφερειακά ή τοπικά εκλεγμένα όργανα ή σχετικά με διορισμούς, όταν το διοικητικό όργανο δεν έχει καμία αρμοδιότητα στη διαδικασία επιλογής και διορισμού των μελών του. Στις περιπτώσεις αυτές, θεσπίζονται κατάλληλες εγγυήσεις για τη διασφάλιση της καταλληλότητας των εν λόγω μελών του διοικητικού οργάνου.». (*19) Κανονισμός (ΕΕ) 2024/1620 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2024, σχετικά με τη σύσταση της αρχής για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L, 2024/1620, 19.6.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2024/1620/oj)·" |
31) |
προστίθεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 91α Επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών και αξιολόγηση καταλληλότητας 1. Οι οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 91 παράγραφος 1 έχουν την πρωταρχική ευθύνη να διασφαλίζουν ότι οι επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών έχουν ανά πάσα στιγμή επαρκώς καλή φήμη, ενεργούν με ειλικρίνεια και ακεραιότητα και διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και την απαιτούμενη εμπειρία για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η απουσία ποινικής καταδίκης ή εν εξελίξει διώξεων για ποινικό αδίκημα δεν αρκεί αφ’ εαυτής για την εκπλήρωση της απαίτησης περί καλής φήμης, ειλικρίνειας και ακεραιότητας. 2. Οι οντότητες διασφαλίζουν ότι οι επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών εκπληρώνουν ανά πάσα στιγμή τα κριτήρια και τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 και αξιολογούν την καταλληλότητα των επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών πριν αναλάβουν τις θέσεις τους και περιοδικά, λαμβάνοντας υπόψη τις εποπτικές προσδοκίες, όπως ορίζονται στους ισχύοντες νόμους και κανονισμούς, στις κατευθυντήριες γραμμές και στις εσωτερικές πολιτικές καταλληλότητας.. 3. Όταν οι οντότητες, με βάση την εσωτερική αξιολόγηση καταλληλότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 2, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ένα πρόσωπο δεν πληροί τα κριτήρια και τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1, τότε οι οντότητες,
Οι οντότητες λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την ορθή λειτουργία της θέσης ενός επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών, μεταξύ άλλων με την αντικατάσταση του επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών, εάν το εν λόγω πρόσωπο δεν πληροί πλέον τα κριτήρια και τις απαιτήσεις καταλληλότητας. 4. Οι οντότητες διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες σχετικά με την καταλληλότητα των επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών παραμένουν επικαιροποιημένες. Οι οντότητες παρέχουν, κατόπιν αιτήματος, τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή με τα μέσα που καθορίζονται από την αρμόδια αρχή. 5. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν ότι οι επικεφαλής των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου και ο ανώτερος οικονομικός διευθυντής πληρούν ανά πάσα στιγμή τα κριτήρια και τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1, όταν οι εν λόγω επικεφαλής ή ο διευθυντής διορίζονται για ρόλους τουλάχιστον στις ακόλουθες οντότητες:
6. Όταν οι επικεφαλής των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου και ο ανώτερος οικονομικός διευθυντής δεν πληρούν ανά πάσα στιγμή τα κριτήρια και τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες ώστε:
Μόλις γίνουν γνωστά νέα γεγονότα ή άλλες περιστάσεις που ενδέχεται να επηρεάσουν την καταλληλότητα των επικεφαλής των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου και του ανώτερου οικονομικού διευθυντή, οι οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 5 επαναξιολογούν την καταλληλότητα των εν λόγω επικεφαλής και του εν λόγω διευθυντή και ενημερώνουν σχετικά την αρμόδια αρχή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Όταν η αρμόδια αρχή αντιληφθεί ότι οι σχετικές πληροφορίες όσον αφορά την καταλληλότητα των επικεφαλής των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου και του ανώτερου οικονομικού διευθυντή έχουν μεταβληθεί και ότι η μεταβολή αυτή θα μπορούσε να επηρεάσει την καταλληλότητα των οικείων επικεφαλής ή του οικείου διευθυντή, η αρμόδια αρχή επαναξιολογεί την καταλληλότητά τους. Οι αρμόδιες αρχές δεν υποχρεούνται να επαναξιολογούν την καταλληλότητα των εν λόγω επικεφαλής ή του εν λόγω διευθυντή κατά την ανανέωση ή την παράταση της θητείας τους, εκτός εάν έχουν μεταβληθεί σχετικές πληροφορίες που είναι γνωστές στις αρμόδιες αρχές και η εν λόγω μεταβολή ενδέχεται να επηρεάσει την καταλληλότητα των εν λόγω επικεφαλής ή του εν λόγω διευθυντή. Τουλάχιστον όσον αφορά τον διορισμό των εν λόγω επικεφαλής των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου και του εν λόγω ανώτερου οικονομικού διευθυντή σε θέσεις στις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 5, οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν δεόντως το ενδεχόμενο καθορισμού μέγιστης περιόδου για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης καταλληλότητας. Η εν λόγω μέγιστη περίοδος μπορεί να παραταθεί, εάν κριθεί σκόπιμο. 7. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ζητούν από την αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 να συμβουλεύονται, στο πλαίσιο των επαληθεύσεών τους και με γνώμονα τον κίνδυνο, τις σχετικές πληροφορίες όσον αφορά τους επικεφαλής των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου και τον ανώτερο οικονομικό διευθυντή. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να ζητήσουν πρόσβαση στην κεντρική βάση δεδομένων ΚΞΧ/ΧΤ που αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1620. Η Αρχή για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας αποφασίζει εάν θα χορηγήσει την εν λόγω πρόσβαση. 8. Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σχετικά με τα εξής:
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, στοιχείο γ), η ΕΑΤ συνεργάζεται στενά με την ΕΑΚΑΑ και με την Αρχή για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.» |
32) |
το άρθρο 92 τροποποιείται ως εξής:
|
33) |
το άρθρο 94 τροποποιείται ως εξής:
|
34) |
στο άρθρο 97 παράγραφος 4, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Κατά τη διενέργεια της εξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν την αρχή της αναλογικότητας σύμφωνα με τα κριτήρια που δημοσιοποιούνται δυνάμει του άρθρου 143 παράγραφος 1 στοιχείο γ). Ειδικότερα, για τον σκοπό της διενέργειας της εξέτασης και της αξιολόγησης ενός ιδρύματος, η αρμόδια αρχή μπορεί να εξετάσει κατά πόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
|
35) |
το άρθρο 98 τροποποιείται ως εξής:
|
36) |
στο άρθρο 100 προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι: «3. Τα ιδρύματα και τα τρίτα μέρη που ενεργούν με συμβουλευτικό ρόλο στα ιδρύματα στο πλαίσιο ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων απέχουν από δραστηριότητες που μπορούν να βλάψουν μια προσομοίωση ακραίων καταστάσεων, όπως η συγκριτική αξιολόγηση, η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους, οι συμφωνίες για κοινή συμπεριφορά ή η βελτιστοποίηση των στοιχείων που υποβάλλουν για τις προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων. Με την επιφύλαξη άλλων σχετικών διατάξεων της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν όλες τις εξουσίες συλλογής πληροφοριών και διεξαγωγής ερευνών που είναι αναγκαίες για τον εντοπισμό των εν λόγω δραστηριοτήτων. 4. Η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής του άρθρου 54 των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, καταρτίζουν κατευθυντήριες γραμμές για να διασφαλίσουν ότι η συνοχή, οι μακροπρόθεσμες παράμετροι και τα κοινά πρότυπα για τις μεθοδολογίες αξιολόγησης ενσωματώνονται στις προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων για κινδύνους ΠΚΔ. Η Μεικτή Επιτροπή δημοσιεύει τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές έως τις 10 Ιανουαρίου 2026. Η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ διερευνούν, μέσω της εν λόγω Μεικτής Επιτροπής, με ποιους τρόπους οι κοινωνικοί και οι σχετικοί με τη διακυβέρνηση κίνδυνοι μπορούν να ενσωματωθούν στις προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων.» |
37) |
στο άρθρο 101, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «3. Εάν, για μονάδα διαπραγμάτευσης που χρησιμοποιεί εσωτερικό υπόδειγμα κινδύνου αγοράς, από τα αποτελέσματα του δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου ή από τον έλεγχο καταλογισμού κερδών και ζημιών προκύπτει ότι το υπόδειγμα δεν είναι πλέον επαρκώς ακριβές, οι αρμόδιες αρχές επανεξετάζουν τους όρους για τη χορήγηση άδειας χρήσης του εσωτερικού υποδείγματος ή επιβάλλουν κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσουν την ταχεία βελτίωση του υποδείγματος.» |
38) |
το άρθρο 104 τροποποιείται ως εξής:
|
39) |
το άρθρο 104α τροποποιείται ως εξής:
|
40) |
στο άρθρο 104β παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος: «4α. Όταν ένα ίδρυμα δεσμεύεται από το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων, η αρμόδια αρχή του μπορεί να επανεξετάσει την καθοδήγησή της ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που ανακοινώθηκε στο εν λόγω ίδρυμα, ώστε να διασφαλιστεί ότι η βαθμονόμησή του παραμένει κατάλληλη.» |
41) |
στο άρθρο 106, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Τα κράτη μέλη εξουσιοδοτούν τις αρμόδιες αρχές να:
Έως τις 10 Ιουλίου 2025, η ΕΑΤ, έχοντας λάβει υπόψη το όγδοο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για να προσδιορίσει περαιτέρω τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.» |
42) |
στον τίτλο VII, κεφάλαιο 3, παρεμβάλλεται το ακόλουθο τμήμα πριν από το τμήμα Ι: «ΤΜΗΜΑ Ι Εφαρμογή του παρόντος κεφαλαίου σε ομίλους επιχειρήσεων επενδύσεων Άρθρο 110α Πεδίο εφαρμογής σε ομίλους επιχειρήσεων επενδύσεων Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται σε ομίλους επιχειρήσεων επενδύσεων, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 25 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, όταν τουλάχιστον μία επιχείρηση επενδύσεων στον εν λόγω όμιλο υπόκειται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2 ή 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033. Το παρόν κεφάλαιο δεν εφαρμόζεται σε ομίλους επιχειρήσεων επενδύσεων όταν καμία επιχείρηση επενδύσεων στον εν λόγω όμιλο δεν υπόκειται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2 ή 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.» |
43) |
το άρθρο 121 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 121 Επάρκεια των μελών του διοικητικού οργάνου Τα κράτη μέλη απαιτούν τα μέλη του διοικητικού οργάνου μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, εκτός από εκείνες που έχουν λάβει έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α παράγραφος 1, να έχουν επαρκώς καλή φήμη και επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία, όπως αναφέρεται στο άρθρο 91 παράγραφος 1, για την άσκηση των καθηκόντων τους, λαμβανομένου υπόψη του ειδικού ρόλου μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών. Οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών φέρουν την πρωταρχική ευθύνη για την διασφάλιση της καταλληλότητας των μελών του διοικητικού οργάνου τους.» |
44) |
το άρθρο 131 τροποποιείται ως εξής:
|
45) |
το άρθρο 133 τροποποιείται ως εξής:
|
46) |
το άρθρο 142 τροποποιείται ως εξής:
|
47) |
το άρθρο 161 τροποποιείται ως εξής:
|
Άρθρο 2
Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο
1. Τα κράτη μέλη εγκρίνουν και δημοσιεύουν, έως τις 10 Ιανουαρίου 2026, τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.
Εφαρμόζουν τα εν λόγω μέτρα από τις 11 Ιανουαρίου 2026.
Ωστόσο, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωση με τις τροποποιήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 σημεία (9) και (13), από τις 11 Ιανουρίου 2027.
Κατά παρέκκλιση από το τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωση με τις τροποποιήσεις που ορίζονται στο άρθρο 1 σημείο 13) της παρούσας οδηγίας όσον αφορά τα άρθρα 48ια και 48ιβ της οδηγίας 2013/36/ΕΕ από τις 11 Ιανουαρίου 2026, και με τις τροποποιήσεις που ορίζονται στο άρθρο 1 σημείο 9) της παρούσας οδηγίας όσον αφορά το άρθρο 21γ παράγραφος 5 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ από τις 11 Ιουλίου 2026.
Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα εν λόγω μέτρα, αυτά περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η παραπομπή αυτή καθορίζεται από τα κράτη μέλη.
2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών μέτρων εθνικού δικαίου τα οποία θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.
Άρθρο 3
Έναρξη ισχύος και εφαρμογή
Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το άρθρο 1 σημείο 44) στοιχείο γ) και το σημείο 45) στοιχείο γ) εφαρμόζονται από τις 29 Ιουλίου 2024.
Άρθρο 4
Αποδέκτες
Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.
Βρυξέλλες, 31 Μαΐου 2024.
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
H Πρόεδρος
R. METSOLA
Για το Συμβούλιο
H Πρόεδρος
H. LAHBIB
(1) ΕΕ C 248 της 30.6.2022, σ. 87.
(2) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Απριλίου 2024 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 2024.
(3) Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).
(4) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).
(5) Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).
(6) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).
(7) Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).
(8) Οδηγία (ΕΕ) 2019/878 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου (ΕΕ L 150 της 7.6.2019, σ. 253).
(9) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).
(10) Οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, σχετικά με ορισμένες πτυχές του εταιρικού δικαίου (ΕΕ L 169 της 30.6.2017, σ. 46).
(11) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).
(12) Κανονισμός (ΕΕ) 2019/876 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τον δείκτη μόχλευσης, τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, τον κίνδυνο αγοράς, τα ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων, τα ανοίγματα έναντι οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα και τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών και δημοσιοποίησης, καθώς και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 150 της 7.6.2019, σ. 1).
(13) ΕΕ L 282 της 19.10.2016, σ. 4.
(14) Κανονισμός (ΕΕ) 2021/1119 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 2021, για τη θέσπιση πλαισίου με στόχο την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 401/2009 και (ΕΕ) 2018/1999 («ευρωπαϊκό νομοθέτημα για το κλίμα») (ΕΕ L 243 της 9.7.2021, σ. 1).
(15) Οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/EOK και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).
(16) Κανονισμός (ΕΕ) 2021/240 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 2021, για τη θέσπιση Μέσου Τεχνικής Υποστήριξης (ΕΕ L 57 της 18.2.2021, σ. 1).
(17) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48).
(18) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).
(19) Κανονισμός (ΕΕ) 2024/1620 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2024, σχετικά με τη σύσταση της αρχής για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L, 2024/1620, 19.6.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2024/1620/oj).
ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2024/1619/oj
ISSN 1977-0669 (electronic edition)