European flag

Επίσημη Εφημερίδα
της Ευρωπαϊκής Ένωσης

EL

Σειρά L


2024/1619

19.6.2024

ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2024/… ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 31ης Μαΐου 2024

για την τροποποίηση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εποπτικές εξουσίες, τις κυρώσεις, τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών και τους περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και σχετικούς με τη διακυβέρνηση κινδύνους

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 53 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σκοπός των τροποποιήσεων της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) σε σχέση με τις εποπτικές εξουσίες, τις κυρώσεις, τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών, και τους περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και σχετικούς με τη διακυβέρνηση (ΠΚΔ) κινδύνους, είναι η περαιτέρω εναρμόνιση του πλαισίου τραπεζικής εποπτείας και, τελικά, η εμβάθυνση της τραπεζικής εσωτερικής αγοράς. Επιδίωξη των αρμόδιων αρχών θα πρέπει να είναι η διασφάλιση της εφαρμογής του εποπτικού πλαισίου στα ιδρύματα, όπως ορίζονται στην εν λόγω οδηγία, με αναλογικό τρόπο και, ειδικότερα, θα πρέπει να επιδιώξουν τη μείωση του κόστους συμμόρφωσης και υποβολής αναφορών για τα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα στο μέτρο του δυνατού, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των συστάσεων που διατυπώνονται στην έκθεση με τίτλο «Study of the cost of compliance with supervisory reporting requirements» (Μελέτη του κόστους συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις υποβολής εποπτικών αναφορών) που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (ΕΑΤ), η οποία συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) το 2021, με στόχο τη μείωση του κόστους υποβολής αναφορών κατά μέσο όρο 10 % έως 20 %.

(2)

Οι αρμόδιες αρχές, τα μέλη του προσωπικού τους και τα μέλη των οργάνων διακυβέρνησής τους θα πρέπει να είναι ανεξάρτητα και απαλλαγμένα από πολιτικές και οικονομικές επιρροές. Οι κίνδυνοι σύγκρουσης συμφερόντων υπονομεύουν την ακεραιότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης και βλάπτουν τον στόχο της ολοκληρωμένης τραπεζικής ένωσης και ένωσης κεφαλαιαγορών. Η οδηγία 2013/36/ΕΕ θα πρέπει να θεσπίσει λεπτομερέστερες διατάξεις προκειμένου τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των μελών του προσωπικού τους και των μελών των οργάνων διακυβέρνησής τους, ενεργούν με ανεξάρτητο και αντικειμενικό τρόπο. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να οριστούν ελάχιστες απαιτήσεις για την πρόληψη των συγκρούσεων συμφερόντων και τον περιορισμό της μεταπήδησης από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα, προβλέποντας ιδίως, για περιόδους αναμονής, απαγόρευση των μέσων διαπραγμάτευσης που εκδίδονται από εποπτευόμενες οντότητες και μέγιστη περίοδο θητείας όσον αφορά τα σχετικά μέλη των οργάνων διακυβέρνησης. Η ΕΑΤ θα πρέπει να εκδίδει προς τις αρμόδιες αρχές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την πρόληψη της σύγκρουσης συμφερόντων, οι οποίες βασίζονται σε διεθνείς βέλτιστες πρακτικές.

(3)

Τα μέλη του προσωπικού και του οργάνου διακυβέρνησης της αρμόδιας αρχής τα οποία υπόκεινται σε περιόδους αναμονής, θα πρέπει να δικαιούνται κατάλληλη αποζημίωση, σκοπός της οποίας θα πρέπει να είναι η αποζημίωση για την αδυναμία τους να αναλάβουν εργασία, για ορισμένο χρονικό διάστημα, σε οντότητες σχετικά με τις οποίες ισχύουν οι εν λόγω περιορισμοί αναμονής. Η αποζημίωση θα πρέπει να είναι ανάλογη προς τη διάρκεια της σχετικής περιόδου αναμονής και η μορφή της θα πρέπει να αποφασίζεται από κάθε κράτος μέλος.

(4)

Οι επόπτες θα πρέπει να ενεργούν με τη μέγιστη δυνατή ακεραιότητα κατά την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων τους. Προκειμένου να ενισχυθεί η διαφάνεια και να εξασφαλιστούν υψηλά πρότυπα δεοντολογίας, είναι σκόπιμο τα μέλη του προσωπικού και τα μέλη του οργάνου διακυβέρνησης της αρμόδιας αρχής να υποβάλλουν δήλωση συμφερόντων σε ετήσια βάση. Στη δήλωση αυτή θα πρέπει να κοινοποιούνται πληροφορίες σχετικά με τις συμμετοχές του μέλους σε χρηματοοικονομικά μέσα προκειμένου να μειωθούν οι κίνδυνοι συγκρούσεων συμφερόντων που ενδέχεται να προκύψουν από τις εν λόγω συμμετοχές και προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να έχουν τη δυνατότητα να διαχειρίζονται κατάλληλα τους εν λόγω κινδύνους. Η δήλωση συμφερόντων δεν θα πρέπει να θίγει οποιαδήποτε απαίτηση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης σύμφωνα με τους ισχύοντες εθνικούς κανόνες.

(5)

Η παροχή των βασικών τραπεζικών υπηρεσιών που απαριθμούνται στο παράρτημα I σημεία 1, 2 και 6 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ θα πρέπει να εξαρτάται από ρητή και εναρμονισμένη απαίτηση χορήγησης άδειας λειτουργίας στο δίκαιο της Ένωσης, η οποία να διευκρινίζει ότι οι επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα και επιδιώκουν να παρέχουν τέτοιες βασικές τραπεζικές υπηρεσίες στην Ένωση θα πρέπει τουλάχιστον να εγκαθιστούν ένα υποκατάστημα σε κράτος μέλος και το εν λόγω υποκατάστημα να έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, εκτός εάν η επιχείρηση επιθυμεί να παρέχει τραπεζικές υπηρεσίες στην Ένωση μέσω θυγατρικής.

(6)

Η χρήση τραπεζικών υπηρεσιών εκτός της Ένωσης, όπως στο πλαίσιο της συμφωνίας του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για τις δεσμεύσεις στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, θα παραμείνει ανεπηρέαστη. Η απαίτηση ίδρυσης υποκαταστήματος στην Ένωση δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε περιπτώσεις ανάληψης πρωτοβουλίας από τον πελάτη, δηλαδή όταν πελάτης ή αντισυμβαλλόμενος προσεγγίζει επιχείρηση εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα με δική του αποκλειστική πρωτοβουλία για την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών, μεταξύ άλλων για τη συνέχισή τους, ή τραπεζικών υπηρεσιών που συνδέονται στενά με τις αρχικά ζητηθείσες υπηρεσίες. Κατά τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνουν μέτρα για τη διαφύλαξη των κεκτημένων δικαιωμάτων των πελατών στο πλαίσιο υφιστάμενων συμβάσεων. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να εφαρμόζονται αποκλειστικά για να διευκολύνεται η μετάβαση στην εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και θα πρέπει να οριοθετούνται στενά ώστε να αποφεύγονται περιπτώσεις καταστρατήγησης. Για να αποφεύγεται η καταστρατήγηση των κανόνων που ισχύουν για τη διασυνοριακή παροχή τραπεζικών υπηρεσιών από επιχειρήσεις τρίτων χωρών, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να παρακολουθούν την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών. Η απαίτηση ίδρυσης υποκαταστήματος στην Ένωση θα πρέπει επίσης να μην ισχύει για τις διατραπεζικές συναλλαγές και τις συναλλαγές μεταξύ διαπραγματευτών. Επιπλέον, χωρίς να θίγεται το καθεστώς άδειας λειτουργίας που προβλέπεται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), η απαίτηση ίδρυσης υποκαταστήματος δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε περιπτώσεις στις οποίες πιστωτικά ιδρύματα τρίτης χώρας παρέχουν στην Ένωση τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι τμήμα Α της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και οποιεσδήποτε διευκολυντικές επικουρικές υπηρεσίες, όπως η σχετική αποδοχή καταθέσεων ή η χορήγηση πιστώσεων ή δανείων, σκοπός των οποίων είναι η παροχή υπηρεσιών δυνάμει της εν λόγω οδηγίας, συμπεριλαμβανομένης της παροχής υπηρεσιών διαπραγμάτευσης χρηματοοικονομικών μέσων ή διαχείρισης ιδιωτικής περιουσίας. Ωστόσο, η εν λόγω εξαίρεση, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη συμμόρφωση με τους κανόνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπως ορίζονται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

(7)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν την αναγκαία εξουσία να ανακαλούν την άδεια λειτουργίας που έχει χορηγηθεί σε πιστωτικό ίδρυμα, όταν το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα έχει διαπιστωθεί ότι τελεί υπό πτώχευση ή ότι ενδέχεται να πτωχεύσει, δεν υπάρχει εύλογη προοπτική αποτροπής της πτώχευσής του εντός εύλογου χρονικού διαστήματος με τυχόν εναλλακτικά μέτρα του ιδιωτικού τομέα ή εποπτική δράση, και η ανάληψη δράσης εξυγίανσης δεν είναι αναγκαία για το δημόσιο συμφέρον. Στην περίπτωση αυτή, ένα πιστωτικό ίδρυμα θα πρέπει να εκκαθαρίζεται σύμφωνα με τις εφαρμοστέες εθνικές διαδικασίες αφερεγγυότητας ή με άλλα είδη διαδικασιών που προβλέπονται για τα εν λόγω ιδρύματα βάσει του εθνικού δικαίου και που εξασφαλίζουν την ομαλή έξοδό τους από την αγορά, και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να διακόπτει τις δραστηριότητες για τις οποίες είχε χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας. Ωστόσο, όπως και σε άλλες περιπτώσεις στις οποίες η αρμόδια αρχή έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας, δεν θα πρέπει να συνδέονται αυτομάτως η διαπίστωση της πτώχευσης ή της πιθανής πτώχευσης και η ανάκληση της άδειας λειτουργίας. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ασκούν τις εξουσίες τους κατά τρόπο αναλογικό και λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά των εφαρμοστέων εθνικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένων των υφιστάμενων δικαστικών διαδικασιών. Η εξουσία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για να αποτρέπεται η έναρξη ή να επιβάλλεται ο τερματισμός διαδικασιών αφερεγγυότητας όπως της εφαρμογής δικαστικής αναστολής ή άλλων μέτρων που εξαρτώνται από την ύπαρξη ενεργούς άδειας.

(8)

Οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που είναι μητρικές επιχειρήσεις τραπεζικών ομίλων θα πρέπει να εξακολουθήσουν να υπόκεινται στον μηχανισμό ταυτοποίησης και έγκρισης που θεσπίστηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2019/878 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8). Ο εν λόγω μηχανισμός επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να εντάσσουν στο άμεσο πεδίο της εποπτείας και των εποπτικών εξουσιών τους ορισμένες χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση σε ενοποιημένη βάση. Υπό συγκεκριμένες συνθήκες, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη διακριτική ευχέρεια να απαλλάσσουν από την έγκριση χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που έχει συσταθεί με σκοπό την κατοχή συμμετοχών σε επιχειρήσεις. Επιπλέον, για να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες ορισμένων τραπεζικών ομίλων, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θα πρέπει να είναι σε θέση να επιτρέπει στις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που απαλλάσσονται από την έγκριση να αποκλείονται από την περίμετρο της ενοποίησης ενός τραπεζικού ομίλου. Ωστόσο, η εξουσία απαλλαγής των εν λόγω οντοτήτων από την περίμετρο της ενοποίησης ενός τραπεζικού ομίλου θα πρέπει να ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, όταν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο εφαρμοστέο δίκαιο και, για τον σκοπό αυτό, ο οικείος τραπεζικός όμιλος θα πρέπει να αποδεικνύει ότι η οντότητα συμμετοχών που θα πρέπει να απαλλαγεί δεν εμπλέκεται ή δεν σχετίζεται με τη διαχείριση του εν λόγω τραπεζικού ομίλου.

(9)

Οι επόπτες των πιστωτικών ιδρυμάτων θα πρέπει να διαθέτουν όλες τις αναγκαίες εξουσίες που θα τους παρέχουν τη δυνατότητα άσκησης των καθηκόντων τους και θα καλύπτουν τις διάφορες πράξεις που εκτελούν οι εποπτευόμενες οντότητες. Για τον σκοπό αυτό και για να ενισχυθούν οι ίσοι όροι ανταγωνισμού, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους όλες τις εποπτικές εξουσίες που θα τους παρέχουν τη δυνατότητα να καλύπτουν τις σημαντικές πράξεις που μπορούν να αναλάβουν οι εποπτευόμενες οντότητες. Ως εκ τούτου, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ενημερώνονται σε περίπτωση που σημαντικές πράξεις που αναλαμβάνονται από εποπτευόμενη οντότητα, συμπεριλαμβανομένων των αποκτήσεων από εποπτευόμενες οντότητες σημαντικών συμμετοχών σε οντότητες του χρηματοπιστωτικού ή του μη χρηματοπιστωτικού τομέα, των σημαντικών μεταβιβάσεων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού από ή προς εποπτευόμενες οντότητες και των συγχωνεύσεων και διασπάσεων στις οποίες συμμετέχουν εποπτευόμενες οντότητες, εγείρουν ανησυχίες σχετικά με το προφίλ προληπτικής εποπτείας της οντότητας ή σχετικά με πιθανές δραστηριότητες νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν εξουσία παρέμβασης σε περιπτώσεις αποκτήσεων σημαντικών συμμετοχών, συγχωνεύσεων ή διασπάσεων.

(10)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η αναλογικότητα και να αποφευχθεί η περιττή διοικητική επιβάρυνση, οι πρόσθετες εξουσίες των αρμόδιων αρχών θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνο στις πράξεις που θεωρούνται σημαντικές. Μόνον οι πράξεις που συνίστανται σε συγχωνεύσεις ή διασπάσεις θα πρέπει να αντιμετωπίζονται αυτομάτως ως σημαντικές πράξεις, δεδομένου ότι η νεοσυσταθείσα οντότητα μπορεί να εμφανίσει ένα προφίλ προληπτικής εποπτείας σημαντικά διαφορετικό από αυτό των οντοτήτων που συμμετείχαν αρχικά στη συγχώνευση ή τη διάσπαση. Επίσης, οι συγχωνεύσεις ή οι διασπάσεις δεν θα πρέπει να συνάπτονται από τις οντότητες που τις αναλαμβάνουν προτού λάβουν θετική γνώμη από τις αρμόδιες αρχές. Οι αποκτήσεις συμμετοχών, όταν θεωρούνται σημαντικές, θα πρέπει να αξιολογούνται από την οικεία αρμόδια αρχή βάσει διαδικασίας σιωπηρής έγκρισης.

(11)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αρμόδιες αρχές είναι σε θέση να παρεμβαίνουν πριν αναληφθεί σημαντική πράξη, θα πρέπει να ενημερώνονται εκ των προτέρων. Η σχετική κοινοποίηση θα πρέπει να συνοδεύεται από τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εκτίμηση της προτεινόμενης πράξης από τις αρμόδιες αρχές υπό το πρίσμα της προληπτικής εποπτείας και της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Η εν λόγω αξιολόγηση από τις αρμόδιες αρχές θα πρέπει να αρχίζει τη στιγμή λήψης της ειδοποίησης, συμπεριλαμβανομένων όλων των ζητούμενων πληροφοριών. Σε περίπτωση απόκτησης σημαντικής συμμετοχής ή όταν στην προτεινόμενη πράξη συμμετέχουν μόνο χρηματοοικονομικοί παράγοντες από τον ίδιο όμιλο, η εν λόγω αξιολόγηση θα πρέπει να είναι χρονικά περιορισμένη.

(12)

Σε περίπτωση απόκτησης σημαντικής συμμετοχής, η ολοκλήρωση της αξιολόγησης μπορεί να ωθήσει την αρμόδια αρχή στην απόφαση να αντιταχθεί στην πράξη. Εάν η αρμόδια αρχή δεν αντιταχθεί εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, η πράξη θα πρέπει να θεωρείται ότι εγκρίθηκε.

(13)

Είναι αναγκαίο να εναρμονιστούν οι διατάξεις που αφορούν την απόκτηση ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα με τις διατάξεις σχετικά με την απόκτηση υλικής συμμετοχής από ίδρυμα, σε περίπτωση που θα πρέπει να διενεργηθούν και οι δύο αξιολογήσεις για την ίδια πράξη. Χωρίς την κατάλληλη εναρμόνιση, οι διατάξεις αυτές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ανακολουθίες στην αξιολόγηση που διενεργούν οι αρμόδιες αρχές και, τελικά, στις αποφάσεις που λαμβάνουν.

(14)

Όσον αφορά τις συγχωνεύσεις και τις διασπάσεις, η οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10) θεσπίζει εναρμονισμένους κανόνες και διαδικασίες, ιδίως για τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις και διασπάσεις κεφαλαιουχικών εταιρειών. Ως εκ τούτου, η διαδικασία αξιολόγησης από τις αρμόδιες αρχές που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να είναι συμπληρωματική προς τη διαδικασία που καθορίζεται στην οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 και δεν θα πρέπει να έρχεται σε αντίθεση με καμία από τις διατάξεις της. Στην περίπτωση των διασυνοριακών συγχωνεύσεων και διασπάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132, η αιτιολογημένη γνώμη που εκδίδεται από την αρμόδια αρχή θα πρέπει να αποτελεί μέρος της αξιολόγησης της συμμόρφωσης με όλους τους σχετικούς όρους και της ορθής ολοκλήρωσης όλων των διαδικασιών και διατυπώσεων που απαιτούνται για το πιστοποιητικό προ της συγχώνευσης ή προ της διάσπασης. Ως εκ τούτου, η αιτιολογημένη γνώμη θα πρέπει να διαβιβάζεται στην εντεταλμένη εθνική αρχή που είναι αρμόδια για την έκδοση του πιστοποιητικού προ της συγχώνευσης ή προ της διάσπασης βάσει της οδηγίας (EE) 2017/1132.

(15)

Σε ορισμένες περιπτώσεις, για παράδειγμα όταν συμμετέχουν οντότητες εγκατεστημένες σε διάφορα κράτη μέλη, οι πράξεις ενδέχεται να απαιτούν πολλαπλές κοινοποιήσεις και αξιολογήσεις από διαφορετικές αρμόδιες αρχές, και συνεπώς να απαιτούν αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των εν λόγω αρχών. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να προσδιοριστούν οι υποχρεώσεις συνεργασίας, ειδικότερα όσον αφορά τις έγκαιρες διασυνοριακές κοινοποιήσεις, την ομαλή ανταλλαγή πληροφοριών, μεταξύ άλλων με τις αρχές που είναι αρμόδιες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, και τον συντονισμό κατά τη διαδικασία αξιολόγησης.

(16)

Η ΕΑΤ θα πρέπει να λάβει εντολή να καταρτίσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων και κατευθυντήριες γραμμές, ώστε να διασφαλιστεί η κατάλληλη πλαισίωση της χρήσης των πρόσθετων εποπτικών εξουσιών. Τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων θα πρέπει, ειδικότερα, να προσδιορίζουν τις πληροφορίες που πρέπει να λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές, τα στοιχεία που πρέπει να αξιολογούνται και τη συνεργασία που απαιτείται όταν συμμετέχουν περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές. Τα διάφορα αυτά στοιχεία έχουν καίρια σημασία προκειμένου να διασφαλίζεται ότι μια επαρκώς εναρμονισμένη εποπτική μεθοδολογία επιτρέπει την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με τις πρόσθετες εξουσίες, με την ελάχιστη δυνατή πρόσθετη διοικητική επιβάρυνση.

(17)

Η ρύθμιση των υποκαταστημάτων που έχουν συσταθεί από επιχειρήσεις σε τρίτη χώρα για την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών σε κράτος μέλος υπόκειται στο εθνικό δίκαιο και εναρμονίζεται μόνο σε πολύ περιορισμένο βαθμό από την οδηγία 2013/36/ΕΕ. Παρότι τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας έχουν σημαντική και αυξανόμενη παρουσία στις τραπεζικές αγορές της Ένωσης, επί του παρόντος υπόκεινται μόνο σε πολύ γενικές απαιτήσεις πληροφόρησης, αλλά όχι σε κανόνες προληπτικής εποπτείας ή ρυθμίσεις εποπτικής συνεργασίας σε επίπεδο Ένωσης. Λόγω της παντελούς έλλειψης κοινού πλαισίου προληπτικής εποπτείας, τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας υπόκεινται σε διάφορες εθνικές απαιτήσεις διαφορετικών επιπέδων σύνεσης και πεδίου εφαρμογής. Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές δεν διαθέτουν ολοκληρωμένη πληροφόρηση και τα απαραίτητα εποπτικά εργαλεία για την ορθή παρακολούθηση των ειδικών κινδύνων που δημιουργούνται από ομίλους τρίτων χωρών οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη μέσω υποκαταστημάτων και θυγατρικών. Επί του παρόντος δεν υφίστανται σχετικές ολοκληρωμένες εποπτικές ρυθμίσεις και η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία κάθε υποκαταστήματος ομίλου τρίτης χώρας δεν είναι υποχρεωμένη να ανταλλάσσει πληροφορίες με τις αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν τα υπόλοιπα υποκαταστήματα και τις θυγατρικές του ίδιου ομίλου. Αυτό το κατακερματισμένο ρυθμιστικό τοπίο δημιουργεί κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την ακεραιότητα της αγοράς στην Ένωση και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί δεόντως με ένα εναρμονισμένο κανονιστικό πλαίσιο για τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας. Το πλαίσιο αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει ελάχιστες κοινές απαιτήσεις σχετικά με την άδεια λειτουργίας, τους κανόνες προληπτικής εποπτείας, την εσωτερική διακυβέρνηση, την εποπτεία και την υποβολή αναφορών. το σύνολο των απαιτήσεων αυτών θα πρέπει να βασίζεται στις απαιτήσεις που εφαρμόζουν ήδη τα κράτη μέλη σε υποκαταστήματα τρίτης χώρας στο έδαφός τους και θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη παρόμοιες ή ισοδύναμες απαιτήσεις που εφαρμόζουν τρίτες χώρες για τα αλλοδαπά υποκαταστήματα, προκειμένου να διασφαλίζεται η συνέπεια μεταξύ των κρατών μελών και να εναρμονίζεται το κανονιστικό πλαίσιο της Ένωσης για τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας με τις επικρατούσες διεθνείς πρακτικές στον τομέα αυτό.

(18)

Κατά τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και την εποπτεία υποκαταστημάτων τρίτης χώρας, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να ασκούν αποτελεσματικά τα εποπτικά τους καθήκοντα. Για τον σκοπό αυτό, πρέπει να έχουν πρόσβαση σε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την επικεφαλής επιχείρηση του υποκαταστήματος τρίτης χώρας από τις εποπτικές αρχές της σχετικής τρίτης χώρας και να είναι σε θέση να συντονίζουν αποτελεσματικά τις εποπτικές δραστηριότητές τους με εκείνες των εποπτικών αρχών της τρίτης χώρας. Πριν από την έναρξη δραστηριοτήτων υποκαταστήματος τρίτης χώρας σε κράτος μέλος, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να προσπαθούν να συνάπτουν συμφωνία με την εποπτική αρχή της οικείας τρίτης χώρας, ώστε να καθίσταται δυνατή η συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών. Η εν λόγω συμφωνία θα πρέπει να βασίζεται στα πρότυπα διοικητικών ρυθμίσεων που έχει καταρτίσει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να υποβάλλουν πληροφορίες σχετικά με τις εν λόγω συμφωνίες στην ΕΑΤ. Όταν δεν είναι δυνατή η σύναψη διοικητικής συμφωνίας βάσει του προτύπου που έχει αναπτύξει η ΕΑΤ, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να χρησιμοποιούν άλλες ρυθμίσεις, όπως λόγου χάρη ανταλλαγή επιστολών, για να διασφαλίζουν ότι μπορούν να ασκούν τα εποπτικά τους καθήκοντα.

(19)

Για λόγους αναλογικότητας, οι ελάχιστες απαιτήσεις που επιβάλλονται στα υποκαταστήματα τρίτης χώρας θα πρέπει να είναι σχετικές με τον κίνδυνο που αυτά ενέχουν για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την ακεραιότητα της αγοράς στην Ένωση και τα κράτη μέλη. Ως εκ τούτου, τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας θα πρέπει να ταξινομούνται στην κατηγορία 1 όταν θεωρείται ότι ενέχουν υψηλότερο κίνδυνο, ή διαφορετικά στην κατηγορία 2 όταν θεωρείται ότι είναι μικρά και μη πολύπλοκα και ότι δεν ενέχουν σημαντικό κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, σύμφωνα με τον ορισμό για το «μικρό και μη πολύπλοκο ίδρυμα» στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Κατά συνέπεια, τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας με στοιχεία ενεργητικού που καταχωρίζονται σε κράτος μέλος ύψους 5 δισεκατομμυρίων EUR και άνω θα πρέπει να θεωρείται ότι ενέχουν τόσο υψηλότερο κίνδυνο λόγω του μεγαλύτερου μεγέθους και της πολυπλοκότητάς τους, επειδή η πτώχευσή τους θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντικές διαταραχές στην αγορά τραπεζικών υπηρεσιών ή στο τραπεζικό σύστημα του κράτους μέλους. Τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας που έχουν άδεια αποδοχής καταθέσεων λιανικής θα πρέπει ομοίως να θεωρούνται υψηλότερου κινδύνου ανεξάρτητα από το μέγεθός τους, όταν το ποσό των εν λόγω καταθέσεων λιανικής υπερβαίνει ένα ορισμένο όριο, εφόσον η πτώχευσή τους θα μπορούσε να πλήξει ιδιαίτερα ευάλωτους καταθέτες και να οδηγήσει σε απώλεια της εμπιστοσύνης στην ασφάλεια και την ευρωστία του τραπεζικού συστήματος του κράτους μέλους και στην ικανότητά του να προστατεύει τις αποταμιεύσεις των πολιτών. Και τα δύο είδη υποκαταστημάτων τρίτης χώρας θα πρέπει, συνεπώς, να ταξινομούνται ως υποκαταστήματα τρίτης χώρας κατηγορίας 1.

(20)

Τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας θα πρέπει επίσης να ταξινομούνται στην κατηγορία 1 όταν η επικεφαλής επιχείρηση υπόκειται σε κανονιστικές ρυθμίσεις και η εποπτεία και εφαρμογή των εν λόγω κανονιστικών ρυθμίσεων δεν έχουν χαρακτηριστεί τουλάχιστον ισοδύναμες με τις απαιτήσεις της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή όταν η σχετική τρίτη χώρα είναι καταχωρισμένη ως τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου που παρουσιάζει στρατηγικές ανεπάρκειες όσον αφορά το οικείο καθεστώς καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849. Τα εν λόγω υποκαταστήματα τρίτης χώρας ενέχουν σημαντικό κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ένωση και το κράτος μέλος εγκατάστασης, επειδή το κανονιστικό πλαίσιο ή το πλαίσιο για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που εφαρμόζεται στην επικεφαλής επιχείρησή τους δεν αποτυπώνει επαρκώς ή δεν επιτρέπει την κατάλληλη παρακολούθηση των συγκεκριμένων κινδύνων που απορρέουν από τις δραστηριότητες του υποκαταστήματος στο κράτος μέλος ή των κινδύνων για τους αντισυμβαλλομένους στο κράτος μέλος που προκύπτουν από τον όμιλο τρίτης χώρας. Για τον σκοπό του προσδιορισμού της ισοδυναμίας των κανόνων προληπτικής εποπτείας και των εποπτικών προτύπων των τραπεζών τρίτων χωρών με τα πρότυπα της Ένωσης, η Επιτροπή θα πρέπει να είναι σε θέση να αναθέτει στην ΕΑΤ τη διενέργεια αξιολόγησης και την έκδοση έκθεσης για το τραπεζικό κανονιστικό πλαίσιο της σχετικής τρίτης χώρας σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ θα πρέπει να διασφαλίζει ότι η αξιολόγηση διενεργείται με αυστηρό και διαφανή τρόπο και σύμφωνα με αξιόπιστη μεθοδολογία. Επιπλέον, η ΕΑΤ θα πρέπει να διαβουλεύεται και να συνεργάζεται στενά με τις εποπτικές αρχές της τρίτης χώρας, τις κρατικές υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για το οικείο τραπεζικό κανονιστικό πλαίσιο και, κατά περίπτωση, με τους φορείς του ιδιωτικού τομέα, επιδιώκοντας τη δίκαιη μεταχείριση των εν λόγω μερών και την παροχή της δυνατότητας να υποβάλλουν έγγραφα και να διατυπώνουν παρατηρήσεις εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Επιπλέον, η ΕΑΤ θα πρέπει να διασφαλίζει ότι η έκθεση που εκδίδεται είναι επαρκώς αιτιολογημένη, παρέχει λεπτομερή περιγραφή των αξιολογούμενων ζητημάτων και υποβάλλεται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Προκειμένου να διασφαλίζονται ενιαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για την έκδοση αποφάσεων σχετικά με την ισοδυναμία των τραπεζικών κανονιστικών πλαισίων των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11).

(21)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν ρητή εξουσία να ζητούν, κατά περίπτωση, από υποκαταστήματα τρίτης χώρας να υποβάλλουν αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙΙ, κεφάλαιο 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, τουλάχιστον όταν τα εν λόγω υποκαταστήματα ασκούν δραστηριότητες με πελάτες ή αντισυμβαλλομένους σε άλλα κράτη μέλη κατά παράβαση των κανόνων της εσωτερικής αγοράς, όταν ενέχουν σημαντικό κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένα ή όταν το συνολικό ποσό των στοιχείων ενεργητικού όλων των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας στην Ένωση που ανήκουν στον ίδιο όμιλο τρίτης χώρας είναι ίσο ή μεγαλύτερο από 40 δισεκατομμύρια EUR ή όταν το ποσό των στοιχείων ενεργητικού του υποκαταστήματος τρίτης χώρας στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένο είναι ίσο ή μεγαλύτερο από 10 δισεκατομμύρια EUR. Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να υποχρεούνται να αξιολογούν αν τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας έχουν συστημική σημασία, όταν το συνολικό ποσό των στοιχείων ενεργητικού όλων των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών στην Ένωση που ανήκουν στον ίδιο όμιλο τρίτης χώρας είναι ίσο ή μεγαλύτερο από 40 δισεκατομμύρια EUR. Όλα τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών που ανήκουν στον ίδιο όμιλο τρίτης χώρας και είναι εγκατεστημένα σε ένα κράτος μέλος ή σε περισσότερα κράτη μέλη της Ένωσης θα πρέπει να υπόκεινται στην εν λόγω αξιολόγηση από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές τους. Η εν λόγω αξιολόγηση θα πρέπει να εξετάζει, σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια, αν τα εν λόγω υποκαταστήματα ενέχουν ανάλογο επίπεδο κινδύνου για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή των κρατών μελών της, ως ιδρύματα που ορίζονται ως «συστημικά σημαντικά» βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Όταν οι αρμόδιες αρχές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών είναι συστημικώς σημαντικά, θα πρέπει να επιβάλλουν στα υποκαταστήματα αυτά απαιτήσεις που είναι κατάλληλες για τον μετριασμό των κινδύνων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Για τους σκοπούς αυτούς, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών να υποβάλλουν αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας ως θυγατρικά ιδρύματα σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ, προκειμένου να συνεχίσουν να ασκούν τραπεζικές δραστηριότητες στο κράτος μέλος ή σε ολόκληρη την Ένωση. Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να επιβάλλουν άλλες απαιτήσεις, ιδίως την υποχρέωση αναδιάρθρωσης των στοιχείων ενεργητικού ή των δραστηριοτήτων των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας στην Ένωση, ώστε τα εν λόγω υποκαταστήματα να παύουν να έχουν συστημική σημασία, ή την απαίτηση συμμόρφωσης με πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις, απαιτήσεις ρευστότητας, υποβολής αναφορών ή απαιτήσεις δημοσιοποίησης, όταν κάτι τέτοιο επαρκεί για την αντιμετώπιση των κινδύνων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να μην επιβάλλουν καμία από τις εν λόγω απαιτήσεις σε υποκαταστήματα τρίτης χώρας που αξιολογούνται ως έχοντα συστημική σημασία, στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να παρέχουν αιτιολογημένη γνωστοποίηση στην ΕΑΤ και στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία ο σχετικός όμιλος τρίτης χώρας έχει εγκαταστήσει άλλα υποκαταστήματα ή θυγατρικά ιδρύματα τρίτης χώρας. Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις σε επίπεδο Ένωσης, οι αρμόδιες αρχές που αποφασίζουν να ασκήσουν την εξουσία τους ως προς την απαίτηση υποβολής αίτησης για χορήγηση άδειας λειτουργίας ως θυγατρικό ίδρυμα θα πρέπει, εκ των προτέρων, να διαβουλεύονται με την ΕΑΤ και τις οικείες αρμόδιες αρχές.

(22)

Για την προώθηση της συνοχής των εποπτικών αποφάσεων σχετικά με όμιλο τρίτης χώρας με υποκαταστήματα και θυγατρικές σε διάφορα κράτη μέλη, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει, κατά τη διενέργεια αξιολόγησης της συστημικής σημασίας, να διαβουλεύονται με την ΕΑΤ και τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία ο σχετικός όμιλος τρίτης χώρας έχει εγκαταστήσει άλλα υποκαταστήματα ή θυγατρικά ιδρύματα τρίτης χώρας, προκειμένου να αξιολογούνται οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που ενδέχεται να ενέχει το σχετικό υποκατάστημα τρίτης χώρας για άλλα κράτη μέλη πλην του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο.

(23)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διενεργούν τακτικούς ελέγχους της συμμόρφωσης των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας με τις σχετικές απαιτήσεις στο πλαίσιο της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και να λαμβάνουν εποπτικά μέτρα για τα εν λόγω υποκαταστήματα προκειμένου να διασφαλίζεται ή να αποκαθίσταται η συμμόρφωση με τις εν λόγω απαιτήσεις. Για να διευκολυνθεί η αποτελεσματική εποπτεία της συμμόρφωσης με τις εν λόγω απαιτήσεις σχετικά με τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας και να καταστεί δυνατή η ολοκληρωμένη επισκόπηση των δραστηριοτήτων ομίλων τρίτης χώρας εντός της Ένωσης, θα πρέπει να διατίθενται στις αρμόδιες αρχές κοινές εποπτικές και χρηματοοικονομικές αναφορές σύμφωνα με τυποποιημένα υποδείγματα. Η ΕΑΤ θα πρέπει να λάβει εντολή να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των εν λόγω υποδειγμάτων. Επιπλέον, είναι αναγκαίο να εφαρμόζονται κατάλληλες ρυθμίσεις συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών, ώστε να διασφαλίζεται ότι όλες οι δραστηριότητες ομίλων τρίτης χώρας που λειτουργούν στην Ένωση μέσω υποκαταστημάτων τρίτης χώρας υπόκεινται σε συνολική εποπτεία, να αποτρέπεται η καταστρατήγηση των απαιτήσεων που εφαρμόζονται στους εν λόγω ομίλους βάσει του δικαίου της Ένωσης και να ελαχιστοποιούνται οι δυνητικοί κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης. Ειδικότερα, τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας της κατηγορίας 1 θα πρέπει να συμπεριληφθούν στο πεδίο αρμοδιοτήτων των σωμάτων εποπτών ομίλων τρίτης χώρας στην Ένωση. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει ακόμη τέτοιου είδους σώμα, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συστήσουν ένα ad hoc σώμα για όλα τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας της κατηγορίας 1 του ίδιου ομίλου, όταν ο εν λόγω όμιλος δραστηριοποιείται σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη.

(24)

Το πλαίσιο της Ένωσης για τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας θα πρέπει να εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν επί του παρόντος τα κράτη μέλη να απαιτούν, γενικά, από επιχειρήσεις τρίτων χωρών που προέρχονται από συγκεκριμένες τρίτες χώρες να ασκούν τραπεζικές δραστηριότητες στο έδαφός τους αποκλειστικά μέσω θυγατρικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙΙ, κεφάλαιο 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Η απαίτηση αυτή μπορεί να αναφέρεται σε τρίτες χώρες που εφαρμόζουν πρότυπα προληπτικής εποπτείας και εποπτικά πρότυπα στον τραπεζικό κλάδο τα οποία δεν είναι ισοδύναμα με τα πρότυπα της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους ή σε τρίτες χώρες που έχουν στρατηγικές ανεπάρκειες στο σύστημά τους όσον αφορά την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

(25)

Η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των φορολογικών αρχών θα πρέπει να βελτιωθεί, με την επιφύλαξη των ισχυόντων κανόνων περί απορρήτου. Η ανταλλαγή πληροφοριών θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να είναι σύμφωνη με το εθνικό δίκαιο και, όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, θα πρέπει να επιτυγχάνεται συμφωνία μεταξύ των σχετικών αρμόδιων αρχών για τη δημοσιοποίηση.

(26)

Είναι ζωτικής σημασίας τα ιδρύματα, οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, ώστε να διασφαλίζονται η ασφάλεια και η ευρωστία τους και να διαφυλάσσεται η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος τόσο σε επίπεδο Ένωσης συνολικά όσο και σε κάθε κράτος μέλος ξεχωριστά. Ως εκ τούτου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και οι εθνικές αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν την εξουσία να λαμβάνουν έγκαιρα και αποφασιστικά μέτρα σε περίπτωση που τα εν λόγω ιδρύματα, οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, καθώς και τα υπεύθυνα διευθυντικά στελέχη τους, δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ή τις εποπτικές αποφάσεις.

(27)

Για να διασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού στον τομέα των εξουσιών επιβολής κυρώσεων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεούνται να προβλέπουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές διοικητικές κυρώσεις, περιοδικές χρηματικές ποινές και άλλα διοικητικά μέτρα σε σχέση με παραβάσεις των εθνικών διατάξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, καθώς και παραβάσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή αποφάσεων που λαμβάνει η αρμόδια αρχή με βάση τις εν λόγω διατάξεις ή τον εν λόγω κανονισμό. Οι εν λόγω διοικητικές κυρώσεις, περιοδικές χρηματικές ποινές και λοιπά διοικητικά μέτρα θα πρέπει να πληρούν ορισμένες ελάχιστες απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένων των ελάχιστων εξουσιών που θα πρέπει να διαθέτουν οι αρμόδιες αρχές ώστε να είναι σε θέση να τα επιβάλλουν, των κριτηρίων που θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη οι αρμόδιες αρχές κατά την εφαρμογή τους, των απαιτήσεων δημοσιοποίησης ή του ύψους των διοικητικών κυρώσεων και των περιοδικών χρηματικών ποινών. Θα πρέπει να ανατεθεί στην ΕΑΤ η υποβολή έκθεσης σχετικά με την συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο εφαρμογής διοικητικών κυρώσεων, περιοδικών χρηματικών ποινών και άλλων διοικητικών μέτρων.

(28)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να επιβάλλουν διοικητικές κυρώσεις όταν η σχετική παράβαση υπόκειται επίσης στο εθνικό ποινικό δίκαιο. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τυχόν προηγούμενες ποινικές κυρώσεις που ενδέχεται να έχουν επιβληθεί για την ίδια παράβαση στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ευθύνεται για την εν λόγω παράβαση, όταν καθορίζουν το είδος των διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων και το ύψος των διοικητικών χρηματικών προστίμων. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται ότι η αυστηρότητα όλων των διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων που επιβάλλονται με τιμωρητικούς σκοπούς σε περίπτωση συσσώρευσης διοικητικών και ποινικών διαδικασιών που προκύπτουν από την ίδια παράνομη συμπεριφορά περιορίζεται στην απολύτως αναγκαία βάσει της σοβαρότητας της σχετικής παράβασης. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίζουν κατάλληλους μηχανισμούς για να διασφαλίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές και οι δικαστικές αρχές ενημερώνονται δεόντως και εγκαίρως για κάθε διοικητική ή ποινική διαδικασία που κινείται κατά του ίδιου φυσικού ή νομικού προσώπου.

(29)

Τα διοικητικά χρηματικά πρόστιμα θα πρέπει να έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα προκειμένου να αποτρέπεται το ενδεχόμενο το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παραβαίνει τις εθνικές διατάξεις μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 να επιδοθεί στην ίδια ή παρόμοια συμπεριφορά στο μέλλον. Τα διοικητικά χρηματικά πρόστιμα που επιβάλλονται σε νομικά πρόσωπα θα πρέπει να εφαρμόζονται με συνέπεια, ειδικότερα όσον αφορά τον καθορισμό του μέγιστου ποσού τέτοιων διοικητικών κυρώσεων, το οποίο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον συνολικό ετήσιο καθαρό κύκλο εργασιών της σχετικής επιχείρησης. Ωστόσο, ο συνολικός ετήσιος καθαρός κύκλος εργασιών κατά την έννοια της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δεν είναι επί του παρόντος ούτε εξαντλητικός ούτε αρκετά σαφής ώστε να εξασφαλίζονται ίσοι όροι ανταγωνισμού κατά την επιβολή διοικητικών χρηματικών προστίμων. Για να διασφαλίζεται ο συνεπής υπολογισμός σε ολόκληρη την Ένωση, η οδηγία 2013/36/ΕΕ θα πρέπει να προβλέπει κατάλογο στοιχείων που πρέπει να περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του συνολικού ετήσιου καθαρού κύκλου εργασιών.

(30)

Εκτός από τις διοικητικές χρηματικές κυρώσεις, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν την εξουσία να επιβάλλουν περιοδικές χρηματικές ποινές σε ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και στα μέλη του διοικητικού οργάνου με διοικητική αρμοδιότητα, στα ανώτερα διοικητικά στελέχη, στους επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών, σε άλλα πρόσωπα που αναλαμβάνουν σημαντικούς κινδύνους και σε οποιαδήποτε άλλα φυσικά πρόσωπα που υπέχουν ευθύνη σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο για παράβαση της υποχρέωσης συμμόρφωσης με τις εθνικές διατάξεις μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ή με τις υποχρεώσεις τους βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή βάσει απόφασης που λαμβάνει αρμόδια αρχή με βάση τις εν λόγω διατάξεις ή τον εν λόγω κανονισμό. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν ειδικούς κανόνες και αποτελεσματικούς μηχανισμούς όσον αφορά την επιβολή των περιοδικών χρηματικών ποινών. Θα πρέπει να επιβάλλονται περιοδικές χρηματικές ποινές όταν συνεχίζεται η παράβαση. Με την επιφύλαξη των δικονομικών δικαιωμάτων που διαθέτουν τα θιγόμενα πρόσωπα σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ακρόασης των εν λόγω προσώπων, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να επιβάλλουν περιοδικές χρηματικές ποινές χωρίς να χρειάζεται να απευθύνουν προηγουμένως στον παραβάτη αίτημα, εντολή ή προειδοποίηση με το (την) οποίο(-α) απαιτούν την αποκατάσταση της συμμόρφωσης. Δεδομένου ότι σκοπός των περιοδικών χρηματικών ποινών είναι να υποχρεώνονται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα να τερματίζουν μια συνεχιζόμενη παράβαση, η επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών δεν θα πρέπει να εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να επιβάλλουν επακόλουθες διοικητικές κυρώσεις για την ίδια παράβαση. Οι περιοδικές χρηματικές ποινές θα πρέπει να μπορούν να επιβάλλονται σε συγκεκριμένη ημερομηνία και να αρχίζουν να ισχύουν σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από τα κράτη μέλη, οι περιοδικές χρηματικές ποινές θα πρέπει να υπολογίζονται σε καθημερινή βάση.

(31)

Προκειμένου να εξασφαλίζεται το ευρύτερο δυνατό πεδίο δράσης έπειτα από παράβαση και να μπορούν να αποτρέπονται περαιτέρω παραβάσεις, ανεξαρτήτως του εάν τέτοιες παραβάσεις υπόκεινται σε διοικητικές κυρώσεις ή άλλα διοικητικά μέτρα βάσει του εθνικού δικαίου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να προβλέπουν επιπλέον διοικητικές κυρώσεις και υψηλότερο επίπεδο διοικητικών χρηματικών ποινών και περιοδικών χρηματικών ποινών.

(32)

Κατά την επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον δυνητικό αντίκτυπο της περιοδικής χρηματικής ποινής στην χρηματοοικονομική κατάσταση του νομικού ή φυσικού προσώπου που διαπράττει την παράβαση, και να επιδιώκει να αποτρέπει το ενδεχόμενο η ποινή να οδηγήσει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διαπράττει παράβαση σε αφερεγγυότητα, να το οδηγήσει σε σοβαρή οικονομική δυσχέρεια ή να αντιπροσωπεύει δυσανάλογο ποσοστό του ετήσιου εισοδήματος του φυσικού προσώπου ή του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του νομικού προσώπου. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει επίσης να διασφαλίζουν την επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών στα μέλη του διοικητικού οργάνου, στα ανώτερα διοικητικά στελέχη, στα πρόσωπα που κατέχουν καίριες θέσεις, σε άλλα πρόσωπα που αναλαμβάνουν σημαντικούς κινδύνους και σε κάθε άλλο φυσικό πρόσωπο που έχει προσδιοριστεί ως άμεσα υπεύθυνο για την παράβαση, είτε μεμονωμένα είτε συλλογικά.

(33)

Σε εξαιρετικές περιστάσεις, όταν το νομικό σύστημα του κράτους μέλους δεν επιτρέπει την επιβολή των διοικητικών κυρώσεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, θα πρέπει να είναι δυνατό να εφαρμόζονται κατ’ εξαίρεση οι κανόνες σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις κατά τρόπο ώστε η κύρωση να κινείται από την αρμόδια αρχή και να επιβάλλεται από δικαστική αρχή. Ωστόσο, είναι αναγκαίο τα εν λόγω κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι η εφαρμογή τέτοιων κανόνων και κυρώσεων έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα με τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται από τις αρμόδιες αρχές. Συνεπώς, οι προβλεπόμενες κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

(34)

Προκειμένου να προβλεφθούν κατάλληλες κυρώσεις για παραβάσεις των εθνικών διατάξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και παραβάσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, θα πρέπει να συμπληρωθεί ο κατάλογος των παραβάσεων που υπόκεινται σε διοικητικές κυρώσεις, περιοδικές χρηματικές ποινές και άλλα διοικητικά μέτρα. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να τροποποιηθεί ο κατάλογος των παραβάσεων που προβλέπονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ.

(35)

Μετά την εισαγωγή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 Χρηματοοικονομικά μέσα (ΔΠΧΑ 9) την 1η Ιανουαρίου 2018, το αποτέλεσμα των υπολογισμών των αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών, το οποίο βασίζεται σε προσεγγίσεις ανάπτυξης υποδειγμάτων, επηρεάζει άμεσα το ύψος των ιδίων κεφαλαίων και τους κανονιστικούς δείκτες των ιδρυμάτων. Οι ίδιες προσεγγίσεις ανάπτυξης υποδειγμάτων αποτελούν επίσης τη βάση υπολογισμού των αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών, όταν τα ιδρύματα εφαρμόζουν εθνικά λογιστικά πλαίσια. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΤ να έχουν σαφή εικόνα του αντικτύπου που έχουν οι εν λόγω υπολογισμοί στο εύρος τιμών για τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού και τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που προκύπτουν για παρόμοια ανοίγματα. Για τον σκοπό αυτό, η συγκριτική αξιολόγηση θα πρέπει να καλύπτει και τις εν λόγω προσεγγίσεις ανάπτυξης υποδειγμάτων. Δεδομένου ότι τα ιδρύματα που υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση για τον πιστωτικό κίνδυνο μπορούν επίσης να χρησιμοποιούν υποδείγματα για τον υπολογισμό των αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών εντός του πλαισίου του ΔΠΧΑ 9, τα εν λόγω ιδρύματα θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνονται στη συγκριτική αξιολόγηση, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αναλογικότητας.

(36)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/876 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) τροποποίησε τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 θεσπίζοντας ένα αναθεωρημένο πλαίσιο κινδύνου αγοράς που ανέπτυξε η Επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία. Η εναλλακτική τυποποιημένη προσέγγιση που αποτελεί μέρος του εν λόγω νέου πλαισίου επιτρέπει στα ιδρύματα να υποδειγματοποιούν ορισμένες παραμέτρους που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού και των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων όσον αφορά τον κίνδυνο αγοράς. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΤ να έχουν σαφή εικόνα του εύρους τιμών για τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού και τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που προκύπτουν για παρόμοια ανοίγματα, όχι μόνο στο πλαίσιο της εναλλακτικής προσέγγισης εσωτερικού υποδείγματος, αλλά και στο πλαίσιο της εναλλακτικής τυποποιημένης προσέγγισης. Συνεπώς, η συγκριτική αξιολόγηση του κινδύνου αγοράς θα πρέπει να καλύπτει την αναθεωρημένη τυποποιημένη προσέγγιση και την αναθεωρημένη προσέγγιση εσωτερικού υποδείγματος, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αναλογικότητας.

(37)

Η παγκόσμια μετάβαση προς μια βιώσιμη οικονομία, όπως κατοχυρώνεται στη συμφωνία του Παρισιού (13), η οποία εγκρίθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2015 στο πλαίσιο της σύμβασης-πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή («συμφωνία του Παρισιού»), και στην Ατζέντα του 2030 των Ηνωμένων Εθνών για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, θα απαιτήσει βαθύ κοινωνικοοικονομικό μετασχηματισμό και θα εξαρτηθεί από την κινητοποίηση σημαντικών χρηματοδοτικών πόρων από τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, την οποία δρομολόγησε η Επιτροπή στην ανακοίνωση που εξέδωσε στις 11 Δεκεμβρίου 2019, δεσμεύει την Ένωση να καταστεί κλιματικά ουδέτερη έως το 2050. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη στήριξη της εν λόγω μετάβασης, η οποία δεν αφορά μόνο την αξιοποίηση και την υποστήριξη των ευκαιριών που θα προκύψουν, αλλά και την ορθή διαχείριση των κινδύνων που μπορεί να συνεπάγεται. Καθώς οι κίνδυνοι αυτοί μπορεί να έχουν επιπτώσεις στη σταθερότητα τόσο μεμονωμένων ιδρυμάτων όσο και του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολό του, είναι απαραίτητο ένα ενισχυμένο κανονιστικό πλαίσιο προληπτικής εποπτείας το οποίο να ενσωματώνει καλύτερα τους σχετικούς κινδύνους.

(38)

Η πρωτόγνωρης κλίμακας μετάβαση προς μια βιώσιμη, κλιματικά ουδέτερη και κυκλική οικονομία θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το 2018 το δίκτυο κεντρικών τραπεζών και εποπτικών αρχών για την ενσωμάτωση της οικολογικής διάστασης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα αναγνώρισε ότι οι κίνδυνοι που συνδέονται με το κλίμα αποτελούν πηγή χρηματοοικονομικού κινδύνου. Η ανακοίνωση που εξέδωσε η Επιτροπή στις 6 Ιουλίου 2021 με τίτλο «Στρατηγική χρηματοδότησης της μετάβασης προς τη βιώσιμη οικονομία» («ανανεωμένη στρατηγική για βιώσιμη χρηματοδότηση») επισημαίνει ότι οι ΠΚΔ κίνδυνοι, καθώς και οι κίνδυνοι που προκύπτουν από τις φυσικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, της απώλειας βιοποικιλότητας και της ευρύτερης υποβάθμισης του περιβάλλοντος των οικοσυστημάτων ειδικότερα, αποτελούν πρωτόγνωρη πρόκληση για την οικονομία της Ένωσης και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι κίνδυνοι αυτοί παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες, όπως ο μακροχρόνιος χαρακτήρας τους και οι διαφορετικές επιπτώσεις τους σε βραχυπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Η ιδιαιτερότητα των κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα και άλλων περιβαλλοντικών κινδύνων, για παράδειγμα κινδύνων που προκύπτουν από την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και την απώλεια βιοποικιλότητας, όσον αφορά τόσο τους σχετιζόμενους με τη μετάβαση κινδύνους όσο και τους υλικούς κινδύνους, απαιτεί, ειδικότερα, τη διαχείριση των εν λόγω κινδύνων με μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα τουλάχιστον δέκα ετών.

(39)

Ο μακροπρόθεσμος χαρακτήρας και το βάθος της μετάβασης προς μια βιώσιμη, κλιματικά ουδέτερη και κυκλική οικονομία θα επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στα επιχειρηματικά μοντέλα των ιδρυμάτων. Η κατάλληλη προσαρμογή του χρηματοπιστωτικού τομέα, και ειδικότερα των πιστωτικών ιδρυμάτων, είναι αναγκαία για να επιτευχθεί ο στόχος μηδενικών καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην οικονομία της Ένωσης έως το 2050, ενώ παράλληλα διατηρούνται υπό έλεγχο οι εγγενείς κίνδυνοι. Ως εκ τούτου, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αξιολογούν αυτή τη διαδικασία προσαρμογής και να παρεμβαίνουν σε περιπτώσεις στις οποίες τα ιδρύματα διαχειρίζονται κλιματικούς κινδύνους, καθώς και κινδύνους που προκύπτουν από την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και την απώλεια βιοποικιλότητας, κατά τρόπο που θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των επιμέρους ιδρυμάτων ή τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα συνολικά. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει επίσης να παρακολουθούν και να εξουσιοδοτούνται να ενεργούν όταν υπάρχουν κίνδυνοι που προκύπτουν στο πλαίσιο των συναφών κανονιστικών στόχων της Ένωσης και των κρατών μελών όσον αφορά τους ΠΚΔ παράγοντες, για παράδειγμα όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2021/1119 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14), την ανακοίνωση που εξέδωσε η Επιτροπή στις 14 Ιουλίου 2021 με τίτλο «“Προσαρμογή στον στόχο του 55 %”: υλοποίηση του στόχου της ΕΕ για το κλίμα με ορίζοντα το 2030 στην πορεία προς την κλιματική ουδετερότητα» (δέσμη μέτρων «Προσαρμογή στον στόχο του 55 %») και το παγκόσμιο πλαίσιο για τη βιοποικιλότητα Κουνμίνγκ-Μόντρεαλ που θεσπίστηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2022 από τη Διάσκεψη των Μερών της Σύμβασης για τη Βιολογική Ποικιλότητα των Ηνωμένων Εθνών, καθώς επίσης, σε περίπτωση ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται σε διεθνές επίπεδο, των νομικών και κανονιστικών στόχων τρίτων χωρών, που έχουν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση κινδύνων για τα επιχειρηματικά μοντέλα και τις στρατηγικές τους ή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει επίσης να εξουσιοδοτούνται να ενισχύουν τους στόχους, τα μέτρα και τις δράσεις των σχεδίων προληπτικής εποπτείας των ιδρυμάτων όταν αυτά θεωρούνται ανεπαρκή για την αντιμετώπιση των ΠΚΔ κινδύνων σε βραχυπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα και θα μπορούσαν, στο πλαίσιο αυτό, να ενέχουν σημαντικούς κινδύνους για τη φερεγγυότητά τους. Οι κλιματικοί κίνδυνοι και, γενικότερα, οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι θα πρέπει να εξετάζονται από κοινού με τους κοινωνικούς κινδύνους και τους κινδύνους διακυβέρνησης σε μία ενιαία κατηγορία κινδύνου, ώστε να καταστεί δυνατή η ολοκληρωμένη και συντονισμένη ενσωμάτωση αυτών των παραγόντων, δεδομένου ότι συχνά είναι αλληλένδετοι. Οι ΠΚΔ κίνδυνοι συνδέονται στενά με την έννοια της βιωσιμότητας, καθώς οι ΠΚΔ παράγοντες αντιπροσωπεύουν τους τρεις βασικούς πυλώνες της βιωσιμότητας.

(40)

Για να διατηρηθεί επαρκής ανθεκτικότητα στις αρνητικές επιπτώσεις των ΠΚΔ παραγόντων, τα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση πρέπει να είναι σε θέση να εντοπίζουν, να μετρούν και να διαχειρίζονται συστηματικά τους ΠΚΔ κινδύνους, και οι εποπτικές αρχές τους θα πρέπει να υποχρεούνται να αξιολογούν τους κινδύνους τόσο σε επίπεδο μεμονωμένου ιδρύματος όσο και σε συστημικό επίπεδο, δίνοντας προτεραιότητα σε περιβαλλοντικούς παράγοντες και μεταβαίνοντας σταδιακά προς άλλους παράγοντες βιωσιμότητας, καθώς εξελίσσονται οι μεθοδολογίες και τα εργαλεία εκτίμησης. Τα ιδρύματα θα πρέπει να υποχρεούνται να αξιολογούν την εναρμόνιση των χαρτοφυλακίων τους με τη φιλοδοξία της Ένωσης να καταστεί κλιματικά ουδέτερη έως το 2050, καθώς και να αποτρέψει την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και την απώλεια βιοποικιλότητας. Τα ιδρύματα θα πρέπει να έχουν την υποχρέωση να καθορίσουν ειδικά σχέδια για την αντιμετώπιση των χρηματοοικονομικών κινδύνων που προκύπτουν, βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, από ΠΚΔ παράγοντες, μεταξύ άλλων από τις τάσεις μετάβασης στο πλαίσιο των συναφών κανονιστικών στόχων της Ένωσης και των κρατών μελών, για παράδειγμα όπως καθορίζονται στη συμφωνία του Παρισιού, στον κανονισμό (ΕΕ) 2021/1119, στη δέσμη μέτρων «Προσαρμογή στον στόχο του 55 %» και στο παγκόσμιο πλαίσιο για τη βιοποικιλότητα Κουνμίνγκ-Μόντρεαλ, καθώς επίσης, σε περίπτωση ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται σε διεθνές επίπεδο, των νομικών και κανονιστικών στόχων τρίτων χωρών. Τα ιδρύματα θα πρέπει να υποχρεούνται να διαθέτουν άρτιο πλαίσιο διακυβέρνησης και εσωτερικές διαδικασίες για τη διαχείριση των ΠΚΔ κινδύνων και να εφαρμόζουν στρατηγικές εγκεκριμένες από τα διοικητικά τους όργανα οι οποίες λαμβάνουν υπόψη όχι μόνο τις τρέχουσες αλλά και τις μακροχρόνιες επιπτώσεις των ΠΚΔ παραγόντων. Η συλλογική γνώση και ευαισθητοποίηση των διοικητικών οργάνων των ιδρυμάτων σχετικά με τους ΠΚΔ παράγοντες και η κατανομή των εσωτερικών κεφαλαίων για την αντιμετώπιση των ΠΚΔ κινδύνων θα έχουν επίσης καίρια σημασία για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας έναντι των αρνητικών επιπτώσεων αυτών των κινδύνων. Λόγω των ιδιαιτεροτήτων των ΠΚΔ κινδύνων, η κατανόηση, οι μετρήσεις και οι πρακτικές διαχείρισής τους μπορεί να διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των ιδρυμάτων. Για να διασφαλιστεί σύγκλιση σε ολόκληρη την Ένωση και ενιαία αντίληψη για τους ΠΚΔ κινδύνους, θα πρέπει να προβλεφθούν κατάλληλοι ορισμοί και ελάχιστα πρότυπα για την εκτίμηση των κινδύνων αυτών σε κανονιστικό πλαίσιο προληπτικής εποπτείας. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, θα πρέπει να διατυπωθούν ορισμοί στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και η ΕΑΤ θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να προσδιορίσει ένα ελάχιστο σύνολο μεθοδολογιών αναφοράς για την εκτίμηση των επιπτώσεων των ΠΚΔ κινδύνων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των ιδρυμάτων, δίνοντας προτεραιότητα στις επιπτώσεις των περιβαλλοντικών παραγόντων. Δεδομένου ότι ο προορατικός χαρακτήρας των ΠΚΔ κινδύνων σημαίνει ότι η ανάλυση σεναρίων και οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων, από κοινού με τα σχέδια για την αντιμετώπιση των εν λόγω κινδύνων, αποτελούν ιδιαιτέρως πληροφοριακά εργαλεία αξιολόγησης, η ΕΑΤ θα πρέπει επίσης να εξουσιοδοτείται να αναπτύσσει ενιαία κριτήρια για το περιεχόμενο των σχεδίων αντιμετώπισης των εν λόγω κινδύνων και για τον καθορισμό σεναρίων και την εφαρμογή των μεθόδων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Η ΕΑΤ θα πρέπει να βασίζει τα σενάρια της στα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία, αξιοποιώντας το έργο του δικτύου κεντρικών τραπεζών και εποπτικών αρχών για την ενσωμάτωση της οικολογικής διάστασης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και τις προσπάθειες της Επιτροπής να ενισχύσει τη συνεργασία μεταξύ όλων των σχετικών δημόσιων αρχών με σκοπό την ανάπτυξη κοινής μεθοδολογικής βάσης, όπως περιγράφεται στην ανανεωμένη στρατηγική για τη βιώσιμη χρηματοδότηση. Προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στους περιβαλλοντικούς κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που συνδέονται με το κλίμα και των κινδύνων που προκύπτουν από την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και την απώλεια βιοποικιλότητας, λόγω του επείγοντος χαρακτήρα τους και της ιδιαίτερης σημασίας που έχουν για την εκτίμησή τους η ανάλυση σεναρίων και οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων.

(41)

Ως σημαντικοί χορηγοί χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά στην Ένωση, τα ιδρύματα έχουν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης σε ολόκληρη την Ένωση. Για να επιτύχει η Ένωση τον γενικό στόχο της για επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050, όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2021/1119, τα ιδρύματα πρέπει να ενσωματώσουν στις πολιτικές και τις δραστηριότητές τους τον ρόλο της προώθησης της βιώσιμης ανάπτυξης. Για να υλοποιηθεί αυτή η διαδικασία ενσωμάτωσης, τα επιχειρηματικά μοντέλα και οι στρατηγικές των ιδρυμάτων πρέπει να εκτιμώνται σε σχέση με τους σχετικούς κανονιστικούς στόχους της Ένωσης για μια βιώσιμη οικονομία, μεταξύ άλλων, για παράδειγμα, με τα μέτρα που ορίζει η Ευρωπαϊκή Επιστημονική Συμβουλευτική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή, ώστε να εντοπίζονται οι ΠΚΔ κίνδυνοι που προκύπτουν από τις αναντιστοιχίες. Όταν τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τους στόχους βιωσιμότητας και τις δεσμεύσεις τους στο πλαίσιο άλλων υποχρεωτικών ή εθελοντικών πλαισίων βιωσιμότητας, όπως δυνάμει της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15), οι εν λόγω στόχοι και δεσμεύσεις θα πρέπει να συνάδουν με τα ειδικά σχέδια για την αντιμετώπιση των ΠΚΔ κινδύνων που αντιμετωπίζουν βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να αξιολογούν, μέσω των σχετικών εποπτικών δραστηριοτήτων τους, τον βαθμό στον οποίο τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν ΠΚΔ κινδύνους και διαθέτουν συνοδευτικές πολιτικές διαχείρισης και επιχειρησιακές δράσεις που αντικατοπτρίζονται στους στόχους και τα ορόσημα που καθορίζονται στα οικεία σχέδια προληπτικής εποπτείας, τα οποία συνάδουν με τις δημοσιοποιημένες δεσμεύσεις βιωσιμότητάς τους στο πλαίσιο της διαδικασίας προσαρμογής στην κλιματική ουδετερότητα έως το 2050. Για την προώθηση της ορθής και αποτελεσματικής εποπτείας των κινδύνων, καθώς και της συμπεριφοράς των διοικητικών στελεχών σύμφωνα με τη μακροπρόθεσμη στρατηγική τους για τη βιωσιμότητα, η διάθεση για ανάληψη κινδύνων από τα ιδρύματα σε σχέση με τους ΠΚΔ κινδύνους θα πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των πολιτικών και πρακτικών αποδοχών τους.

(42)

Οι ΠΚΔ κίνδυνοι μπορεί να έχουν εκτεταμένες συνέπειες στη σταθερότητα μεμονωμένων ιδρυμάτων αλλά και του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολό του. Ως εκ τούτου, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνεκτιμούν σταθερά τους εν λόγω κινδύνους κατά τις σχετικές εποπτικές δραστηριότητές τους, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης και της προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων των εν λόγω κινδύνων. Η Επιτροπή, με το Μέσο Τεχνικής Υποστήριξης που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2021/240 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16), παρέχει στις εθνικές αρμόδιες αρχές στήριξη για την ανάπτυξη και την εφαρμογή μεθοδολογιών προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων και θα συνεχίσει να παρέχει τεχνική υποστήριξη στο πλαίσιο αυτό. Ωστόσο, οι μεθοδολογίες προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για τους ΠΚΔ κινδύνους εφαρμόζονταν μέχρι στιγμής κυρίως με διερευνητικό τρόπο. Προκειμένου να ενσωματωθούν οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων για ΠΚΔ κινδύνους σταθερά και με συνέπεια στην εποπτεία, η ΕΑΤ, η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (ΕΑΑΕΣ) που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17) και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΑΚΑΑ) που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18) θα πρέπει να αναπτύξουν από κοινού κατευθυντήριες γραμμές για τη διασφάλιση συνεκτικών παραμέτρων και κοινών μεθοδολογιών για τις προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων όσον αφορά τους ΠΚΔ κινδύνους. Οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων για τους εν λόγω κινδύνους θα πρέπει να ξεκινούν από παράγοντες που συνδέονται με το κλίμα και το περιβάλλον και, καθώς καθίστανται διαθέσιμα περισσότερα δεδομένα και μεθοδολογίες για τους ΠΚΔ κινδύνους με σκοπό να στηρίξουν την ανάπτυξη πρόσθετων εργαλείων για την αξιολόγηση των ποσοτικών επιπτώσεών τους στους χρηματοοικονομικούς κινδύνους, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εκτιμούν όλο και περισσότερο τον αντίκτυπο των εν λόγω κινδύνων στις οικείες εκτιμήσεις επάρκειας των ιδρυμάτων. Προκειμένου να διασφαλιστεί η σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών, η ΕΑΤ θα πρέπει να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την ενιαία ένταξη των ΠΚΔ κινδύνων στη διαδικασία εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης.

(43)

Οι διατάξεις της οδηγίας 2013/36/ΕΕ σχετικά με το πλαίσιο του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου μπορούν ήδη να χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπιση διαφόρων ειδών συστημικών κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων των συστημικών κινδύνων που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή. Στον βαθμό που οι αρμόδιες αρχές ή οι εντεταλμένες αρχές του ιδρύματος θεωρούν ότι οι κίνδυνοι που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή ενδέχεται να έχουν σοβαρές αρνητικές συνέπειες για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την πραγματική οικονομία των κρατών μελών, θα πρέπει να θεσπίσουν ένα ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, το οποίο θα μπορούσε επίσης να εφαρμοστεί σε ορισμένα σύνολα ή υποσύνολα ανοιγμάτων, για παράδειγμα σε εκείνα που υπόκεινται σε φυσικούς κινδύνους και κινδύνους μετάβασης που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, σε περίπτωση που θεωρούν ότι η θέσπιση του εν λόγω ποσοστού είναι αποτελεσματική και αναλογική για τον μετριασμό των εν λόγω κινδύνων.

(44)

Οι αγορές κρυπτοστοιχείων αναπτύσσονται ραγδαία τα τελευταία χρόνια. Για την αντιμετώπιση δυνητικών κινδύνων για τα ιδρύματα λόγω ανοιγμάτων τους σε κρυπτοστοιχεία που δεν καλύπτονται επαρκώς από το υφιστάμενο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας, η Επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία ανέπτυξε πρότυπο για την προληπτική αντιμετώπιση ανοιγμάτων σε κρυπτοστοιχεία. Κομμάτι του προτύπου αυτού αφορά τη διαχείριση κινδύνου από τα ιδρύματα και την εφαρμογή της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης στα ιδρύματα. Τα ιδρύματα με άμεσα ή έμμεσα ανοίγματα σε κρυπτοστοιχεία ή τα ιδρύματα που παρέχουν συναφείς υπηρεσίες για οποιαδήποτε μορφή κρυπτοστοιχείων θα πρέπει να υποχρεούνται να εφαρμόζουν πολιτικές, διαδικασίες και πρακτικές διαχείρισης κινδύνων, προκειμένου να διαχειρίζονται κατάλληλα τους κινδύνους που προκαλούνται από τα ανοίγματά τους σε κρυπτοστοιχεία. Ειδικότερα, στις δραστηριότητές τους για τη διαχείριση κινδύνων, τα ιδρύματα θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους κινδύνους της τεχνολογίας κρυπτοστοιχείων, τους γενικούς κινδύνους της τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνιών (ΤΠΕ) και του κυβερνοχώρου, τους νομικούς κινδύνους, τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και τους κινδύνους αποτίμησης. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνουν τα αναγκαία εποπτικά μέτρα όταν οι πρακτικές διαχείρισης κινδύνων των ιδρυμάτων κρίνονται ανεπαρκείς.

(45)

Σκοπός της αξιολόγησης της καταλληλότητας των μελών διοικητικών οργάνων είναι να διασφαλιστεί ότι τα εν λόγω μέλη είναι κατάλληλα για τον ρόλο τους και έχουν καλή φήμη. Η ύπαρξη ενός άρτιου πλαισίου για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μελών του διοικητικού οργάνου και των επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για τη διασφάλιση της ενδεδειγμένης διοίκησης των ιδρυμάτων και της κατάλληλης διαχείρισης των κινδύνων τους. Οι υφιστάμενοι κανόνες δεν διασφαλίζουν ότι το ίδρυμα που διορίζει τα μέλη του διοικητικού οργάνου διενεργεί έγκαιρη αξιολόγηση της καταλληλότητάς τους. Ακόμη, επί του παρόντος δεν υπάρχουν κανόνες για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών. Επιπλέον, τα διασυνοριακά ιδρύματα πρέπει να ακολουθούν πολυποίκιλους εθνικούς κανόνες και διαδικασίες, γεγονός που μειώνει την αποτελεσματικότητα του ισχύοντος πλαισίου. Η ύπαρξη αρκετά διαφορετικών απαιτήσεων όσον αφορά την αξιολόγηση της καταλληλότητας σε ολόκληρη την Ένωση αποτελεί ιδιαιτέρως σημαντικό ζήτημα στο πλαίσιο της τραπεζικής ένωσης. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να θεσπιστεί ένα σύνολο κανόνων σε επίπεδο Ένωσης για τη θέσπιση ενός περισσότερο συνεκτικού και προβλέψιμου πλαισίου καταλληλότητας. Κάτι τέτοιο αναμένεται να ενισχύσει την εποπτική σύγκλιση, να καταστήσει περαιτέρω δυνατή την εμπιστοσύνη μεταξύ των αρμόδιων αρχών και να παράσχει στα ιδρύματα μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου. Οι αξιολογήσεις καταλληλότητας αποτελούν σημαντικό εποπτικό στοιχείο μαζί με άλλους μηχανισμούς, όπως η διαδικασία εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης και οι κανόνες για τις αποδοχές, που από κοινού διασφαλίζουν τη χρηστή διακυβέρνηση των ιδρυμάτων.

(46)

Για να διασφαλίζεται η χρηστή διακυβέρνηση, να διευκολύνονται η έκφραση ανεξάρτητων απόψεων και η προαγωγή του κριτικού ελέγχου και να παρουσιάζονται διάφορες απόψεις και εμπειρίες, τα διοικητικά όργανα θα πρέπει να είναι επαρκώς διαφοροποιημένα όσον αφορά την ηλικία, το φύλο, τη γεωγραφική προέλευση και το εκπαιδευτικό και επαγγελματικό υπόβαθρο. Η ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων έχει ιδιαίτερη σημασία για τη διασφάλιση επαρκούς εκπροσώπησης του πληθυσμού και θα πρέπει να προωθείται.

(47)

Έχοντας την πρωταρχική ευθύνη για την αξιολόγηση της καταλληλότητας κάθε μέλους του διοικητικού οργάνου, τα ιδρύματα, οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών θα πρέπει να διενεργούν την αρχική αξιολόγηση καταλληλότητας πριν το νέο μέλος να αναλάβει τη θέση, με την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων, την οποία θα ακολουθεί μια επαλήθευση από τις αρμόδιες αρχές. Οι εν λόγω οντότητες θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες σχετικά με την καταλληλότητα των μελών του διοικητικού οργάνου παραμένουν επικαιροποιημένες. Οι εν λόγω οντότητες θα πρέπει να κοινοποιούν τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή. Μόλις γνωστοποιούνται νέα γεγονότα ή άλλες περιστάσεις που ενδέχεται να επηρεάσουν την καταλληλότητα των μελών του διοικητικού οργάνου, οι εν λόγω οντότητες θα πρέπει να ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές χωρίς περιττή χρονοτριβή. Οι εν λόγω οντότητες θα πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα εάν καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι ένα μέλος ή ένα υποψήφιο μέλος του διοικητικού οργάνου δεν πληροί τις απαιτήσεις καταλληλότητας. Οι ίδιες απαιτήσεις θα πρέπει να ισχύουν και για τους επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών.

(48)

Προκειμένου να διασφαλιστούν η ασφάλεια δικαίου και η προβλεψιμότητα για τις οντότητες, είναι αναγκαίο να θεσπιστούν διαδικαστικοί κανόνες για την επαλήθευση από τις αρμόδιες αρχές της καταλληλότητας των μελών του διοικητικού οργάνου και των επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών σε μεγάλα ιδρύματα. Οι εν λόγω διαδικαστικοί κανόνες θα πρέπει να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να ζητούν τυχόν πρόσθετες πληροφορίες, όπου απαιτείται, μεταξύ άλλων μέσω τεκμηρίωσης, συνεντεύξεων και ακροάσεων. Οι πληροφορίες και τα έγγραφα που είναι απαραίτητα για την αξιολόγηση της καταλληλότητας από τις αρμόδιες αρχές, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο της αίτησης περί καταλληλότητας που πρέπει να παρέχουν μεγάλα ιδρύματα για μέλη του διοικητικού οργάνου με διοικητική αρμοδιότητα ή τον πρόεδρο του διοικητικού οργάνου με εποπτική αρμοδιότητα πριν την ανάληψη καθηκόντων από υποψήφιο μέλος («εκ των προτέρων αίτηση περί καταλληλότητας»), θα πρέπει να τίθενται στη διάθεση των αρμόδιων αρχών με μέσα που καθορίζονται από τις αρμόδιες αρχές. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επαναξιολογούν την καταλληλότητα ενός μέλους όταν έχουν μεταβληθεί οι σχετικές πληροφορίες για την καταλληλότητα του μέλους αυτού. Οι αρμόδιες αρχές δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να επαναξιολογούν την καταλληλότητα των μελών του διοικητικού οργάνου κατά την ανανέωση της θητείας τους, εκτός εάν έχουν μεταβληθεί σχετικές πληροφορίες που είναι γνωστές στις αρμόδιες αρχές και η εν λόγω μεταβολή ενδέχεται να επηρεάσει την καταλληλότητα του οικείου μέλους. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν την εξουσία να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα εάν καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι δεν πληρούνται οι απαιτήσεις καταλληλότητας. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να ζητούν από την αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849, να συμβουλεύεται, ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου, τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τα μέλη του διοικητικού οργάνου και να έχει πρόσβαση στην κεντρική βάση δεδομένων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

(49)

Λόγω των κινδύνων που ενέχουν τα μεγάλα ιδρύματα, οι οποίοι προκύπτουν ειδικότερα από πιθανά φαινόμενα μετάδοσης, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία διενεργείται η αξιολόγηση καταλληλότητας της εποπτικής αρχής αφού το μέλος αναλάβει τη θέση στο διοικητικό όργανο, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, θα πρέπει να ενημερώνονται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και αμέσως μόλις υπάρξει σαφής πρόθεση διορισμού ενός μέλους του διοικητικού οργάνου με διοικητική αρμοδιότητα ή του προέδρου του διοικητικού οργάνου με εποπτική αρμοδιότητα. Τα μεγάλα ιδρύματα θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν εκ των προτέρων αίτηση περί καταλληλότητας το αργότερο 30 εργάσιμες ημέρες προτού αναλάβει τη θέση το υποψήφιο μέλος. Η εκ των προτέρων αίτηση περί καταλληλότητας θα πρέπει να συνοδεύεται από όλα τα σχετικά έγγραφα και τις πληροφορίες που απαιτούνται για την αξιολόγηση, ανεξάρτητα από το αν η αξιολόγηση καταλληλότητας από τις αρμόδιες αρχές έχει ολοκληρωθεί πριν ή αφού καταλάβει τη θέση το πρόσωπο. Εάν το ποινικό μητρώο ή άλλα έγγραφα που απαιτούνται βάσει του εθνικού δικαίου ή απαριθμούνται από τις αρμόδιες αρχές καταστούν διαθέσιμα σε μεταγενέστερο στάδιο, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν τα εν λόγω έγγραφα ή τις πληροφορίες χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Η εκ των προτέρων αίτηση περί καταλληλότητας θα πρέπει να επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να ξεκινούν την ανάλυσή τους και να προβαίνουν σε ενέργειες στο πλαίσιο της αξιολόγησης. Οι ενέργειες αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν την παρεμπόδιση της ανάληψης της θέσης από το υποψήφιο μέλος για όσο διάστημα η αρμόδια αρχή δεν λαμβάνει επαρκείς πληροφορίες, ή τη συμμετοχή σε ενισχυμένο διάλογο σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή έχει ανησυχίες σχετικά με την καταλληλότητα του υποψήφιου μέλους, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι το υποψήφιο μέλος είναι ή καθίσταται κατάλληλο κατά την ανάληψη της θέσης. Η ΕΑΤ θα πρέπει να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις λεπτομέρειες του εστιασμένου και διεξοδικού διαλόγου μεταξύ της αρμόδιας αρχής και του μεγάλου ιδρύματος, με σκοπό την άρση τυχόν εμποδίων όσον αφορά την καταλληλότητα του υποψήφιου μέλους σε πνεύμα συνεργασίας. Η εκ των προτέρων αίτηση περί καταλληλότητας θα πρέπει να επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να διεξάγουν έγκαιρο διάλογο με μεγάλα ιδρύματα σχετικά με την καταλληλότητα των μελών του διοικητικού οργάνου με διοικητική αρμοδιότητα ή του προέδρου του διοικητικού οργάνου με εποπτική αρμοδιότητα πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους. Ωστόσο, η εκ των προτέρων αίτηση περί καταλληλότητας δεν θα πρέπει να θίγει τα προνόμια και την ευθύνη του μεγάλου ιδρύματος κατά τη διασφάλιση της καταλληλότητας των μελών του διοικητικού οργάνου, ούτε τυχόν εκ των υστέρων αξιολογήσεις που διενεργούνται από τις αρμόδιες αρχές, εφόσον επιτρέπονται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

(50)

Επιπλέον, όσον αφορά τα μεγάλα ιδρύματα, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εξετάσουν δεόντως το ενδεχόμενο καθορισμού μέγιστης περιόδου για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης περί καταλληλότητας, τουλάχιστον όσον αφορά τον διορισμό των μελών του διοικητικού οργάνου και τον διορισμό του επικεφαλής των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου και του ανώτερου οικονομικού διευθυντή, για μια θέση στα εν λόγω ιδρύματα. Θα πρέπει να είναι δυνατή η παράταση της εν λόγω μέγιστης περιόδου, κατά περίπτωση.

(51)

Η αξιολόγηση περί καταλληλότητας των μελών του διοικητικού οργάνου θα πρέπει να διενεργείται με την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου σχετικά με τον διορισμό των εκπροσώπων των εργαζομένων στο διοικητικό όργανο και τον διορισμό των μελών του διοικητικού οργάνου με εποπτική αρμοδιότητα από εκλεγμένα όργανα περιφερειακής ή τοπικής αυτοδιοίκησης. Στις περιπτώσεις αυτές, θα πρέπει να θεσπιστούν κατάλληλες εγγυήσεις για τη διασφάλιση της καταλληλότητας των εν λόγω μελών του διοικητικού οργάνου.

(52)

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2029, η ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με την ΕΚΤ, θα πρέπει να επανεξετάσει και να υποβάλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του πλαισίου καταλληλότητας, λαμβάνοντας επίσης υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, ιδίως όσον αφορά τα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα.

(53)

Η ΕΑΤ θα πρέπει να καταρτίσει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα κριτήρια για να προσδιορίζεται αν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να εικάζεται ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί, επιχειρείται ή έχει επιχειρηθεί να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ή αν υπάρχει αυξημένος τέτοιου είδους κίνδυνος σε σχέση με μια οντότητα. Κατά την κατάρτιση των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, η ΕΑΤ θα πρέπει να συνεργάζεται με την ΕΑΚΑΑ και με την Αρχή για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1620 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19) («Αρχή για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας»). Σε περίπτωση που η Αρχή για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας δεν έχει αρχίσει να λειτουργεί όταν καταρτίζονται οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, η ΕΑΤ θα πρέπει να εκδώσει τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές χωρίς να χρειάζεται να συνεργαστεί με την εν λόγω αρχή.

(54)

Λόγω του ρόλου που παίζει η εκτίμηση της καταλληλότητας για τη συνετή και ορθή διοίκηση των ιδρυμάτων, είναι αναγκαίο να εξοπλιστούν οι αρμόδιες αρχές με νέα εργαλεία για την εκτίμηση της καταλληλότητας των μελών των διοικητικών οργάνων, των ανώτερων διοικητικών στελεχών και των επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών, όπως δηλώσεις αρμοδιοτήτων και καταγραφή καθηκόντων. Τα νέα αυτά εργαλεία θα πρέπει να στηρίζουν επίσης το έργο των αρμόδιων αρχών κατά την επανεξέταση των ρυθμίσεων διακυβέρνησης των ιδρυμάτων στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης. Παρά τη συνολική συλλογική ευθύνη του διοικητικού οργάνου, τα ιδρύματα θα πρέπει να υποχρεούνται να καταρτίζουν ατομικές δηλώσεις στις οποίες καθορίζονται οι ρόλοι και τα καθήκοντα όλων των μελών του διοικητικού οργάνου με διοικητική αρμοδιότητα, των ανώτερων διοικητικών στελεχών και των επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών, καθώς και καταγράφονται τα καθήκοντα, συμπεριλαμβανομένων αναλυτικών στοιχείων σχετικά με τις γραμμές αναφοράς, τις γραμμές ευθύνης και τα πρόσωπα που αποτελούν μέρος των ρυθμίσεων διακυβέρνησης του ιδρύματος, καθώς και των καθηκόντων τους. Τα ατομικά καθήκοντα και οι ατομικές ευθύνες τους δεν καθορίζονται πάντοτε με σαφήνεια ή συνέπεια και ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες επικαλύπτονται δύο ή περισσότεροι ρόλοι ή παραβλέπονται τομείς καθηκόντων και ευθυνών, επειδή δεν εμπίπτουν αμιγώς στην αρμοδιότητα ενός και μόνο προσώπου. Το εύρος των καθηκόντων και των ευθυνών κάθε προσώπου θα πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένο και δεν θα πρέπει να παραλείπεται κανένα καθήκον. Τα εργαλεία αυτά θα πρέπει να διασφαλίζουν περαιτέρω τη λογοδοσία των μελών του διοικητικού οργάνου με εκτελεστική αρμοδιότητα, των ανώτερων διοικητικών στελεχών και των επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών. Επιπλέον, όταν τα κράτη μέλη το κρίνουν αναγκαίο, θα πρέπει να είναι σε θέση να θεσπίζουν ή να διατηρούν αυστηρότερες απαιτήσεις για τα εν λόγω εργαλεία.

(55)

Η απαίτηση πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που καθορίζεται από την αρμόδια αρχή ενός ιδρύματος σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ για την αντιμετώπιση κινδύνων πέραν του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης δεν θα πρέπει να αυξάνεται ως αποτέλεσμα της δέσμευσης του ιδρύματος από το κατώτατο όριο που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, αν όλες οι υπόλοιπες παράμετροι παραμένουν αμετάβλητες. Επιπλέον, μόλις το ίδρυμα δεσμευτεί από το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να επανεξετάσει την απαίτηση πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων του εν λόγω ιδρύματος και να αξιολογήσει, ειδικότερα, αν και σε ποιο βαθμό οι εν λόγω απαιτήσεις καλύπτονται ήδη πλήρως από το γεγονός ότι το ίδρυμα δεσμεύεται από το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων. Σε αυτή την περίπτωση, η απαίτηση πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος θα πρέπει να θεωρείται ότι επικαλύπτεται από τους κινδύνους που αποτυπώνει το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων όσον αφορά την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος και, κατά συνέπεια, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να μειώνει την απαίτηση αυτή στον βαθμό που είναι απαραίτητος για την εξάλειψη τυχόν τέτοιας επικάλυψης για όσο διάστημα το ίδρυμα εξακολουθεί να δεσμεύεται από το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων.

(56)

Ομοίως, μόλις δεσμευτεί από το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων, το ονομαστικό ποσό του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ενός ιδρύματος που απαιτείται βάσει του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου και του αποθέματος ασφαλείας O-SII θα μπορούσε να αυξηθεί παρότι δεν έχει υπάρξει αντίστοιχη αύξηση των μακροπροληπτικών ή συστημικών κινδύνων που συνδέονται με το ίδρυμα. Στις περιπτώσεις αυτές, η αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή του ιδρύματος θα πρέπει να επανεξετάζει τη βαθμονόμηση των ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου και να διασφαλίζει ότι παραμένουν κατάλληλα και δεν υπολογίζουν διπλά τους κινδύνους που καλύπτονται ήδη λόγω του γεγονότος ότι το ίδρυμα δεσμεύεται από το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων. Η επανεξέταση αυτή θα πρέπει να πραγματοποιείται με την ίδια συχνότητα με την επανεξέταση των αποθεμάτων ασφαλείας, η οποία διενεργείται ετησίως για το απόθεμα ασφαλείας O-SII και ανά διετία για το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου. Ωστόσο, η αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή του ιδρύματος θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προσαρμόζουν συχνότερα τη βαθμονόμηση των αποθεμάτων ασφαλείας.

(57)

Για να καταστεί δυνατή η έγκαιρη και αποτελεσματική ενεργοποίηση του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, είναι απαραίτητο να αποσαφηνιστεί η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων και να απλουστευθούν και να εναρμονιστούν οι εφαρμοστέες διαδικασίες. Οι εντεταλμένες αρχές όλων των κρατών μελών θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να καθορίζουν απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι αρχές έχουν την εξουσία να αντιμετωπίζουν τους συστημικούς κινδύνους με έγκαιρο, αναλογικό και αποτελεσματικό τρόπο και να καθίσταται δυνατή η αναγνώριση των ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που ορίζουν οι αρχές άλλων κρατών μελών. Για την αναγνώριση ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που ορίζεται από άλλο κράτος μέλος θα πρέπει να απαιτείται μόνο κοινοποίηση από την αρχή που αναγνωρίζει το ποσοστό. Για να αποφευχθούν περιττές διαδικασίες χορήγησης άδειας όταν η απόφαση για τον καθορισμό ποσοστού αποθέματος ασφαλείας οδηγεί σε μείωση ή δεν επιφέρει αλλαγή σε σχέση με οποιοδήποτε από τα προκαθορισμένα ποσοστά, θα πρέπει να εναρμονιστεί η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 131 παράγραφος 15 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 133 παράγραφος 9 της εν λόγω οδηγίας. Οι διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 133 παράγραφοι 11 και 12 της εν λόγω οδηγίας θα πρέπει να αποσαφηνιστούν και να συνάδουν περισσότερο με τις διαδικασίες που εφαρμόζονται για άλλα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, εφόσον κρίνεται σκόπιμο.

(58)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναπτύσσονται από την ΕΑΤ όσον αφορά την παρέκκλιση για χορήγηση άδειας λειτουργίας σε επιχειρήσεις επενδύσεων ως πιστωτικών ιδρυμάτων, τον κατάλογο των ελάχιστων πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται για την αξιολόγηση σημαντικών πράξεων, τη διαδικασία αξιολόγησης σημαντικών πράξεων, τις ρυθμίσεις καταχώρισης για υποκαταστήματα τρίτης χώρας, τον μηχανισμό συνεργασίας και τη λειτουργία των σωμάτων εποπτών, την έννοια της έκθεσης σε κίνδυνο αθέτησης που είναι σημαντική σε απόλυτες τιμές και τα όρια του μεγάλου αριθμού σημαντικών αντισυμβαλλομένων και θέσεων υπό διαπραγμάτευση σε χρεωστικούς ή μετοχικούς τίτλους διαφορετικών εκδοτών, καθώς και το ελάχιστο περιεχόμενο του ερωτηματολογίου και των βιογραφικών σημειωμάτων περί καταλληλότητας και της εσωτερικής αξιολόγησης περί καταλληλότητας. Η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει τα εν λόγω κανονιστικά τεχνικά πρότυπα μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(59)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναπτύσσονται από την ΕΑΤ όσον αφορά τους ενιαίους μορφότυπους και ορισμούς για την υποβολή αναφορών από τις ενδιάμεσες μητρικές επιχειρήσεις· τη διαδικασία διαβούλευσης μεταξύ των αρμόδιων αρχών σε σχέση με την απόκτηση ειδικής συμμετοχής· τη διαδικασία διαβούλευσης μεταξύ των αρμόδιων αρχών σε σχέση με συγχωνεύσεις ή διασπάσεις· τις κανονιστικές και χρηματοοικονομικές πληροφορίες σχετικά με τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών και για τις επικεφαλής επιχειρήσεις. Η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει τα εν λόγω εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα μέσω εκτελεστικών πράξεων δυνάμει του άρθρου 291 ΣΛΕΕ και σύμφωνα το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(60)

Όταν καταρτίζει τεχνικά πρότυπα και κατευθυντήριες γραμμές και όταν απαντά σε ερωτήσεις που αφορούν την πρακτική εφαρμογή ή την υλοποίησή τους, η ΕΑΤ θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη την αρχή της αναλογικότητας και να διασφαλίζει ότι τα εν λόγω πρότυπα και κατευθυντήριες γραμμές μπορούν επίσης να εφαρμόζονται από μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα χωρίς υπερβολική προσπάθεια.

(61)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας δεν μπορούν να επιτευχθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, εξαιτίας της κλίμακας και των επιπτώσεών της, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(62)

Επομένως, η οδηγία 2013/36/ΕΕ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2013/36/ΕΕ

Η οδηγία 2013/36/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 5 τροποποιείται ως εξής:

i)

τα σημεία 4) και 5) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«4)

στη Δανία, το “Danmarks Eksport- og Investeringsfond”, το “Danmarks Skibskredit A/S” και το “KommuneKredit”·

4α)

στην Τσεχία, την “Národní rozvojová banka a.s.”·

5)

στη Γερμανία, τις “Kreditanstalt für Wiederaufbau”, “Landwirtschaftliche Rentenbank”, “Bremer Aufbau-Bank GmbH”, “Hamburgische Investitions- und Förderbank”, “Investitionsbank Berlin”, “Investitionsbank des Landes Brandenburg”, “Investitionsbank Sachsen–Anhalt”, “Investitionsbank Schleswig-Holstein”, “Investitions- und Förderbank Niedersachsen — NBank”, “Investitions- und Strukturbank Rheinland-Pfalz”, “Landeskreditbank Baden-Württemberg — Förderbank”, “LfA Förderbank Bayern”, “NRW.BANK”, “Saarländische Investitionskreditbank AG”, “Sächsische Aufbaubank — Förderbank”, “Thüringer Aufbaubank”, επιχειρήσεις οι οποίες αναγνωρίζονται, στο πλαίσιο του “Wohnungsgemeinnützigkeitsgesetz”, ως όργανα της εθνικής πολιτικής στον στεγαστικό τομέα και των οποίων η κύρια δραστηριότητα δεν αφορά τραπεζικές συναλλαγές, καθώς και επιχειρήσεις οι οποίες, δυνάμει του νόμου αυτού, αναγνωρίζονται ως κοινωφελείς στεγαστικοί οργανισμοί·»

·

ii)

το σημείο 18) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«18)

στην Αυστρία, τις επιχειρήσεις που αναγνωρίζονται ως κοινωφελείς στεγαστικοί συνεταιρισμοί και την “Österreichische Kontrollbank AG” και την “Oesterreichische Entwicklungsbank — OeEB”,·»

·

iii)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο:

«20α)

στη Ρουμανία, την “Banca de Investiții și Dezvoltare — S.A.”·»

·

iv)

το σημείο 24) διαγράφεται·

β)

η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Οι οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 5 σημεία 3 έως 23 του παρόντος άρθρου αντιμετωπίζονται ως χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για τους σκοπούς του άρθρου 34 και του τίτλου VII κεφάλαιο 3.»

·

2)

στο άρθρο 3, η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο:

«8α)

“διοικητικό όργανο με διοικητική αρμοδιότητα”: το διοικητικό όργανο κατά την άσκηση του ρόλου του να διευθύνει το ίδρυμα, το οποίο περιλαμβάνει τα πρόσωπα που πράγματι διευθύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα του ιδρύματος·»

·

β)

το σημείο 9) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«9)

“ανώτερα διοικητικά στελέχη”: τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εκτελεστικά καθήκοντα σε ίδρυμα και τα οποία λογοδοτούν απευθείας στο διοικητικό όργανο, αλλά δεν είναι μέλη του οργάνου αυτού, και είναι υπεύθυνα για την καθημερινή διοίκηση του ιδρύματος υπό την καθοδήγηση του διοικητικού οργάνου·»

·

γ)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα σημεία:

«9α)

“επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών”: τα πρόσωπα τα οποία ασκούν σημαντική επιρροή στη διοίκηση ιδρύματος, αλλά δεν είναι μέλη του διοικητικού οργάνου, στα οποία περιλαμβάνονται οι επικεφαλής των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου και ο ανώτερος οικονομικός διευθυντής, στην περίπτωση που δεν είναι μέλη του διοικητικού οργάνου·

9β)

“λειτουργίες εσωτερικού ελέγχου”: τα τμήματα διαχείρισης κινδύνου, κανονιστικής συμμόρφωσης και εσωτερικής επιθεώρησης·

9γ)

“επικεφαλής των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου”: τα πρόσωπα στο ανώτατο ιεραρχικό επίπεδο τα οποία είναι επιφορτισμένα με την πραγματική διαχείριση της καθημερινής λειτουργίας των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου ιδρύματος·

9δ)

“ανώτερος οικονομικός διευθυντής”: το πρόσωπο που έχει τη γενική ευθύνη για τη διαχείριση των οικονομικών πόρων, τον οικονομικό προγραμματισμό και την υποβολή χρηματοοικονομικών αναφορών ιδρύματος·»

·

δ)

το σημείο 11) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«11)

“κίνδυνος υποδείγματος”: ο κίνδυνος υποδείγματος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 52β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·»

·

ε)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο:

«29α)

“αυτόνομο ίδρυμα εντός της Ένωσης”: ίδρυμα που δεν υπόκειται σε εποπτική ενοποίηση εντός της Ένωσης σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και δεν έχει μητρική επιχείρηση που υπόκειται σε εποπτική ενοποίηση εντός της ΕΕ·»

·

στ)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο:

«47α)

“αποδεκτό κεφάλαιο”: το αποδεκτό κεφάλαιο όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 71) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·»

·

ζ)

το σημείο 59) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«59)

“εσωτερικές μέθοδοι”: η μέθοδος που βασίζεται στην προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθμίσεων η οποία αναφέρεται στο άρθρο 143 παράγραφος 1, η προσέγγιση του εσωτερικού υποδείγματος η οποία αναφέρεται στο άρθρο 221, η μέθοδος του εσωτερικού υποδείγματος η οποία αναφέρεται στο άρθρο 283, η προσέγγιση εναλλακτικών εσωτερικών υποδειγμάτων που αναφέρεται στο άρθρο 325νβ και προσέγγιση της εσωτερικής αξιολόγησης που αναφέρεται στο άρθρο 265 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013»

·

η)

προστίθενται τα ακόλουθα σημεία:

«66)

“μεγάλο ίδρυμα”: μεγάλο ίδρυμα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 146) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

67)

“περιοδική χρηματική ποινή”: περιοδικό μέτρο επιβολής χρηματικού προστίμου που έχει ως στόχο τον τερματισμό συνεχιζόμενων παραβάσεων των εθνικών διατάξεων μεταφοράς της παρούσας οδηγίας, παραβάσεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή παραβάσεων των αποφάσεων που λαμβάνονται από αρμόδια αρχή βάσει των εν λόγω διατάξεων ή του εν λόγω κανονισμού, με τις οποίες υποχρεώνονται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα να αποκαταστήσουν τη συμμόρφωση με τις παραβιασθείσες διατάξεις ή αποφάσεις·

68)

“περιβαλλοντικός, κοινωνικός και σχετικός με τη διακυβέρνηση κίνδυνος” ή “ΠΚΔ κίνδυνος”: περιβαλλοντικός, κοινωνικός και σχετικός με τη διακυβέρνηση κίνδυνος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 52δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

69)

“κλιματική ουδετερότητα”: ο γενικός στόχος επίτευξης κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/1119 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1)·

70)

“κρυπτοστοιχείο”: κρυπτοστοιχείο όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 5) του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1114 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*2) το οποίο δεν είναι ψηφιακό νόμισμα κεντρικής τράπεζας.

(*1)  Κανονισμός (ΕΕ) 2021/1119 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 2021, για τη θέσπιση πλαισίου με στόχο την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 401/2009 και (ΕΕ) 2018/1999 (“ευρωπαϊκό νομοθέτημα για το κλίμα”) (ΕΕ L 243 της 9.7.2021, σ. 1)."

(*2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2023/1114 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2023, για τις αγορές κρυπτοστοιχείων και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 και των οδηγιών 2013/36/ΕΕ και (ΕΕ) 2019/1937 (ΕΕ L 150 της 9.6.2023, σ. 40).»·"

3)

στο άρθρο 4, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν την εξειδίκευση, τους πόρους, την επιχειρησιακή ικανότητα, τις εξουσίες και την ανεξαρτησία που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων προληπτικής εποπτείας και έρευνας και τις εξουσίες που απαιτούνται για την επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών και κυρώσεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.»

·

4)

προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 4α

Εποπτική ανεξαρτησία των αρμόδιων αρχών

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως “μέλη του οργάνου διακυβέρνησης της αρμόδιας αρχής” νοούνται τα φυσικά πρόσωπα που συμμετέχουν στο ανώτερο συλλογικό όργανο λήψης αποφάσεων της αρμόδιας αρχής και στα οποία έχει ανατεθεί η εξουσία να ασκούν εκτελεστικά καθήκοντα σχετικά με την καθημερινή διαχείριση της εποπτικής λειτουργίας της αρμόδιας αρχής, εξαιρουμένων των διοικητών των εθνικών κεντρικών τραπεζών.

2.   Για να διατηρηθεί η ανεξαρτησία των αρμόδιων αρχών κατά την άσκηση των εξουσιών τους, τα κράτη μέλη προβλέπουν τις αναγκαίες ρυθμίσεις για να διασφαλίσουν ότι οι αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων του προσωπικού τους και των μελών των οργάνων διακυβέρνησής τους, μπορούν να ασκούν τις εποπτικές εξουσίες τους ανεξάρτητα και αντικειμενικά, χωρίς να ζητούν ή να δέχονται οδηγίες από εποπτευόμενα ιδρύματα, από οποιοδήποτε όργανο της Ένωσης ή κυβέρνηση κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλον δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα όργανα διακυβέρνησης των αρμόδιων αρχών είναι λειτουργικά ανεξάρτητα από άλλους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς. Οι εν λόγω ρυθμίσεις δεν θίγουν τις ρυθμίσεις βάσει του εθνικού δικαίου σύμφωνα με τις οποίες οι αρμόδιες αρχές υπόκεινται σε δημόσια και δημοκρατική λογοδοσία.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κανένα μέλος του οργάνου διακυβέρνησης αρμόδιας αρχής που διορίζεται μετά από τις 11 Ιανουαρίου 2026 δεν παραμένει στο αξίωμά του για περισσότερα από 14 έτη. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα μέλη του οργάνου διακυβέρνησης αρμόδιας αρχής διορίζονται βάσει δημοσιευμένων κριτηρίων που είναι αντικειμενικά και διαφανή και ότι τα εν λόγω μέλη μπορούν να παυθούν εάν δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια διορισμού ή έχουν καταδικαστεί για σοβαρό ποινικό αδίκημα. Οι λόγοι της παύσης δημοσιοποιούνται, εκτός εάν το ενδιαφερόμενο μέλος του οργάνου διακυβέρνησης της αρμόδιας αρχής αντιταχθεί στη δημοσίευση.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν τους στόχους τους, λογοδοτούν για την εκτέλεση των καθηκόντων τους σε σχέση με τους εν λόγω στόχους και υπόκεινται σε δημοσιονομικό έλεγχο κατά τρόπο που δεν επηρεάζει την ανεξαρτησία τους.

Η παρούσα παράγραφος δεν θίγει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των αρμόδιων αρχών σύμφωνα με διεθνή ή ευρωπαϊκά συστήματα χρηματοπιστωτικής εποπτείας, ιδίως το ευρωπαϊκό σύστημα χρηματοπιστωτικής εποπτείας που θεσπίστηκε βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (*3), τον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό που θεσπίστηκε βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (*4) και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (*5), και τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης που θεσπίστηκε βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*6).

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, ειδικότερα, ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν όλες τις αναγκαίες ρυθμίσεις για την πρόληψη της σύγκρουσης συμφερόντων των μελών του προσωπικού τους και των μελών των οργάνων διακυβέρνησής τους. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες που είναι αναλογικοί προς τον ρόλο και τις αρμοδιότητες των μελών του προσωπικού και των μελών των οργάνων διακυβέρνησης και οι οποίοι, τουλάχιστον, τους απαγορεύουν:

α)

συναλλαγές σε χρηματοοικονομικά μέσα που εκδίδονται από ή συνδέονται με ιδρύματα τα οποία εποπτεύουν οι οικείες αρμόδιες αρχές και που εκδίδονται από ή συνδέονται με τις άμεσες ή έμμεσες μητρικές επιχειρήσεις, θυγατρικές ή συνδεδεμένες εταιρείες των εν λόγω ιδρυμάτων, εξαιρουμένων:

i)

των μέσων που τελούν υπό τη διαχείριση τρίτων, υπό την προϋπόθεση ότι οι ιδιοκτήτες των μέσων αυτών δεν επιτρέπεται να παρεμβαίνουν στη διαχείριση του χαρτοφυλακίου·

ii)

των επενδύσεων σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων·

β)

να προσλαμβάνονται ή να αποδέχονται οποιαδήποτε σύμβαση για την παροχή επαγγελματικών υπηρεσιών κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου (“περίοδος αναμονής”) με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

i)

ιδρύματα με τα οποία το μέλος του προσωπικού ή το μέλος του οργάνου διακυβέρνησης της αρμόδιας αρχής έχει συνδεθεί άμεσα για σκοπούς εποπτείας ή λήψης αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένων άμεσων ή έμμεσων μητρικών επιχειρήσεων, θυγατρικών ή συνδεδεμένων εταιρειών των εν λόγω ιδρυμάτων·

ii)

οντότητες που παρέχουν υπηρεσίες σε οποιαδήποτε από τις οντότητες που αναφέρονται στο σημείο i), εκτός εάν το μέλος του προσωπικού ή το μέλος του οργάνου διακυβέρνησης της αρμόδιας αρχής απαγορεύεται αυστηρά να συμμετέχει στην παροχή των εν λόγω υπηρεσιών κατά τη διάρκεια της περιόδου αναμονής·

iii)

οντότητες που ασκούν δραστηριότητες εκπροσώπησης και υπεράσπισης συμφερόντων με στόχο την αρμόδια αρχή σχετικά με θέματα για τα οποία ήταν υπεύθυνο το μέλος του προσωπικού ή το μέλος του οργάνου διακυβέρνησης της αρμόδιας αρχής κατά τη διάρκεια της απασχόλησης ή της θητείας του εν λόγω μέλους.

Οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο α) σημεία i) και ii) εφαρμόζονται μόνο όταν τρίτα μέρη και οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων δεν επενδύουν κυρίως σε μέσα που εκδίδονται από τις οντότητες που αναφέρονται στο στοιχείο α) ή αναφέρονται σε αυτές.

4.   Η περίοδος αναμονής αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε η άμεση συμμετοχή στην εποπτεία των οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 5 στοιχείο β) σημείο i). Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα μέλη του προσωπικού τους και τα μέλη των οργάνων διακυβέρνησής τους δεν έχουν πρόσβαση σε εμπιστευτικές ή ευαίσθητες πληροφορίες που αφορούν τις εν λόγω οντότητες κατά τη διάρκεια της περιόδου αναμονής. Στην περίπτωση προσλήψεων από τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο β) σημεία i) και ii), η διάρκεια της περιόδου αναμονής είναι τουλάχιστον έξι μήνες για τα μέλη του προσωπικού που συμμετέχουν άμεσα στην εποπτεία των οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο β) σημείο i), και τουλάχιστον 12 μήνες για τα μέλη του οργάνου διακυβέρνησης της αρμόδιας αρχής. Στην περίπτωση προσλήψεων από τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο β) σημείο iii), η διάρκεια της περιόδου αναμονής είναι τουλάχιστον τρεις μήνες τόσο για τα μέλη του προσωπικού όσο και για τα μέλη του οργάνου διακυβέρνησης της αρμόδιας αρχής.

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να υποβάλλουν σε περίοδο αναμονής τα μέλη του προσωπικού τους και τα μέλη των οργάνων διακυβέρνησής τους στα οποία εφαρμόζεται η παράγραφος 3 στοιχείο β) σημείο i), σε περίπτωση πρόσληψής τους από άμεσους ανταγωνιστές μιας από τις οντότητες που αναφέρονται στο εν λόγω σημείο. Για τους σκοπούς αυτούς, η διάρκεια της περιόδου αναμονής είναι τουλάχιστον τρεις μήνες για τα μέλη του προσωπικού που συμμετέχουν άμεσα στην εποπτεία των εν λόγω οντοτήτων και τουλάχιστον έξι μήνες για μέλη του οργάνου διακυβέρνησης της αρμόδιας αρχής.

5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 4, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να εφαρμόζουν συντομότερες περιόδους αναμονής ελάχιστης διάρκειας τριών μηνών για τα μέλη του προσωπικού που συμμετέχουν άμεσα στην εποπτεία των ιδρυμάτων μόνον εφόσον μια μεγαλύτερη περίοδος αναμονής:

α)

θα περιόριζε αδικαιολόγητα την ικανότητα της αρμόδιας αρχής να προσλαμβάνει νέα μέλη προσωπικού με τις κατάλληλες ή αναγκαίες δεξιότητες για την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων της, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του μικρού μεγέθους της εθνικής αγοράς εργασίας· ή

β)

θα συνιστούσε παραβίαση τυχόν σχετικών θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στο σύνταγμα του οικείου κράτους μέλους, στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή τυχόν σχετικών δικαιωμάτων των εργαζομένων όπως ορίζονται στην εθνική εργατική νομοθεσία.

6.   Τα μέλη του προσωπικού και τα μέλη του οργάνου διακυβέρνησης αρμόδιας αρχής που υπόκεινται στην απαγόρευση που προβλέπεται στην παράγραφο 3 στοιχείο β) δικαιούνται κατάλληλη αποζημίωση για την εν λόγω απαγόρευση. Τα κράτη μέλη αποφασίζουν σχετικά με την κατάλληλη μορφή της εν λόγω αποζημίωσης.

7.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα μέλη του προσωπικού και τα μέλη του οργάνου διακυβέρνησης αρμόδιας αρχής υπόκεινται σε υποχρέωση υποβολής δήλωσης συμφερόντων. Η δήλωση αυτή περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τις συμμετοχές των μελών με τη μορφή μετοχικών κεφαλαίων, μετοχών, ομολόγων, αμοιβαίων κεφαλαίων, επενδυτικών κεφαλαίων, κεφαλαίων μικτού τύπου, αμοιβαίων κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου και διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων που ενδέχεται να εγείρουν ανησυχίες για συγκρούσεις συμφερόντων. Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα υποβάλλουν τη δήλωση συμφερόντων πριν από τον διορισμό τους και στη συνέχεια σε ετήσια βάση.

Η δήλωση συμφερόντων δεν θίγει οποιαδήποτε απαίτηση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης σύμφωνα με τους ισχύοντες εθνικούς κανόνες.

8.   Όταν τα μέλη του προσωπικού ή τα μέλη οργάνου διακυβέρνησης αρμόδιας αρχής κατέχουν, κατά την πρόσληψη ή τον διορισμό τους ή οποτεδήποτε αργότερα, χρηματοοικονομικά μέσα που ενδέχεται να προκαλέσουν συγκρούσεις συμφερόντων, η αρμόδια αρχή έχει την εξουσία να απαιτεί, κατά περίπτωση, την πώληση ή τη διάθεση των μέσων αυτών εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Οι αρμόδιες αρχές έχουν επίσης την εξουσία να επιτρέπουν, κατά περίπτωση, στα εν λόγω μέλη να πωλούν ή να διαθέτουν χρηματοοικονομικά μέσα τα οποία ανήκαν σε αυτά κατά τη στιγμή της πρόσληψης ή του διορισμού τους.

9.   Για να διασφαλιστεί η αναλογική εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ, έως τις 10 Ιουλίου 2026 εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, που απευθύνονται στις αρμόδιες αρχές, σχετικά με την πρόληψη συγκρούσεων συμφερόντων στις αρμόδιες αρχές και σχετικά με την ανεξαρτησία τους, λαμβανομένων υπόψη των διεθνών βέλτιστων πρακτικών.

(*3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12)."

(*4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63)."

(*5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (ΕΚΤ/2014/17) (ΕΕ L 141 της 14.5.2014, σ. 1)."

(*6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 225 της 30.7.2014, σ. 1).»·"

5)

το άρθρο 8α τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

ο μέσος όρος του μηνιαίου συνόλου των στοιχείων ενεργητικού, υπολογιζόμενος σε περίοδο 12 συναπτών μηνών, είναι χαμηλότερος από 30 δισεκατομμύρια EUR και η επιχείρηση αποτελεί μέρος ομίλου στον οποίο η συνολική αξία των ενοποιημένων στοιχείων ενεργητικού όλων των επιχειρήσεων εντός του ομίλου που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε υποκαταστημάτων και θυγατρικών τους που είναι εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα, οι οποίες μεμονωμένα διαθέτουν στοιχεία ενεργητικού συνολικής αξίας χαμηλότερης των 30 δισεκατομμυρίων EUR και ασκούν οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημεία 3) και 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, είναι ίση ή μεγαλύτερη από 30 δισεκατομμύρια EUR, αμφότερα υπολογιζόμενα κατά μέσο όρο σε περίοδο 12 συναπτών μηνών.»

·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3α.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, με βάση την αίτηση που λαμβάνεται σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο και τις πληροφορίες που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 95α της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η αρμόδια αρχή μπορεί, αφού λάβει αίτημα από επιχείρηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, να κάνει χρήση της παρέκκλισης σχετικά με την υποχρέωση λήψης άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 8 της παρούσας οδηγίας για την εν λόγω επιχείρηση.

Μόλις λάβει αίτημα παρέκκλισης, η αρμόδια αρχή ενημερώνει σχετικά την ΕΑΤ. Η ΕΑΤ εκδίδει γνώμη σχετικά με το εν λόγω αίτημα παρέκκλισης εντός ενός μήνα από την κοινοποίηση της αρμόδιας αρχής. Η αρμόδια αρχή λαμβάνει απόφαση σχετικά με το αίτημα παρέκκλισης, λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη της ΕΑΤ και τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

όταν η επιχείρηση ανήκει σε όμιλο, την οργανωτική δομή του ομίλου, τις πρακτικές του ομίλου για τις εγγραφές στα βιβλία και την κατανομή των στοιχείων ενεργητικού μεταξύ των οντοτήτων του ομίλου·

β)

τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων που ασκεί η επιχείρηση στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένη και στην Ένωση στο σύνολό της·

γ)

τη σημασία και τον συστημικό κίνδυνο που ενέχουν οι δραστηριότητες της επιχείρησης στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένη και στην Ένωση στο σύνολό της.

Εάν η απόφαση της αρμόδιας αρχής αποκλίνει από τη γνώμη της ΕΑΤ, η αρμόδια αρχή αναφέρει τους λόγους της απόκλισης στην απόφασή της.

Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί την απόφασή της στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση και στην ΕΑΤ. Η ΕΑΤ δημοσιεύει την απόφαση αυτή, μαζί με τη γνώμη της, στον ιστότοπό της.

Η αρμόδια αρχή επαναξιολογεί την απόφασή της ανά τριετία.»

·

γ)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«7.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω προσδιορισμό των στοιχείων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από την αρμόδια αρχή όταν αποφασίζει αν θα κάνει χρήση της παρέκκλισης σύμφωνα με την παράγραφο 3α, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της σημαντικότητας του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου στον οποίο είναι εκτεθειμένη μια επιχείρηση.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 10 Ιανουαρίου 2026.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

8.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2028, η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τη χρήση της παρέκκλισης που αναφέρεται στην παράγραφο 3α του παρόντος άρθρου, καθώς και σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) σημείο iii) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.»

·

6)

στο άρθρο 18 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ζ)

πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

έχει διαπιστωθεί ότι τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ ή σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014·

ii)

η αρχή εξυγίανσης θεωρεί ότι πληρείται η προϋπόθεση του άρθρου 32 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ ή του άρθρου 18 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 όσον αφορά το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα·

iii)

η αρχή εξυγίανσης θεωρεί ότι δεν πληρείται η προϋπόθεση του άρθρου 32 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ ή του άρθρου 18 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 όσον αφορά το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα.»

·

7)

το άρθρο 21α τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι εγκατεστημένες σε κράτος μέλος μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, οι εγκατεστημένες σε κράτος μέλος μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, οι εγκατεστημένες στην ΕΕ μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι εγκατεστημένες στην ΕΕ μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών ζητούν έγκριση σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Άλλες χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών ζητούν έγκριση σύμφωνα με το παρόν άρθρο όταν απαιτείται συμμόρφωσή τους με την παρούσα οδηγία ή τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε υποενοποιημένη βάση ή όταν ορίζονται υπεύθυνες για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης του ομίλου με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με την παράγραφο 4 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου.

Οι αρμόδιες αρχές προβαίνουν, σε τακτική βάση και τουλάχιστον ετησίως, σε έλεγχο των μητρικών επιχειρήσεων ενός ιδρύματος, προκειμένου να εξακριβώσουν εάν το ίδρυμα, η οντότητα που ζητεί άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 8, ή η οντότητα που έχει οριστεί υπεύθυνη να διασφαλίζει τη συμμόρφωση του ομίλου με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας (“ορισθείσα οντότητα”) έχει ορθά προσδιορίσει κάθε επιχείρηση που πληροί τα κριτήρια για να θεωρείται μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ.

Για τους σκοπούς του δεύτερου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, όταν οι μητρικές επιχειρήσεις είναι εγκατεστημένες σε κράτη μέλη διαφορετικά από το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένο το ίδρυμα, η οντότητα που ζητεί άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 8 ή η ορισθείσα οντότητα, οι αρμόδιες αρχές των εν λόγω κρατών μελών συνεργάζονται στενά για τη διενέργεια του ελέγχου.

Οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν στους ιστοτόπους τους και επικαιροποιούν σε ετήσια βάση κατάλογο των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών στις οποίες έχει χορηγηθεί έγκριση ή απαλλαγή από έγκριση στο κράτος μέλος σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Όταν έχει χορηγηθεί απαλλαγή από έγκριση, ο κατάλογος αναφέρει επίσης την ορισθείσα οντότητα.»

·

β)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

στο πρώτο εδάφιο, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

πληροφορίες σχετικά με τον διορισμό τουλάχιστον δύο προσώπων που πράγματι διευθύνουν τη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή τη μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και τη συμμόρφωση προς τα κριτήρια και τις απαιτήσεις του άρθρου 91 παράγραφος 1·»

·

ii)

το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σε περίπτωση που η έγκριση ή η απαλλαγή από έγκριση χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που αναφέρεται στις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος άρθρου συμπίπτει χρονικώς με την εκτίμηση που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 8, 22 ή 27α, η αρμόδια αρχή για τους σκοπούς των εν λόγω άρθρων προβαίνει σε κατάλληλο συντονισμό με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και, εφόσον είναι διαφορετική, με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. Η περίοδος εκτίμησης που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο ή στο άρθρο 27α παράγραφος 6 αναστέλλεται έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία που προβλέπει το παρόν άρθρο.»

·

γ)

στην παράγραφο 3, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

πληρούνται τα κριτήρια σχετικά με τους μετόχους και τα μέλη των πιστωτικών ιδρυμάτων που ορίζονται στο άρθρο 14 και οι απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 121.»

·

δ)

στην παράγραφο 4, το πρώτο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

i)

η εισαγωγική πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών μπορεί να ζητήσει απαλλαγή από την έγκριση βάσει του παρόντος άρθρου, η οποία χορηγείται εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:»

·

ii)

το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«γ)

ένα θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα ή μια θυγατρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που έχει λάβει έγκριση σύμφωνα με το παρόν άρθρο έχει οριστεί υπεύθυνο(-η) για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης του ομίλου με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και του (της) παρέχονται όλα τα αναγκαία μέσα και η νόμιμη εξουσία για την αποτελεσματική εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών·»

·

ε)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4α.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί να επιτρέπει, κατά περίπτωση, στις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή στις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που απαλλάσσονται από την έγκριση να αποκλείονται από την περίμετρο της ενοποίησης, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο αποκλεισμός δεν επηρεάζει την αποτελεσματικότητα της εποπτείας του θυγατρικού πιστωτικού ιδρύματος ή του ομίλου·

β)

η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν έχει άλλα ανοίγματα σε μετοχές πέραν του ανοίγματος σε μετοχές στο θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα ή στην ενδιάμεση μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που ελέγχει το θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα·

γ)

η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν προβαίνει σε σημαντική χρήση μόχλευσης ούτε έχει ανοίγματα που δεν σχετίζονται με την ιδιοκτησία της στο θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα ή στην ενδιάμεση μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών η οποία ελέγχει το θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα.»

·

στ)

η παράγραφος 8 τροποποιείται ως εξής:

i)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σε περίπτωση που η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι διαφορετική από την αρμόδια αρχή στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, οι δύο αρχές συνεργάζονται σε πλήρη συνεννόηση για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την έγκριση, την απαλλαγή από έγκριση και τον αποκλεισμό από την περίμετρο ενοποίησης που αναφέρονται στις παραγράφους 3, 4 και 4α και σχετικά με τα μέτρα εποπτείας που αναφέρονται στις παραγράφους 6 και 7. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας καταρτίζει αξιολόγηση για τα θέματα που αναφέρονται στις παραγράφους 3, 4, 4α, 6 και 7, ανάλογα με την περίπτωση, και τη διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. Οι δύο αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να λάβουν από κοινού απόφαση εντός δύο μηνών από την παραλαβή της εν λόγω αξιολόγησης.»

·

ii)

μετά το πρώτο εδάφιο παρεμβάλλεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Σε περίπτωση που επιτευχθεί κοινή απόφαση, εφόσον η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι διαφορετική από την αρμόδια αρχή στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η κοινή απόφαση εφαρμόζεται επίσης ή, εάν το επιτρέπει η εθνική νομοθεσία, έχει άμεση εφαρμογή στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.»

·

ζ)

στην παράγραφο 10, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εφόσον η έγκριση ή η απαλλαγή από την έγκριση χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σύμφωνα με το παρόν άρθρο έχει απορριφθεί, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει τον αιτούντα για την απόφαση και το σκεπτικό της εντός τετραμήνου από την παραλαβή της αίτησης ή, εφόσον η αίτηση είναι ελλιπής, εντός τετραμήνου από την παραλαβή του συνόλου των πληροφοριών που απαιτούνται για την απόφαση.»

·

8)

στο άρθρο 21β παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«6α.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό των ενιαίων μορφοτύπων, και ορισμών, και αναπτύσσει τις λύσεις ΤΠ που θα πρέπει να εφαρμόζονται στην Ένωση για την υποβολή των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 6.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 10 Ιανουαρίου 2026.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»

·

9)

προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 21γ

Απαίτηση εγκατάστασης υποκαταστήματος για την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών από επιχειρήσεις τρίτων χωρών

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 47, να ιδρύσουν υποκατάστημα στο έδαφός τους και να υποβάλουν αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με τον τίτλο VI, προκειμένου να αρχίσουν ή να συνεχίσουν να ασκούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 1 στο οικείο κράτος μέλος.

2.   Η απαίτηση που ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται όταν η επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα παρέχει υπηρεσία ή δραστηριότητα σε πελάτη ή αντισυμβαλλόμενο που είναι εγκατεστημένος ή βρίσκεται στην Ένωση, ο οποίος είναι:

α)

πελάτης λιανικής, επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος ή επαγγελματίας πελάτης κατά την έννοια του παραρτήματος ΙΙ τμήματα Ι και ΙΙ της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, που είναι εγκατεστημένος ή βρίσκεται στην Ένωση, όταν ο εν λόγω πελάτης ή αντισυμβαλλόμενος προσεγγίζει επιχείρηση εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα με αποκλειστική του πρωτοβουλία για την παροχή οποιασδήποτε υπηρεσίας ή δραστηριότητας που αναφέρεται στο άρθρο 47 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας·

β)

πιστωτικό ίδρυμα·

γ)

επιχείρηση του ίδιου ομίλου με εκείνον της επιχείρησης που είναι εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα.

Με την επιφύλαξη του πρώτου εδαφίου, στοιχείο γ), όταν μια επιχείρηση τρίτης χώρας προσεγγίζει πελάτη ή αντισυμβαλλόμενο, ή δυνητικό πελάτη ή αντισυμβαλλόμενο, που αναφέρεται στο στοιχείο α) του εν λόγω εδαφίου, μέσω οντότητας που ενεργεί για λογαριασμό της ή που διατηρεί στενούς δεσμούς με αυτήν την επιχείρηση τρίτης χώρας ή μέσω οποιουδήποτε άλλου προσώπου ενεργεί για λογαριασμό αυτής της επιχείρησης, δεν θεωρείται ότι αποτελεί υπηρεσία που παρέχεται με αποκλειστική πρωτοβουλία του πελάτη ή του αντισυμβαλλόμενου, ή του δυνητικού πελάτη ή αντισυμβαλλόμενου.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα και τα υποκαταστήματα που είναι εγκατεστημένα στο έδαφός τους να τους παρέχουν τις πληροφορίες τις οποίες χρειάζονται για την παρακολούθηση των υπηρεσιών που παρέχονται με αποκλειστική πρωτοβουλία του πελάτη ή του αντισυμβαλλομένου, ο οποίος είναι εγκατεστημένος ή βρίσκεται στο έδαφός τους, όταν οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται από επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο.

3.   Η πρωτοβουλία πελάτη ή αντισυμβαλλομένου, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2, δεν παρέχει στην επιχείρηση τρίτης χώρας το δικαίωμα να εμπορεύεται άλλες κατηγορίες προϊόντων, δραστηριοτήτων ή υπηρεσιών πέραν εκείνων που είχε ζητήσει ο πελάτης ή ο αντισυμβαλλόμενος, παρά μόνο μέσω υποκαταστήματος τρίτης χώρας εγκατεστημένου σε κράτος μέλος. Ωστόσο, η εγκατάσταση υποκαταστήματος τρίτης χώρας δεν είναι υποχρεωτική για υπηρεσίες, δραστηριότητες ή προϊόντα που απαιτούνται ή συνδέονται στενά με την παροχή της υπηρεσίας, του προϊόντος ή της δραστηριότητας που είχε αρχικά ζητηθεί από τον πελάτη ή τον αντισυμβαλλόμενο, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες οι εν λόγω στενά συνδεόμενες υπηρεσίες, δραστηριότητες ή προϊόντα παρέχονται μετά από εκείνες που ζητήθηκαν αρχικά.

4.   Η απαίτηση που ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται στις υπηρεσίες ή τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι τμήμα Α της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων τυχόν επικουρικών υπηρεσιών, όπως η σχετική αποδοχή καταθέσεων ή η χορήγηση πιστώσεων ή δανείων, σκοπός των οποίων είναι η παροχή υπηρεσιών δυνάμει της εν λόγω οδηγίας.

5.   Προκειμένου να διαφυλαχθούν τα κεκτημένα δικαιώματα των πελατών στο πλαίσιο υφιστάμενων συμβάσεων, η απαίτηση της παραγράφου 1 δεν θίγει τις υφιστάμενες συμβάσεις που έχουν συναφθεί πριν από τις 11 Ιουλίου 2026.

6.   Έως τις 10 Ιουλίου 2025, η ΕΑΤ, κατόπιν διαβούλευσης με την ΕΑΑΕΣ και την ΕΑΚΑΑ, επανεξετάζει αν οποιαδήποτε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα πέραν των πιστωτικών ιδρυμάτων θα πρέπει να εξαιρεθεί από την απαίτηση εγκατάστασης υποκαταστήματος για την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών από επιχειρήσεις τρίτων χωρών σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Η ΕΑΤ υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Η εν λόγω έκθεση λαμβάνει υπόψη τις ανησυχίες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τον αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα της Ένωσης.

Βάσει της εν λόγω έκθεσης, η Επιτροπή υποβάλλει, κατά περίπτωση, νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.»

·

10)

στο άρθρο 22 παράγραφος 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι αρμόδιες αρχές επιβεβαιώνουν γραπτώς ότι παρέλαβαν την κοινοποίηση κατά την παράγραφο 1 ή περαιτέρω πληροφορίες κατά την παράγραφο 3 χωρίς καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός 10 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης ή των πληροφοριών.»

·

11)

το άρθρο 23 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

εάν υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*7), ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.

(*7)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).»·"

ii)

προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Για τον σκοπό της αξιολόγησης του κριτηρίου που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο ε) της παρούσας παραγράφου, οι αρμόδιες αρχές διαβουλεύονται, στο πλαίσιο των επαληθεύσεων που διενεργούν, με τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, όταν ο υποψήφιος αγοραστής είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα που έχει καταχωριστεί ως τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου, η οποία παρουσιάζει στρατηγικές ανεπάρκειες όσον αφορά το οικείο καθεστώς καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σύμφωνα με το άρθρο 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, ή σε τρίτη χώρα που υπόκειται σε περιοριστικά μέτρα της Ένωσης και αξιολογείται από την αρμόδια αρχή ότι επηρεάζει την ικανότητα του υποψήφιου αγοραστή να εφαρμόζει τις απαιτούμενες πρακτικές και διαδικασίες για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του καθεστώτος καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.»

·

β)

στην παράγραφο 2 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου και όσον αφορά το κριτήριο που ορίζεται στην παράγραφο 1στοιχείο ε) του παρόντος άρθρου, η αρνητική γνώμη των αρχών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849, η οποία παραλαμβάνεται από τις αρμόδιες αρχές εντός 30 εργάσιμων ημερών από το αρχικό αίτημα, λαμβάνεται δεόντως υπόψη από τις αρμόδιες αρχές κατά την αξιολόγηση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και μπορεί να συνιστά βάσιμο λόγο εναντίωσης.»

·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«6.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει τον κατάλογο ελάχιστων πληροφοριών που πρέπει να παρέχει ο υποψήφιος αγοραστής στην αρμόδια αρχή κατά τον χρόνο της κοινοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 1.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η ΕΑΤ λαμβάνει υπόψη τον τίτλο ΙΙ της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*8).

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 10 Ιανουαρίου 2026.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(*8)  Οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, σχετικά με ορισμένες πτυχές του εταιρικού δικαίου (ΕΕ L 169 της 30.6.2017, σ. 46).»·"

12)

Στον τίτλο IIΙ προστίθενται τα ακόλουθα κεφάλαια:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΑΠΟΚΤΗΣΗ Η ΔΙΑΘΕΣΗ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ

Άρθρο 27α

Κοινοποίηση και εκτίμηση της απόκτησης συμμετοχής

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα, και τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 21α παράγραφος 1 (“υποψήφιος αγοραστής”) να ενημερώνουν την αρμόδια αρχή εγγράφως εκ των προτέρων όταν προτίθενται να προβούν σε απόκτηση, άμεση ή έμμεση, σημαντικής συμμετοχής (“προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής”). Στην κοινοποίηση αναφέρονται το μέγεθος της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και οι σχετικές πληροφορίες, όπως ορίζονται στο άρθρο 27β παράγραφος 5.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, μια συμμετοχή θεωρείται σημαντική όταν είναι ίση ή μεγαλύτερη του 15 % του αποδεκτού κεφαλαίου του υποψήφιου αγοραστή.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, όταν ο υποψήφιος αγοραστής είναι ίδρυμα, το όριο της παραγράφου 2 εφαρμόζεται τόσο σε ατομική βάση όσο και με βάση την ενοποιημένη κατάσταση του ομίλου. Όταν η υπέρβαση του ορίου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 γίνεται μόνο σε ατομική βάση, ο υποψήφιος αγοραστής ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος. Η εν λόγω αρμόδια αρχή αξιολογεί την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής. Σε περίπτωση υπέρβασης του εν λόγω ορίου σε ατομική βάση και με βάση την ενοποιημένη κατάσταση του ομίλου, ο υποψήφιος αγοραστής ενημερώνει επίσης την αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Η εν λόγω αρχή ενοποιημένης εποπτείας αξιολογεί επίσης την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής.

4.   Όταν ο υποψήφιος αγοραστής είναι χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 21α παράγραφος 1, το όριο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται βάσει της ενοποιημένης κατάστασης και η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι η αρμόδια αρχή για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

5.   Η αρμόδια αρχή επιβεβαιώνει εγγράφως ότι παρέλαβε την κοινοποίηση κατά την παράγραφο 1 ή κάθε πρόσθετη πληροφορία σύμφωνα με την παράγραφο 9 χωρίς καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός 10 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης ή των πρόσθετων πληροφοριών.

6.   Η αρμόδια αρχή διαθέτει προθεσμία εξήντα εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απαιτεί το κράτος μέλος να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 27β παράγραφος 5 (“περίοδος εκτίμησης”), προκειμένου να διενεργήσει την εκτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 27β παράγραφος 1.

Όταν η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής αφορά απόκτηση ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 1, ο υποψήφιος αγοραστής υπόκειται επίσης στην υποχρέωση κοινοποίησης και την εκτίμηση που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο. Στην περίπτωση αυτή, ο χρόνος που διαθέτει η αρμόδια αρχή για να διενεργήσει τόσο την εκτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 27β παράγραφος 1 και εκείνη που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 2 λήγει μόνο όταν λήξει η μεταγενέστερη από τις δύο σχετικές περιόδους εκτίμησης.

7.   Σε περίπτωση που η προτεινόμενη απόκτηση σημαντικής συμμετοχής πραγματοποιείται μεταξύ οντοτήτων του ίδιου ομίλου όπως αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή μεταξύ οντοτήτων στο πλαίσιο του ίδιου θεσμικού συστήματος προστασίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 7 του εν λόγω κανονισμού, η αρμόδια αρχή δεν υποχρεούται να διενεργήσει την εκτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 27β παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας.

8.   Η αρμόδια αρχή ενημερώνει τον υποψήφιο αγοραστή για την ημερομηνία λήξης της περιόδου εκτίμησης κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 5.

9.   Η αρμόδια αρχή δύναται, εάν είναι αναγκαίο, κατά την περίοδο εκτίμησης και εν πάση περιπτώσει όχι μετά την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα της περιόδου εκτίμησης, να ζητεί συμπληρωματικές πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την ολοκλήρωση της εκτίμησης που προβλέπεται στο άρθρο 27β παράγραφος 1. Το αίτημα αυτό υποβάλλεται εγγράφως και καθορίζονται οι αναγκαίες πρόσθετες πληροφορίες.

10.   Η περίοδος εκτίμησης αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πρόσθετες πληροφορίες από την αρμόδια αρχή και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, με την οποία παρέχει όλες τις πληροφορίες που ζητήθηκαν. Η αναστολή δεν υπερβαίνει τις είκοσι εργάσιμες ημέρες. Η αρμόδια αρχή έχει τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλλει περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν συνεπάγεται αναστολή της περιόδου εκτίμησης.

11.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να παρατείνει την αναστολή της παραγράφου 10 έως τριάντα εργάσιμες ημέρες το πολύ, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν η αποκτώμενη οντότητα είναι εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα ή υπόκειται στο κανονιστικό πλαίσιο τρίτης χώρας·

β)

όταν η ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία του υποψήφιου αγοραστή σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 είναι αναγκαία για τη διενέργεια της εκτίμησης που προβλέπεται στο άρθρο 27β παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας.

12.   Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η έγκριση χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 21α παράγραφος 1 συμπίπτει χρονικώς με την εκτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 27β παράγραφος 1, η αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του άρθρου 21α παράγραφος 1 συντονίζεται καταλλήλως με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και, εάν είναι διαφορετική, την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. Στην περίπτωση αυτή, η περίοδος εκτίμησης αναστέλλεται έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 21α.

13.   Όταν η αρμόδια αρχή αποφασίσει να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, ενημερώνει εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο εργάσιμων ημερών από την ολοκλήρωση της εκτίμησης που προβλέπεται στο άρθρο 27β παράγραφος 1 και πριν από τη λήξη της περιόδου εκτίμησης, εκθέτοντας τους λόγους για την εναντίωσή της.

14.   Εφόσον η αρμόδια αρχή δεν αντιταχθεί εγγράφως στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής εντός της περιόδου εκτίμησης, η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.

15.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, κατά περίπτωση.

Άρθρο 27β

Κριτήρια εκτίμησης

1.   Κατά την εκτίμηση της κοινοποίησης της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής που προβλέπεται στο άρθρο 27α παράγραφος 1 και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 27α παράγραφος 9, η αρμόδια αρχή εκτιμά την προοπτική για υγιή και συνετή διαχείριση του υποψήφιου αγοραστή, και ειδικότερα τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί ο υποψήφιος αγοραστής μετά την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

την ικανότητα του υποψήφιου αγοραστή να συμμορφώνεται και να συνεχίσει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, κατά περίπτωση, άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης·

β)

εάν υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.

2.   Για τον σκοπό της αξιολόγησης του κριτηρίου που ορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρχή διαβουλεύεται, στο πλαίσιο των επαληθεύσεων που διενεργεί, με τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία του υποψήφιου αγοραστή σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849.

3.   Η αρμόδια αρχή δύναται να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για κάτι τέτοιο, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάστηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις, παρά το αίτημα που υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 27α παράγραφος 9.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου και όσον αφορά το κριτήριο που ορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου, η αρνητική γνώμη των αρχών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία του υποψήφιου αγοραστή σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849, η οποία λαμβάνεται από τις αρμόδιες αρχές εντός 30 εργάσιμων ημερών από το αρχικό αίτημα, λαμβάνεται δεόντως υπόψη από τις αρμόδιες αρχές κατά την αξιολόγηση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και μπορεί να αποτελέσει βάσιμο λόγο εναντίωσης.

4.   Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής, ούτε επιτρέπουν στην αρμόδια αρχή τους να εξετάζει την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής με βάση τις οικονομικές ανάγκες της αγοράς.

5.   Τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν κατάλογο με τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της εκτίμησης. Ο υποψήφιος αγοραστής παρέχει τις εν λόγω πληροφορίες στην αρμόδια αρχή κατά τον χρόνο της κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 27α παράγραφος 1. Οι πληροφορίες που ζητούνται είναι αναλογικές και προσαρμοσμένες στη φύση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με την προληπτική εκτίμηση σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

6.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 27α παράγραφοι 5 έως 11, εάν κοινοποιηθούν δύο ή περισσότερες προτάσεις για απόκτηση σημαντικών συμμετοχών στην ίδια οντότητα, η αρμόδια αρχή αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αγοραστές αμερόληπτα.

7.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει:

α)

τον κατάλογο ελάχιστων πληροφοριών που θα πρέπει να υποβάλλει ο υποψήφιος αγοραστής στην αρμόδια αρχή κατά τον χρόνο της κοινοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 27α παράγραφος 1, στο άρθρο 27στ παράγραφος 1 και στο άρθρο 27θ παράγραφος 1·

β)

κοινή μεθοδολογία αξιολόγησης των κριτηρίων που ορίζονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 27ι·

γ)

τη διαδικασία που εφαρμόζεται για την κοινοποίηση και την προληπτική εκτίμηση που απαιτείται βάσει των άρθρων 27α και 27θ.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η ΕΑΤ λαμβάνει υπόψη τον τίτλο ΙΙ της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 10 Ιουλίου 2026.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία, εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 27γ

Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών

1.   Κατά τη διενέργεια της εκτίμησης που προβλέπεται στο άρθρο 27β παράγραφος 1, η αρμόδια αρχή διαβουλεύεται με τις αρχές στις οποίες έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον της εποπτείας άλλων σχετικών οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, σε περίπτωση που η αποκτώμενη οντότητα αφορά:

α)

πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε κλάδο διαφορετικό από αυτόν του υποψήφιου αγοραστή·

β)

μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιχείρησης επενδύσεων ή εταιρείας διαχείρισης, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε κλάδο διαφορετικό από αυτόν του υποψήφιου αγοραστή·

γ)

νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε κλάδο διαφορετικό από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής.

2.   Όταν ο υποψήφιος αγοραστής είναι ίδρυμα και υπέρβαση του ορίου που αναφέρεται στο άρθρο 27α παράγραφος 2 υπάρχει μόνο σε ατομική βάση, η αρμόδια αρχή που διενεργεί την εκτίμηση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής ενημερώνει την αρχή ενοποιημένης εποπτείας για την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής εντός 10 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης από τον υποψήφιο αγοραστή, αν ο υποψήφιος αγοραστής είναι μέλος ομίλου και η αρμόδια αρχή είναι διαφορετική από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Η αρμόδια αρχή διαβιβάζει επίσης την εκτίμησή της στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

Όταν ο υποψήφιος αγοραστής είναι χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 21α παράγραφος 1, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας που διενεργεί την εκτίμηση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο υποψήφιος αγοραστής για την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής εντός 10 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης από τον υποψήφιο αγοραστή, εάν η εν λόγω αρμόδια αρχή είναι διαφορετική από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διαβιβάζει επίσης την εκτίμησή της στην εν λόγω αρμόδια αρχή.

Όταν ο υποψήφιος αγοραστής είναι ίδρυμα και υπάρχει υπέρβαση του ορίου που αναφέρεται στο άρθρο 27α παράγραφος 2 τόσο σε ατομική βάση όσο και με βάση την ενοποιημένη κατάσταση του ομίλου, η αρμόδια αρχή και η αρχή ενοποιημένης εποπτείας που διενεργούν την εκτίμηση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής επιδιώκουν να συντονίσουν τις εκτιμήσεις τους, ιδίως σε ό,τι αφορά τη διαβούλευσή τους με τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

3.   Όταν η εκτίμηση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής πρέπει να πραγματοποιηθεί από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας που αναφέρεται στο άρθρο 27α παράγραφος 3, και η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι διαφορετική από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο υποψήφιος αγοραστής, οι δύο αρχές συνεργάζονται σε πλήρη συνεννόηση. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας εκπονεί εκτίμηση σχετικά με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής και τη διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο υποψήφιος αγοραστής. Οι δύο αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να λάβουν από κοινού απόφαση εντός δύο μηνών από την παραλαβή της εν λόγω εκτίμησης. Η εν λόγω κοινή απόφαση είναι δεόντως τεκμηριωμένη και αιτιολογημένη. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας γνωστοποιεί την κοινή απόφαση στον υποψήφιο αγοραστή.

Σε περίπτωση που η κοινή απόφαση δεν λαμβάνεται εντός δύο μηνών από την παραλαβή της εκτίμησης, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο υποψήφιος αγοραστής δεν λαμβάνει απόφαση και παραπέμπει το ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός από την παραλαβή της παραπομπής στην ΕΑΤ. Οι εκάστοτε αρχές λαμβάνουν κοινή απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ.

4.   Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν αμοιβαίως, χωρίς καθυστέρηση, κάθε αναγκαία ή σχετική πληροφορία για την εκτίμηση της απόκτησης. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν αμοιβαίως, κατόπιν αιτήματος ή με δική τους πρωτοβουλία όλες τις σχετικές πληροφορίες για την εκτίμηση.

Οι αρμόδιες αρχές προσπαθούν να συντονίσουν τις εκτιμήσεις τους και να διασφαλίσουν τη συνέπεια των αποφάσεών τους. Για τον σκοπό αυτό, στην απόφαση της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για τη διενέργεια της εκτίμησης αναφέρονται τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις που διατύπωσαν άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές.

5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, προκειμένου να καθορίσει κοινές διαδικασίες και έντυπα και καταρτίζει υποδείγματα για τη διαδικασία διαβούλευσης μεταξύ των ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 10 Ιουλίου 2026.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 27δ

Κοινοποίηση διάθεσης συμμετοχής

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα και τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 21α παράγραφος 1, να ενημερώνουν την αρμόδια αρχή, όταν προτίθενται να διαθέσουν, άμεσα ή έμμεσα, σημαντική συμμετοχή, όπως ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 27α παράγραφος 2. Η σχετική κοινοποίηση πραγματοποιείται εγγράφως και πριν από τη διάθεση της συμμετοχής, προσδιορίζει δε το ύψος της σχετικής συμμετοχής.

Άρθρο 27ε

Υποχρεώσεις ενημέρωσης και κυρώσεις

Όταν ο υποψήφιος αγοραστής δεν κοινοποιήσει εκ των προτέρων την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής σύμφωνα με το άρθρο 27α παράγραφος 1 ή αποκτήσει σημαντική συμμετοχή, όπως αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο, παρά την εναντίωση της αρμόδιας αρχής, τα κράτη μέλη απαιτούν από την αρμόδια αρχή να λάβει τα κατάλληλα μέτρα. Όταν αποκτάται σημαντική συμμετοχή παρά την εναντίωση της αρμόδιας αρχής, τα κράτη μέλη, με την επιφύλαξη πιθανών κυρώσεων, προβλέπουν είτε την αναστολή της άσκησης των αντίστοιχων δικαιωμάτων ψήφου είτε την ακύρωση των σχετικών ψήφων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ

Άρθρο 27στ

Κοινοποίηση των σημαντικών μεταβιβάσεων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα και τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 21α παράγραφος 1 να ενημερώνουν την αρμόδια αρχή τους γραπτώς εκ των προτέρων για κάθε σημαντική μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού που εκτελούν είτε μέσω πώλησης είτε μέσω οποιουδήποτε άλλου είδους συναλλαγής (“προτεινόμενη πράξη”).

Όταν η προτεινόμενη πράξη αφορά μόνον οντότητες του ίδιου ομίλου, οι εν λόγω οντότητες υπόκεινται επίσης στο πρώτο εδάφιο.

Για τους σκοπούς του πρώτου και δεύτερου εδαφίου, καθεμιά από τις οντότητες που συμμετέχουν στην ίδια προτεινόμενη πράξη υπόκειται μεμονωμένα στην υποχρέωση κοινοποίησης που προβλέπεται στα εν λόγω εδάφια.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η προτεινόμενη πράξη θεωρείται σημαντική για μια οντότητα όταν είναι τουλάχιστον ίση με το 10 % του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού της, εκτός εάν η προτεινόμενη πράξη εκτελείται μεταξύ οντοτήτων του ίδιου ομίλου, περίπτωση στην οποία η προτεινόμενη πράξη θεωρείται σημαντική για μια οντότητα όταν είναι τουλάχιστον ίση με το 15 % του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού της.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, για τις μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα ποσοστά εφαρμόζονται με βάση την ενοποιημένη τους κατάσταση.

Για τον υπολογισμό των ποσοστών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα:

α)

μεταβιβάσεις μη εξυπηρετούμενων στοιχείων ενεργητικού·

β)

μεταβιβάσεις στοιχείων ενεργητικού με σκοπό τη συμπερίληψή τους σε συνολικά στοιχεία κάλυψης, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 3) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*9)·

γ)

μεταβιβάσεις στοιχείων ενεργητικού που πρόκειται να τιτλοποιηθούν·

δ)

μεταβιβάσεις στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού στο πλαίσιο της χρήσης των εργαλείων, εξουσιών και μηχανισμών εξυγίανσης που προβλέπονται στον τίτλο IV της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

3.   Η αρμόδια αρχή επιβεβαιώνει εγγράφως ότι παρέλαβε την κοινοποίηση κατά την παράγραφο 1 χωρίς καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός 10 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης.

Άρθρο 27ζ

Υποχρεώσεις ενημέρωσης και κυρώσεις

Εάν οι οντότητες δεν κοινοποιήσουν εκ των προτέρων την προτεινόμενη πράξη σύμφωνα με το άρθρο 27στ παράγραφος 1, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣΠΑΣΕΙΣ

Άρθρο 27η

Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί

Το παρόν κεφάλαιο ισχύει με την επιφύλαξη της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 (*10) του Συμβουλίου και της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132.

Οι συγχωνεύσεις και οι διασπάσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή της οδηγίας 2014/59/ΕΕ δεν υπόκεινται στις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο.

Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

“συγχώνευση”: οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πράξεις με τις οποίες:

α)

μία ή περισσότερες εταιρείες μεταβιβάζουν κατά τη διάλυσή τους χωρίς εκκαθάριση όλα τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού τους ή μέρη αυτών, σε άλλη υφιστάμενη εταιρεία, την απορροφώσα εταιρεία, ως αντάλλαγμα για τη διάθεση στους εταίρους τους τίτλων ή μετοχών του εταιρικού κεφαλαίου της εν λόγω απορροφώσας εταιρείας και, κατά περίπτωση, ποσού σε μετρητά που δεν υπερβαίνει το 10 % της ονομαστικής αξίας, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ή, ελλείψει ονομαστικής αξίας, της λογιστικής αξίας των εν λόγω τίτλων ή μετοχών·

β)

μία ή περισσότερες εταιρείες μεταβιβάζουν κατά τη διάλυσή τους χωρίς εκκαθάριση όλα τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού τους ή μέρη αυτών, σε άλλη υφιστάμενη εταιρεία (απορροφώσα εταιρεία), χωρίς την έκδοση νέων τίτλων ή μετοχών από την απορροφώσα εταιρεία, υπό τον όρο ότι ένα πρόσωπο κατέχει άμεσα ή έμμεσα όλες τις μετοχές των συγχωνευόμενων εταιρειών ή ότι οι εταίροι των συγχωνευόμενων εταιρειών κατέχουν τους τίτλους και τις μετοχές τους στην ίδια αναλογία σε όλες τις συγχωνευόμενες εταιρείες·

γ)

δύο ή περισσότερες εταιρείες μεταβιβάζουν κατά τη διάλυσή τους και χωρίς να τεθούν σε εκκαθάριση όλα τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού τους ή μέρη αυτών, σε εταιρεία, τη νέα εταιρεία, την οποία συνιστούν ως αντάλλαγμα για τη διάθεση στους εταίρους τους τίτλων ή μετοχών του εταιρικού κεφαλαίου της εν λόγω νέας εταιρείας και, κατά περίπτωση, ποσού σε μετρητά που δεν υπερβαίνει το 10 % της ονομαστικής αξίας, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ή, ελλείψει ονομαστικής αξίας, της λογιστικής αξίας των εν λόγω τίτλων ή μετοχών·

δ)

μια εταιρεία μεταβιβάζει κατά τη διάλυσή της και χωρίς να τεθεί σε εκκαθάριση όλα τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού της ή μέρη αυτών, στην εταιρεία που κατέχει όλους τους τίτλους ή τις μετοχές του εταιρικού της κεφαλαίου·

2)

“διάσπαση”: οτιδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

πράξη με την οποία μια εταιρεία μεταβιβάζει, μετά τη διάλυσή της και χωρίς να τεθεί σε εκκαθάριση, σε περισσότερες από μία εταιρείες όλα τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού της, με αντάλλαγμα τη διανομή στους μετόχους της εταιρίας που διασπάται τίτλων ή μετοχών των εταιρειών οι οποίες λαμβάνουν τις εταιρικές εισφορές που προκύπτουν από τη διάσπαση και, κατά περίπτωση, ποσού σε μετρητά, που δεν υπερβαίνει το 10 % της ονομαστικής αξίας, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ή, ελλείψει ονομαστικής αξίας, της λογιστικής αξίας των εν λόγω τίτλων ή μετοχών·

β)

πράξη με την οποία μια εταιρεία μεταβιβάζει, μετά τη διάλυσή της και χωρίς να τεθεί σε εκκαθάριση, σε περισσότερες από μία νεοσυσταθείσες εταιρείες όλα τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού της, με αντάλλαγμα τη διανομή στους μετόχους της τίτλων ή μετοχών των επωφελούμενων εταιρειών και, κατά περίπτωση, ποσού σε μετρητά, που δεν υπερβαίνει το 10 % της ονομαστικής αξίας εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ή, ελλείψει ονομαστικής αξίας, της λογιστικής αξίας των εν λόγω τίτλων ή μετοχών·

γ)

πράξη που συνίσταται σε συνδυασμό των πράξεων που περιγράφονται στα στοιχεία α) και β)·

δ)

πράξη με την οποία μια διασπώμενη εταιρεία μεταβιβάζει μέρος των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού της σε μία ή περισσότερες επωφελούμενες εταιρείες, με αντάλλαγμα την έκδοση προς τους μετόχους της διασπώμενης εταιρείας τίτλων ή μετοχών των επωφελούμενων εταιρειών, της διασπώμενης εταιρείας ή τόσο των επωφελούμενων εταιρειών όσο και της διασπώμενης εταιρείας και, κατά περίπτωση, την καταβολή ποσού σε μετρητά που δεν υπερβαίνει το 10 % της ονομαστικής αξίας, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ή, ελλείψει ονομαστικής αξίας, της λογιστικής αξίας των εν λόγω τίτλων ή μετοχών·

ε)

πράξη με την οποία μια διασπώμενη εταιρεία μεταβιβάζει μέρος των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού της σε μία ή περισσότερες επωφελούμενες εταιρείες, με αντάλλαγμα την έκδοση τίτλων ή μετοχών των επωφελούμενων εταιρειών στη διασπώμενη εταιρεία.

Άρθρο 27θ

Κοινοποίηση και εκτίμηση της συγχώνευσης ή διάσπασης

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα και τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 21α παράγραφος 1 (“χρηματοοικονομικοί παράγοντες”) που προβαίνουν σε συγχώνευση ή διάσπαση (“προτεινόμενη πράξη”), να ενημερώνουν, μετά την έγκριση του σχεδίου όρων της προτεινόμενης πράξης και πριν από την ολοκλήρωση της προτεινόμενης πράξης, την αρμόδια αρχή που θα είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των οντοτήτων, οι οποίες θα προκύψουν από την προτεινόμενη πράξη, αναφέροντας τις σχετικές πληροφορίες που προσδιορίζονται στο άρθρο 27ι παράγραφος 5.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, όταν η προτεινόμενη πράξη συνίσταται σε διάσπαση, η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της οντότητας που προβαίνει στην προτεινόμενη πράξη είναι η αρμόδια αρχή που θα πρέπει να ενημερώνεται και να αναλαμβάνει τη διενέργεια της εκτίμησης που προβλέπεται στο άρθρο 27ι παράγραφος 1.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, όταν η προτεινόμενη πράξη είναι συγχώνευση στην οποία συμμετέχουν μόνο χρηματοοικονομικοί παράγοντες από τον ίδιο όμιλο, συμπεριλαμβανομένου ομίλου πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι μονίμως συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό και που υπόκεινται σε εποπτεία ως όμιλος, η αρμόδια αρχή δεν υποχρεούται να διενεργεί την εκτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 27ι παράγραφος 1.

3.   Η εκτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 27ι παράγραφος 1δεν διενεργείται όταν για την προτεινόμενη πράξη απαιτείται άδεια σύμφωνα με το άρθρο 8 ή έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α.

4.   Η αρμόδια αρχή επιβεβαιώνει εγγράφως ότι παρέλαβε την κοινοποίηση κατά την παράγραφο 1 ή κάθε πρόσθετη πληροφορία που υποβλήθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 5 χωρίς καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της εν λόγω κοινοποίησης ή των πρόσθετων πληροφοριών.

Όταν η προτεινόμενη πράξη αφορά μόνο χρηματοοικονομικούς παράγοντες από τον ίδιο όμιλο, η αρμόδια αρχή διαθέτει προθεσμία 60 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων που τα κράτη μέλη απαιτούν να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 27ι παράγραφος 5 (“περίοδος εκτίμησης”), προκειμένου να διενεργήσει την εκτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 27ι παράγραφος 1.

Η αρμόδια αρχή ενημερώνει τους χρηματοοικονομικούς παράγοντες, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου εκτίμησης.

5.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την ολοκλήρωση της εκτίμησης που προβλέπεται στο άρθρο 27ι παράγραφος 1. Το αίτημα αυτό υποβάλλεται εγγράφως και καθορίζονται οι αναγκαίες πρόσθετες πληροφορίες.

Όταν η προτεινόμενη πράξη αφορά μόνο χρηματοοικονομικούς παράγοντες από τον ίδιο όμιλο, η αρμόδια αρχή μπορεί να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες το αργότερο έως την 50ή εργάσιμη ημέρα της περιόδου εκτίμησης.

Η περίοδος εκτίμησης αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πρόσθετες πληροφορίες από την αρμόδια αρχή και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης των χρηματοοικονομικών παραγόντων, με την οποία παρέχουν όλες τις πληροφορίες που ζητήθηκαν. Η εν λόγω αναστολή δεν υπερβαίνει τις είκοσι εργάσιμες ημέρες. Η αρμόδια αρχή έχει τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλλει περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν συνεπάγεται αναστολή της περιόδου εκτίμησης.

6.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να παρατείνει την αναστολή της παραγράφου 5 τρίτο εδάφιο έως 30 εργάσιμες ημέρες το πολύ, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν τουλάχιστον ένας από τους χρηματοοικονομικούς παράγοντες είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα ή υπόκειται στο κανονιστικό πλαίσιο τρίτης χώρας·

β)

όταν η ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία των χρηματοοικονομικών παραγόντων σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 είναι απαραίτητη για τη διενέργεια της εκτίμησης που προβλέπεται στο άρθρο 27ι παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας.

7.   Η προτεινόμενη πράξη δεν ολοκληρώνεται πριν η αρμόδια αρχή εκδώσει θετική γνώμη.

8.   Εντός δύο εργάσιμων ημερών από την ολοκλήρωση της εκτίμησής της, η αρμόδια αρχή εκδίδει εγγράφως αιτιολογημένη θετική ή αρνητική γνώμη προς τους χρηματοοικονομικούς παράγοντες. Οι χρηματοοικονομικοί παράγοντες διαβιβάζουν την αιτιολογημένη γνώμη στις αρχές που είναι υπεύθυνες, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, για τον έλεγχο της προτεινόμενης πράξης.

9.   Όταν η προτεινόμενη πράξη αφορά μόνο χρηματοοικονομικούς παράγοντες από τον ίδιο όμιλο και η αρμόδια αρχή δεν αντιτάσσεται εγγράφως στην προτεινόμενη πράξη εντός της περιόδου εκτίμησης, η γνώμη θεωρείται θετική.

10.   Η αιτιολογημένη θετική γνώμη που εκδίδεται από την αρμόδια αρχή μπορεί να προβλέπει περιορισμένο χρονικό διάστημα κατά το οποίο πρέπει να πραγματοποιηθεί η προτεινόμενη πράξη.

Άρθρο 27ι

Κριτήρια εκτίμησης

1.   Κατά την εκτίμηση της κοινοποίησης της προτεινόμενης πράξης που προβλέπεται στο άρθρο 27θ παράγραφος 1 και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 27θ παράγραφος 5, η αρμόδια αρχή, προκειμένου να διασφαλίσει την αξιοπιστία του προφίλ προληπτικής εποπτείας των χρηματοοικονομικών παραγόντων μετά την ολοκλήρωση της προτεινόμενης πράξης και ειδικότερα για την αντιμετώπιση των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται ή ενδέχεται να εκτεθούν οι χρηματοοικονομικοί παράγοντες κατά τη διάρκεια της προτεινόμενης πράξης και τους κινδύνους στους οποίους ενδέχεται να εκτεθεί η οντότητα που προκύπτει από την προτεινόμενη πράξη, αξιολογεί την προτεινόμενη πράξη σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

τη φήμη των χρηματοοικονομικών παραγόντων που συμμετέχουν στην προτεινόμενη πράξη·

β)

τη χρηματοοικονομική ευρωστία των χρηματοοικονομικών παραγόντων που συμμετέχουν στην προτεινόμενη πράξη, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται και προβλέπεται ότι θα ασκούνται από την οντότητα που προκύπτει από την προτεινόμενη πράξη·

γ)

την ικανότητα της οντότητας που προκύπτει από την προτεινόμενη πράξη να συμμορφώνεται και να συνεχίσει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της προληπτικής εποπτείας βάσει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, κατά περίπτωση, σύμφωνα με άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης, και ειδικότερα τις οδηγίες 2002/87/ΕΚ και 2009/110/ΕΚ·

δ)

αν το σχέδιο υλοποίησης της προτεινόμενης πράξης είναι ρεαλιστικό και ορθό υπό το πρίσμα της προληπτικής εποπτείας·

ε)

αν υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με τη προτεινόμενη πράξη, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 ή ότι η προτεινόμενη πράξη είναι δυνατό να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.

Το σχέδιο υλοποίησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο δ) υπόκειται σε κατάλληλη παρακολούθηση από την αρμόδια αρχή μέχρι την ολοκλήρωση της προτεινόμενης πράξης.

2.   Για τον σκοπό της αξιολόγησης του κριτηρίου που ορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε) του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρχή διαβουλεύεται, στο πλαίσιο των επαληθεύσεων που διενεργεί, με τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των χρηματοοικονομικών παραγόντων σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849.

3.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να εκδώσει αρνητική γνώμη σχετικά με την προτεινόμενη πράξη μόνον εάν δεν πληρούνται τα κριτήρια που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή σε περίπτωση που οι πληροφορίες που παρείχε ο χρηματοοικονομικός παράγοντας είναι ελλιπείς παρά το αίτημα που υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 27θ παράγραφος 5.

Όσον αφορά το κριτήριο που ορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε) του παρόντος άρθρου, η αρνητική γνώμη των αρχών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των χρηματοοικονομικών παραγόντων σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849, η οποία λαμβάνεται από την αρμόδια αρχή εντός 30 εργάσιμων ημερών από το αρχικό αίτημα, λαμβάνεται δεόντως υπόψη από την αρμόδια αρχή κατά την αξιολόγηση της προτεινόμενης πράξης και μπορεί να συνιστά βάσιμο λόγο έκδοσης αρνητικής γνώμης, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

4.   Τα κράτη μέλη δεν επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να εξετάζουν την προτεινόμενη πράξη βάσει των οικονομικών αναγκών της αγοράς.

5.   Τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν κατάλογο με τις πληροφορίες που απαιτούνται για τη διενέργεια της εκτίμησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Οι χρηματοοικονομικοί παράγοντες παρέχουν τις πληροφορίες αυτές στις αρμόδιες αρχές κατά τη στιγμή της κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 27θ παράγραφος 1. Οι πληροφορίες που ζητούνται είναι αναλογικές και κατάλληλες προς τη φύση της προτεινόμενης πράξης. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με προληπτική εκτίμηση σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Άρθρο 27ια

Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών

1.   Η αρμόδια αρχή διαβουλεύεται με τις αρχές στις οποίες έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον της εποπτείας άλλων οικείων οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, κατά τη διενέργεια της εκτίμησης που προβλέπεται στο άρθρο 27ι παράγραφος 1, όταν στην προτεινόμενη πράξη συμμετέχουν, πέραν των χρηματοοικονομικών παραγόντων, οντότητες οι οποίες είναι:

α)

πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε κλάδο διαφορετικό από αυτόν στον οποίο επιχειρείται η προτεινόμενη πράξη·

β)

μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιχείρησης επενδύσεων ή εταιρείας διαχείρισης, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε κλάδο διαφορετικό από αυτόν στον οποίο επιχειρείται η προτεινόμενη πράξη·

γ)

νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε κλάδο διαφορετικό από αυτόν στον οποίο επιχειρείται η προτεινόμενη πράξη.

2.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν, χωρίς καθυστέρηση, εκατέρωθεν, κάθε ουσιαστική ή σχετική πληροφορία για την εκτίμηση της απόκτησης. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν, εκατέρωθεν, κατόπιν αιτήματος ή με δική τους πρωτοβουλία, κάθε σχετική πληροφορία για την εκτίμηση. Σε γνώμη της αρμόδιας αρχής του χρηματοοικονομικού παράγοντα επισημαίνονται τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες διατυπώνει η αρμόδια αρχή η οποία εποπτεύει μία ή περισσότερες από τις οντότητες που παρατίθενται στην παράγραφο 1.

Οι αρμόδιες αρχές προσπαθούν να συντονίσουν τις εκτιμήσεις τους και να διασφαλίσουν τη συνέπεια των γνωμών τους.

3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, προκειμένου να καθορίσει κοινές διαδικασίες και έντυπα και καταρτίζει υποδείγματα για τη διαδικασία διαβούλευσης μεταξύ των ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η ΕΑΤ λαμβάνει υπόψη τον τίτλο ΙΙ της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 10 Ιανουαρίου 2027.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 27ιβ

Υποχρεώσεις ενημέρωσης και κυρώσεις

Σε περίπτωση που οι χρηματοοικονομικοί παράγοντες δεν κοινοποιήσουν εκ των προτέρων την προτεινόμενη πράξη σύμφωνα με το άρθρο 27θ παράγραφος 1 ή έχουν προβεί στην προτεινόμενη πράξη, όπως προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο, χωρίς προηγούμενη θετική γνώμη από τις αρμόδιες αρχές, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα.

(*9)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/2162 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την έκδοση καλυμμένων ομολόγων και τη δημόσια εποπτεία καλυμμένων ομολόγων και την τροποποίηση των οδηγιών 2009/65/ΕΚ και 2014/59/ΕΕ (ΕΕ L 328 της 18.12.2019, σ. 29)."

(*10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (“κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων”) (ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1).»·"

13)

O τίτλος VI αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ΤΙΤΛΟΣ VΙ

ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΚΑΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ

ΤΜΗΜΑ I

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 47

Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί

1.   Το παρόν κεφάλαιο καθορίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την άσκηση σε ένα κράτος μέλος των ακόλουθων δραστηριοτήτων υποκαταστήματος τρίτης χώρας:

α)

οποιασδήποτε από τις δραστηριότητες που παρατίθενται στα σημεία 2 και 6 του παραρτήματος I της παρούσας οδηγίας από επιχείρηση εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πιστωτικό ίδρυμα ή θα πληρούσε τα κριτήρια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εάν ήταν εγκατεστημένη στην Ένωση·

β)

της δραστηριότητας που αναφέρεται στο σημείο 1 του παραρτήματος Ι της παρούσας οδηγίας από επιχείρηση εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα.

2.   Όταν μια επιχείρηση εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα παρέχει δραστηριότητες και υπηρεσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι τμήμα Α της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και τυχόν επικουρικές υπηρεσίες, όπως η σχετική αποδοχή καταθέσεων ή η χορήγηση πιστώσεων ή δανείων, σκοπός των οποίων είναι η παροχή υπηρεσιών δυνάμει της εν λόγω οδηγίας, η εν λόγω επιχείρηση δεν περιλαμβάνεται στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

3.   Για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

“υποκατάστημα τρίτης χώρας”: υποκατάστημα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος είτε από:

α)

επιχείρηση που έχει την έδρα της σε τρίτη χώρα, για τον σκοπό της εκτέλεσης οποιασδήποτε από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

β)

πιστωτικό ίδρυμα που έχει την έδρα του σε τρίτη χώρα·

2)

“επικεφαλής επιχείρηση”: επιχείρηση η οποία έχει την έδρα της σε τρίτη χώρα και η οποία έχει ιδρύσει υποκατάστημα τρίτης χώρας στο κράτος μέλος, καθώς και οι ενδιάμεσες ή ανώτατες μητρικές επιχειρήσεις της εν λόγω επιχείρησης, κατά περίπτωση.

Άρθρο 48

Απαγόρευση των διακρίσεων

Τα κράτη μέλη δεν εφαρμόζουν σε υποκαταστήματα τρίτων χωρών, όταν αυτά αρχίζουν ή συνεχίζουν να ασκούν τη δραστηριότητά τους, διατάξεις που οδηγούν σε ευνοϊκότερο καθεστώς από εκείνο στο οποίο υπόκεινται τα υποκαταστήματα ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους σε άλλο κράτος μέλος.

Άρθρο 48α

Ταξινόμηση των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών

1.   Τα κράτη μέλη ταξινομούν τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας στην κατηγορία 1, όταν τα υποκαταστήματα αυτά πληρούν οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού που καταχωρίζονται ή προέρχονται από το υποκατάστημα τρίτης χώρας στο κράτος μέλος είναι ίση ή μεγαλύτερη από 5 δισεκατομμύρια EUR, όπως αναφέρεται για την αμέσως προηγούμενη ετήσια περίοδο αναφοράς σύμφωνα με το τμήμα II υποτμήμα 4·

β)

οι αδειοδοτημένες δραστηριότητες του υποκαταστήματος τρίτης χώρας περιλαμβάνουν την αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από πελάτες λιανικής, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό των εν λόγω καταθέσεων και άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων είναι ίσο ή μεγαλύτερο από το 5 % των συνολικών υποχρεώσεων του υποκαταστήματος τρίτης χώρας ή το ποσό των εν λόγω καταθέσεων και άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων υπερβαίνει τα 50 εκατομμύρια EUR·

γ)

το υποκατάστημα τρίτης χώρας δεν είναι αποδεκτό υποκατάστημα τρίτης χώρας κατά την έννοια του άρθρου 48β.

2.   Τα κράτη μέλη ταξινομούν τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών που δεν πληρούν καμία από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 στην κατηγορία 2.

3.   Οι αρμόδιες αρχές επικαιροποιούν την ταξινόμηση των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών ως εξής:

α)

όταν ένα υποκατάστημα τρίτης χώρας της κατηγορίας 1 παύει να πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1, θεωρείται αμέσως υποκατάστημα της κατηγορίας 2·

β)

όταν ένα υποκατάστημα τρίτης χώρας της κατηγορίας 2 αρχίζει να πληροί μία από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1, θεωρείται υποκατάστημα της κατηγορίας 1 μόνον έπειτα από περίοδο τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία άρχισε να πληροί τις προϋποθέσεις αυτές.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν στα υποκαταστήματα τρίτων χωρών που έχουν άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους, ή σε ορισμένες κατηγορίες αυτών, τις ίδιες απαιτήσεις που ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας δυνάμει της παρούσας οδηγίας, αντί για τις απαιτήσεις που καθορίζονται στον παρόντα τίτλο. Σε περίπτωση που η μεταχείριση που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο εφαρμόζεται μόνο σε ορισμένες κατηγορίες υποκαταστημάτων τρίτων χωρών, τα κράτη μέλη καθορίζουν τα σχετικά κριτήρια ταξινόμησης για τους σκοπούς της μεταχείρισης αυτής. Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στα εν λόγω υποκαταστήματα τρίτων χωρών, παρά μόνο για τους σκοπούς του άρθρου 48ιστ.

Άρθρο 48β

Προϋποθέσεις για τα αποδεκτά υποκαταστήματα τρίτων χωρών

1.   Όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις σε σχέση με υποκατάστημα τρίτης χώρας, το εν λόγω υποκατάστημα θεωρείται αποδεκτό υποκατάστημα τρίτης χώρας για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου:

α)

η επικεφαλής επιχείρηση είναι εγκατεστημένη σε χώρα που εφαρμόζει πρότυπα προληπτικής εποπτείας και εποπτεία σύμφωνα με το τραπεζικό κανονιστικό πλαίσιο της τρίτης χώρας, τα οποία είναι τουλάχιστον ισοδύναμα με την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β)

οι εποπτικές αρχές της επικεφαλής επιχείρησης υπόκεινται σε απαιτήσεις εμπιστευτικότητας, οι οποίες είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με τις απαιτήσεις που ορίζονται στον τίτλο VII κεφάλαιο 1 τμήμα ΙΙ της παρούσας οδηγίας·

γ)

η επικεφαλής επιχείρηση είναι εγκατεστημένη σε χώρα που δεν είναι καταχωρισμένη ως τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου που παρουσιάζει στρατηγικές ανεπάρκειες στο σύστημά της όσον αφορά την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, σύμφωνα με το άρθρο 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.

2.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει, με εκτελεστικές πράξεις, αποφάσεις σχετικά με την εκπλήρωση των προϋποθέσεων που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) του παρόντος άρθρου σε σχέση με το τραπεζικό κανονιστικό πλαίσιο τρίτης χώρας. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 147 παράγραφος 2.

3.   Πριν από την έκδοση της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει τη συνδρομή της ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 για να διενεργήσει αξιολόγηση του τραπεζικού κανονιστικού πλαισίου και των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας της οικείας τρίτης χώρας και να εκδώσει έκθεση σχετικά με τη συμμόρφωση του εν λόγω πλαισίου και των απαιτήσεων αυτών με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) του παρόντος άρθρου. Η ΕΑΤ δημοσιεύει το πόρισμα της αξιολόγησής της στον ιστότοπό της.

4.   Η ΕΑΤ τηρεί δημόσιο μητρώο των τρίτων χωρών και των αρχών τρίτων χωρών που πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1.

5.   Η αρμόδια αρχή, μόλις λάβει αίτηση για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 48γ, αξιολογεί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 48α με σκοπό την ταξινόμηση του υποκαταστήματος τρίτης χώρας στην κατηγορία 1 ή στην κατηγορία 2. Όταν η σχετική τρίτη χώρα δεν είναι καταχωρισμένη στο δημόσιο μητρώο που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρχή ζητεί από την Επιτροπή να αξιολογήσει το τραπεζικό κανονιστικό πλαίσιο και τις απαιτήσεις εμπιστευτικότητας της τρίτης χώρας για τους σκοπούς της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούται η προϋπόθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου. Η αρμόδια αρχή ταξινομεί το υποκατάστημα τρίτης χώρας στην κατηγορία 1 εν αναμονή της έκδοσης απόφασης από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

ΤΜΗΜΑ ΙΙ

Άδεια λειτουργίας και κανονιστικές απαιτήσεις

Υποτμήμα 1

Απαιτήσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας

Άρθρο 48γ

Ελάχιστες προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε υποκαταστήματα τρίτων χωρών

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν, σύμφωνα με το άρθρο 21γ, από τις επιχειρήσεις τρίτων χωρών να εγκαθιστούν υποκατάστημα στο έδαφός τους πριν από την έναρξη ή τη συνέχιση των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 1. Για την εγκατάσταση υποκαταστήματος τρίτης χώρας απαιτείται η χορήγηση προηγούμενης άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο.

2.   Οι αρμόδιες αρχές επιδιώκουν να συνάψουν διοικητικές συμφωνίες ή άλλες ρυθμίσεις με τις σχετικές αρμόδιες αρχές τρίτης χώρας πριν από την έναρξη των δραστηριοτήτων υποκαταστήματος τρίτης χώρας στο οικείο κράτος μέλος. Οι εν λόγω συμφωνίες βασίζονται στις πρότυπες διοικητικές ρυθμίσεις που έχει καταρτίσει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η απαίτηση αυτή δεν ισχύει όταν τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών υπόκεινται σε αυστηρότερες εθνικές απαιτήσεις. Οι αρμόδιες αρχές υποβάλλουν αμελλητί στην ΕΑΤ πληροφορίες σχετικά με τυχόν διοικητικές συμφωνίες ή άλλες ρυθμίσεις που συνάπτονται με αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν οι αιτήσεις υποκαταστημάτων τρίτων χωρών για χορήγηση άδειας λειτουργίας να συνοδεύονται από πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο να καθορίζονται οι σχεδιαζόμενες επιχειρηματικές δραστηριότητες, οι δραστηριότητες που πρόκειται να ασκηθούν μεταξύ εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 1 και η οργανωτική διάρθρωση και η διαχείριση κινδύνων του υποκαταστήματος στο οικείο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 48ζ.

4.   Τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών λαμβάνουν άδεια λειτουργίας μόνον εφόσον πληρούνται, τουλάχιστον, όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το υποκατάστημα τρίτης χώρας πληροί τις ελάχιστες κανονιστικές απαιτήσεις που ορίζονται στο υποτμήμα 2·

β)

οι δραστηριότητες για τις οποίες η επικεφαλής επιχείρηση ζητεί άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας που διαθέτει η εν λόγω επικεφαλής επιχείρηση στην τρίτη χώρα στην οποία είναι εγκατεστημένη και στην οποία οι δραστηριότητες υπόκεινται σε εποπτεία·

γ)

η αίτηση εγκατάστασης υποκαταστήματος στο κράτος μέλος και τα συνοδευτικά έγγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 έχουν κοινοποιηθεί και παρασχεθεί στην εποπτική αρχή της επικεφαλής επιχείρησης στην τρίτη χώρα·

δ)

η άδεια λειτουργίας προβλέπει ότι το υποκατάστημα τρίτης χώρας μπορεί να ασκεί τις δραστηριότητες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας μόνον εντός του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο και απαγορεύει ρητά στο υποκατάστημα τρίτης χώρας να προσφέρει ή να ασκεί τις εν λόγω δραστηριότητες σε άλλα κράτη μέλη σε διασυνοριακή βάση, με εξαίρεση τις ενδοομιλικές χρηματοδοτικές συναλλαγές που πραγματοποιούνται μεταξύ άλλων υποκαταστημάτων τρίτων χωρών της ίδιας επικεφαλής επιχείρησης και για τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται με ανάληψη πρωτοβουλίας από τον πελάτη σύμφωνα με το άρθρο 21γ·

ε)

η αρμόδια αρχή, για τους σκοπούς της εκτέλεσης των εποπτικών καθηκόντων της, είναι σε θέση να έχει πρόσβαση σε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με την επικεφαλής επιχείρηση από τις εποπτικές αρχές αυτής της επικεφαλής επιχείρησης και να συντονίζει αποτελεσματικά τις εποπτικές δραστηριότητές της με εκείνες των εποπτικών αρχών της τρίτης χώρας, ιδίως σε περιόδους κρίσης ή οικονομικών πιέσεων που επηρεάζουν την επικεφαλής επιχείρηση, τον όμιλο της ή το χρηματοπιστωτικό σύστημα της τρίτης χώρας·

στ)

δεν υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι το υποκατάστημα τρίτης χώρας θα χρησιμοποιηθεί για τη διάπραξη ή τη διευκόλυνση της διάπραξης νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.

5.   Προκειμένου να αξιολογηθεί αν πληρούται η προϋπόθεση που ορίζεται στην παράγραφο 4 στοιχείο στ) του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρχή διαβουλεύεται με την αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στο κράτος μέλος σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 και λαμβάνει γραπτή επιβεβαίωση ότι πληρούται η προϋπόθεση πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στο υποκατάστημα τρίτης χώρας.

6.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποφασίσουν ότι οι άδειες λειτουργίας των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών που έχουν χορηγηθεί έως τις 10 Ιανουαρίου 2027 παραμένουν σε ισχύ, υπό την προϋπόθεση ότι τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας που έχουν λάβει τις εν λόγω άδειες λειτουργίας πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα τίτλο.

7.   Η ΕΑΤ παρακολουθεί τις δραστηριότητες μεταξύ των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών της ίδιας επικεφαλής επιχείρησης που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε διαφορετικά κράτη μέλη και υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή στην οποία παραθέτει τα πορίσματά της έως τις 10 Ιουλίου 2028.

8.   Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για να προσδιορίσει περαιτέρω:

α)

τις πληροφορίες που θα πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές κατόπιν αίτησης για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας υποκαταστήματος τρίτης χώρας, συμπεριλαμβανομένων του προγράμματος δραστηριοτήτων και της οργανωτικής διάρθρωσης και διαχείρισης κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 3·

β)

τη διαδικασία για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας του υποκαταστήματος τρίτης χώρας, καθώς και τα τυποποιημένα έντυπα και υποδείγματα για την παροχή των πληροφοριών που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου·

γ)

τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας που αναφέρονται στην παράγραφο 4·

δ)

τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι αρμόδιες αρχές μπορούν να βασίζονται σε πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί κατά τη διαδικασία χορήγησης οποιασδήποτε προηγούμενης άδειας λειτουργίας υποκαταστήματος τρίτης χώρας.

Άρθρο 48δ

Προϋποθέσεις άρνησης ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας υποκαταστήματος τρίτης χώρας

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν, τουλάχιστον, τις ακόλουθες προϋποθέσεις για την άρνηση ή την ανάκληση της άδειας λειτουργίας υποκαταστήματος τρίτης χώρας:

α)

το υποκατάστημα τρίτης χώρας δεν πληροί τις απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας που ορίζονται στο άρθρο 48γ ή στο εθνικό δίκαιο·

β)

η επικεφαλής επιχείρηση ή ο όμιλος στον οποίο ανήκει δεν πληροί τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που εφαρμόζονται σε αυτά βάσει του δικαίου της τρίτης χώρας ή υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι δεν πληροί ή ότι θα παραβιάσει τις εν λόγω απαιτήσεις εντός των επόμενων 12 μηνών.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο β), τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση τις αρμόδιες αρχές τους σε περίπτωση που συντρέχουν οι περιστάσεις που αναφέρονται στο εν λόγω στοιχείο.

2.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να ανακαλέσουν την άδεια λειτουργίας που χορηγήθηκε σε υποκατάστημα τρίτης χώρας, εάν πληρούται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το υποκατάστημα τρίτης χώρας δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός δώδεκα μηνών, παραιτείται ρητώς από αυτή ή έχει παύσει να ασκεί τη δραστηριότητά του για περίοδο μεγαλύτερη των έξι μηνών, εκτός εάν το οικείο κράτος μέλος έχει προβλέψει ότι στις περιπτώσεις αυτές η άδεια λειτουργίας παύει να ισχύει·

β)

το υποκατάστημα τρίτης χώρας έχει αποκτήσει την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο·

γ)

το υποκατάστημα τρίτης χώρας παύει να πληροί μία ή περισσότερες από τις πρόσθετες προϋποθέσεις ή απαιτήσεις βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας·

δ)

το υποκατάστημα τρίτης χώρας δεν μπορεί να παρέχει πλέον την εγγύηση ότι δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του και, ιδίως, δεν εξασφαλίζει πλέον την ασφάλεια των κεφαλαίων που του έχουν εμπιστευθεί οι καταθέτες του·

ε)

το υποκατάστημα τρίτης χώρας υπάγεται σε μία από τις άλλες περιπτώσεις ανάκλησης της άδειας λειτουργίας που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο·

στ)

το υποκατάστημα τρίτης χώρας διαπράττει μία από τις παραβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 67 παράγραφος 1·

ζ)

υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι διαπράττεται, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σε σχέση με το υποκατάστημα τρίτης χώρας, την επικεφαλής επιχείρησή του ή τον όμιλό του, ή ότι υπάρχει αυξημένος κίνδυνος διάπραξης ή απόπειρας νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σε σχέση με το υποκατάστημα τρίτης χώρας, την επικεφαλής επιχείρησή του ή τον όμιλό του.

3.   Προκειμένου να αξιολογηθεί εάν πληρούται η προϋπόθεση που ορίζεται στην παράγραφο 2 στοιχείο ζ) του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρχή διαβουλεύεται με την αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στο κράτος μέλος σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849.

4.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν σαφείς διαδικασίες για την άρνηση ή την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του υποκαταστήματος τρίτης χώρας σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3.

Υποτμήμα 2

Ελάχιστες κανονιστικές απαιτήσεις

Άρθρο 48ε

Απαίτηση προικώου κεφαλαίου

1.   Με την επιφύλαξη άλλων εφαρμοστέων κεφαλαιακών απαιτήσεων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών να διατηρούν ανά πάσα στιγμή ελάχιστο προικώο κεφάλαιο το οποίο ισούται τουλάχιστον με:

α)

όσον αφορά υποκαταστήματα τρίτων χωρών της κατηγορίας 1, το 2,5 % του μέσου όρου των υποχρεώσεων του υποκαταστήματος για τις τρεις αμέσως προηγούμενες ετήσιες περιόδους αναφοράς ή, όσον αφορά υποκαταστήματα τρίτων χωρών που έχουν λάβει πρόσφατα άδεια λειτουργίας, των στοιχείων παθητικού του υποκαταστήματος τη στιγμή της χορήγησης της άδειας λειτουργίας, όπως αναφέρονται σύμφωνα με το υποτμήμα 4, με ελάχιστο όριο τα 10 εκατομμύρια EUR·

β)

όσον αφορά υποκαταστήματα τρίτων χωρών της κατηγορίας 2, το 0,5 % του μέσου όρου των στοιχείων παθητικού του υποκαταστήματος για τις τρεις αμέσως προηγούμενες ετήσιες περιόδους αναφοράς ή, όσον αφορά υποκαταστήματα τρίτων χωρών που έχουν λάβει πρόσφατα άδεια λειτουργίας, των στοιχείων παθητικού του υποκαταστήματος τη στιγμή της χορήγησης της άδειας λειτουργίας, όπως αναφέρονται σύμφωνα με το υποτμήμα 4, με ελάχιστο όριο τα 5 εκατομμύρια EUR·

2.   Τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών πληρούν την απαίτηση ελάχιστου αρχικού κεφαλαίου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 με στοιχεία ενεργητικού σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες μορφές:

α)

μετρητά ή μέσα εξομοιούμενα με μετρητά, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 60) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β)

χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες κρατών μελών· ή

γ)

κάθε άλλο μέσο που είναι διαθέσιμο στο υποκατάστημα τρίτης χώρας για απεριόριστη και άμεση χρήση με σκοπό την κάλυψη κινδύνων ή ζημιών αμέσως μετά την εμφάνιση των εν λόγω κινδύνων η ζημιών.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών να καταθέτουν τα μέσα προικώου κεφαλαίου που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου σε καταπιστευτικό λογαριασμό που τηρείται στο κράτος μέλος στο οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας το υποκατάστημα, σε πιστωτικό ίδρυμα που δεν είναι μέρος του ομίλου της επικεφαλής επιχείρησής του ή, εάν το επιτρέπει η εθνική νομοθεσία, στην κεντρική τράπεζα του κράτους μέλους. Τα μέσα προικώου κεφαλαίου που κατατίθενται στον καταπιστευτικό λογαριασμό είναι διαθέσιμα προς χρήση για τους σκοπούς του άρθρου 96 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ σε περίπτωση εξυγίανσης του υποκαταστήματος τρίτης χώρας και για τους σκοπούς της εκκαθάρισης του υποκαταστήματος τρίτης χώρας σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

4.   Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, προκειμένου να διευκρινίσει την απαίτηση που ορίζεται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου όσον αφορά τα μέσα που είναι διαθέσιμα για απεριόριστη και άμεση χρήση με σκοπό την κάλυψη κινδύνων ή ζημιών αμέσως μετά την εμφάνιση των εν λόγω κινδύνων ή ζημιών.

Άρθρο 48στ

Απαιτήσεις ρευστότητας

1.   Με την επιφύλαξη άλλων εφαρμοστέων απαιτήσεων ρευστότητας σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τα κράτη μέλη απαιτούν, κατ’ ελάχιστον, από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών να διατηρούν ανά πάσα στιγμή έναν επαρκή όγκο στοιχείων ενεργητικού, ελεύθερα βαρών και ρευστοποιήσιμων, για να καλύπτουν εκροές ρευστότητας για μια ελάχιστη περίοδο διάρκειας τριάντα ημερών.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών της κατηγορίας 1 να συμμορφώνονται με την απαίτηση κάλυψης της ρευστότητας που προβλέπεται στο έκτο μέρος, τίτλος I του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2015/61 της Επιτροπής (*11).

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών να καταθέτουν τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού που τηρούνται για τη συμμόρφωση με το παρόν άρθρο σε λογαριασμό που τηρείται στο κράτος μέλος στο οποίο το υποκατάστημα έχει λάβει άδεια λειτουργίας, σε πιστωτικό ίδρυμα που δεν αποτελεί μέρος του ομίλου της επικεφαλής επιχείρησής του ή, εάν το επιτρέπει το εθνικό δίκαιο, στην κεντρική τράπεζα του κράτους μέλους. Σε περίπτωση που υπάρχουν ρευστά στοιχεία ενεργητικού που απομένουν στον λογαριασμό, αφού χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη εκροών ρευστότητας σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα εν λόγω εναπομένοντα ρευστά στοιχεία ενεργητικού είναι διαθέσιμα για χρήση για τους σκοπούς του άρθρου 96 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ σε περίπτωση εξυγίανσης του υποκαταστήματος τρίτης χώρας και για τους σκοπούς της εκκαθάρισης του υποκαταστήματος τρίτης χώρας σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

4.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαλλάσσουν τα αποδεκτά υποκαταστήματα τρίτων χωρών από την απαίτηση ρευστότητας που προβλέπεται στο παρόν άρθρο.

Άρθρο 48ζ

Εσωτερική διακυβέρνηση και διαχείριση των κινδύνων

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών να διαθέτουν τουλάχιστον δύο πρόσωπα στο οικείο κράτος μέλος που διευθύνουν πραγματικά τις επιχειρηματικές δραστηριότητές τους και τα οποία υπόκεινται στην προηγούμενη έγκριση των αρμόδιων αρχών. Τα εν λόγω πρόσωπα διαθέτουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους καθώς και επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και πείρα και αφιερώνουν επαρκή χρόνο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών της κατηγορίας 1 να συμμορφώνονται με τα άρθρα 74 και 75, το άρθρο 76 παράγραφος 5 και 6 και τα άρθρα 92, 94 και 95. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών να συστήσουν τοπική επιτροπή διαχείρισης, ώστε να διασφαλίζεται η κατάλληλη διακυβέρνηση του υποκαταστήματος.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών της κατηγορίας 2 να συμμορφώνονται με τα άρθρα 74, 75, 92, 94 και 95 και να διαθέτουν λειτουργίες εσωτερικού ελέγχου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 76 παράγραφος 5 και το άρθρο 76 παράγραφος 6, πρώτο, δεύτερο και τέταρτο εδάφιο.

Ανάλογα με το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το πεδίο εφαρμογής και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών της κατηγορίας 2 να διορίζουν επικεφαλής των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 76 παράγραφος 6 τρίτο και πέμπτο εδάφιο.

4.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών να δημιουργούν γραμμές αναφοράς στο διοικητικό όργανο της επικεφαλής επιχείρησης που να καλύπτουν όλους τους σημαντικούς κινδύνους και τις πολιτικές διαχείρισης κινδύνων, καθώς και σχετικές αλλαγές και να διαθέτουν επαρκή συστήματα ελέγχους τεχνολογίας πληροφόρησης και επικοινωνίας (ΤΠΕ) και, με σκοπό να διασφαλίζεται η δέουσα συμμόρφωση με τις πολιτικές.

5.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών να παρακολουθούν και να διαχειρίζονται τις ρυθμίσεις εξωτερικής ανάθεσης και να διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές τους έχουν πλήρη πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων τους.

6.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών που ασκούν δραστηριότητες αντιστήριξης ή δραστηριότητες εντός ομίλου να διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εντοπισμό και την ορθή διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου τους, όταν μεταβιβάζονται στον αντισυμβαλλόμενο σημαντικοί κίνδυνοι που συνδέονται με στοιχεία ενεργητικού που καταχωρίζονται από το υποκατάστημα τρίτης χώρας.

7.   Όταν εκτελούνται κρίσιμες ή σημαντικές λειτουργίες στο υποκατάστημα τρίτης χώρας από την επικεφαλής επιχείρησή του, οι εν λόγω λειτουργίες εκτελούνται σύμφωνα με εσωτερικές ρυθμίσεις ή ενδοομιλικές συμφωνίες. Οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών έχουν πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που χρειάζονται για την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων τους.

8.   Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από ανεξάρτητο τρίτο να αξιολογεί σε τακτική βάση την εφαρμογή και τη συνεχή συμμόρφωση του υποκαταστήματος τρίτης χώρας με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο και να υποβάλλει στην αρμόδια αρχή έκθεση με τα πορίσματα και τα συμπεράσματά του.

9.   Έως τις 10 Ιανουαρίου 2027, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σχετικά με την εφαρμογή στα υποκαταστήματα τρίτης χώρας των ρυθμίσεων, διαδικασιών και μηχανισμών που αναφέρονται στο άρθρο 74 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας, λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 74 παράγραφος 2, και σχετικά με την εφαρμογή στα υποκαταστήματα τρίτης χώρας του άρθρου 75 και του άρθρου 76 παράγραφος 5 και 6 της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 48η

Απαιτήσεις καταχώρισης στο μητρώο

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας να τηρούν μητρώο που να τους επιτρέπει να παρακολουθούν και να τηρούν αναλυτικό και ακριβές ιστορικό όλων των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού που καταχωρίζονται ή προέρχονται από το υποκατάστημα τρίτης χώρας στο κράτος μέλος και να διαχειρίζονται αυτόνομα τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού και παθητικού εντός του υποκαταστήματος τρίτης χώρας. Το μητρώο καταχώρισης παρέχει όλες τις απαραίτητες και επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους που δημιουργούνται από το υποκατάστημα τρίτης χώρας και τον τρόπο διαχείρισής τους.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας να καταρτίζουν, να επανεξετάζουν τακτικά και να επικαιροποιούν πολιτική σχετικά με τις ρυθμίσεις καταχώρισης για τη διαχείριση του μητρώου που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Η πολιτική αυτή τεκμηριώνεται και εγκρίνεται από το αρμόδιο διοικητικό όργανο της επικεφαλής επιχείρησης. Η πολιτική παρέχει σαφές σκεπτικό για τις ρυθμίσεις καταχώρισης στο μητρώο και καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο οι εν λόγω ρυθμίσεις εναρμονίζονται με την επιχειρηματική στρατηγική του υποκαταστήματος τρίτης χώρας.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας να εξασφαλίσουν ότι συντάσσεται τακτικά ανεξάρτητη γραπτή και αιτιολογημένη γνώμη σχετικά με την εφαρμογή και τη συνεχή συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου και να υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή μαζί με τα σχετικά πορίσματα και συμπεράσματα.

4.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει τις ρυθμίσεις καταχώρισης στο μητρώο που πρέπει να εφαρμόζουν τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, και ειδικότερα όσον αφορά:

α)

τη μεθοδολογία για τον προσδιορισμό και την τήρηση αναλυτικού και ακριβούς ιστορικού των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού που καταχωρίζονται από το υποκατάστημα τρίτης χώρας στο κράτος μέλος· και

β)

τη μεθοδολογία για τον προσδιορισμό και την τήρηση αρχείου των εκτός ισολογισμού στοιχείων και των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού που προέρχονται από το υποκατάστημα τρίτης χώρας και καταχωρίζονται ή τηρούνται εξ αποστάσεως σε άλλα υποκαταστήματα ή θυγατρικές του ίδιου ομίλου για λογαριασμό ή προς όφελος του υποκαταστήματος της τρίτης χώρας από το οποίο προέρχονται.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 10 Ιανουαρίου 2026.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία, εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Υποτμήμα 3

Εξουσία να απαιτείται άδεια λειτουργίας δυνάμει του τίτλου ΙΙΙ και απαιτήσεις που ισχύουν για συστημικά υποκαταστήματα τρίτων χωρών

Άρθρο 48θ

Εξουσία να απαιτείται η σύσταση θυγατρικής

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών να υποβάλλουν αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας δυνάμει του τίτλου ΙΙΙ κεφάλαιο 1, τουλάχιστον όταν:

α)

το υποκατάστημα τρίτης χώρας έχει ασκήσει στο παρελθόν ή ασκεί επί του παρόντος τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 1, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 48γ παράγραφος 4 στοιχείο δ), με πελάτες ή αντισυμβαλλομένους σε άλλα κράτη μέλη·

β)

το υποκατάστημα τρίτης χώρας πληροί τους δείκτες συστημικής σημασίας που αναφέρονται στο άρθρο 131 παράγραφος 3 ή εκτιμάται ότι έχει συστημική σημασία σύμφωνα με το άρθρο 48ι και συνιστά σημαντικό κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ένωση ή στο κράτος μέλους όπου είναι εγκατεστημένο· ή

γ)

το συνολικό ποσό των στοιχείων ενεργητικού όλων των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας στην Ένωση που ανήκουν στον ίδιο όμιλο τρίτης χώρας είναι ίσο ή μεγαλύτερο από 40 δισεκατομμύρια EUR ή το ποσό των στοιχείων ενεργητικού του υποκαταστήματος τρίτης χώρας που είναι λογιστικά εγγεγραμμένο στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένο είναι ίσο ή μεγαλύτερο από 10 δισεκατομμύρια EUR.

Η εξουσία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου μπορεί να χρησιμοποιηθεί μετά την εφαρμογή των μέτρων του άρθρου 48ι ή 48ιε, κατά περίπτωση, ή όταν η αρμόδια αρχή μπορεί να αιτιολογήσει, για λόγους άλλους από εκείνους που απαριθμούνται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, ότι τα εν λόγω μέτρα δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση των ανησυχιών όσον αφορά την εποπτεία.

2.   Οι αρμόδιες αρχές, πριν ασκήσουν την εξουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 1, διαβουλεύονται με την ΕΑΤ και τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία ο σχετικός όμιλος τρίτης χώρας έχει εγκαταστήσει άλλα υποκαταστήματα ή θυγατρικά ιδρύματα τρίτης χώρας.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχεία β) και γ) του παρόντος άρθρου και κατά τη διενέργεια της εκτίμησης που αναφέρεται στο άρθρο 48ι, οι αρμόδιες αρχές ή, κατά περίπτωση, οι εντεταλμένες αρχές λαμβάνουν υπόψη κατάλληλους δείκτες για την εκτίμηση της συστημικής σημασίας των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας, στους οποίους περιλαμβάνονται ιδίως:

α)

το μέγεθος του υποκαταστήματος τρίτης χώρας·

β)

η πολυπλοκότητα της δομής, της οργάνωσης και του επιχειρηματικού μοντέλου του υποκαταστήματος τρίτης χώρας·

γ)

ο βαθμός διασύνδεσης του υποκαταστήματος τρίτης χώρας με το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης και του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο·

δ)

η δυνατότητα υποκατάστασης των δραστηριοτήτων, υπηρεσιών ή εργασιών που εκτελεί ή των χρηματοπιστωτικών υποδομών που παρέχει το υποκατάστημα τρίτης χώρας·

ε)

το μερίδιο αγοράς του υποκαταστήματος τρίτης χώρας στην Ένωση και στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένο όσον αφορά το σύνολο των τραπεζικών στοιχείων ενεργητικού και σε σχέση με τις δραστηριότητες και τις υπηρεσίες που παρέχει και τις εργασίες που εκτελεί·

στ)

ο πιθανός αντίκτυπος από την αναστολή ή την παύση των εργασιών ή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος τρίτης χώρας στη ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο ή στα συστήματα πληρωμών, διακανονισμού και εκκαθάρισης στην Ένωση και στο εν λόγω κράτος μέλος·

ζ)

ο ρόλος και η σημασία του υποκαταστήματος τρίτης χώρας για τις δραστηριότητες, τις υπηρεσίες και τις εργασίες του ομίλου τρίτης χώρας στην Ένωση και στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένο·

η)

ο ρόλος και η σημασία του υποκαταστήματος τρίτης χώρας στο πλαίσιο εξυγίανσης ή εκκαθάρισης με βάση πληροφορίες από την αρχή εξυγίανσης·

θ)

ο όγκος των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του ομίλου τρίτης χώρας που ασκούνται μέσω υποκαταστημάτων τρίτης χώρας, σε σχέση με τις δραστηριότητες του εν λόγω ομίλου που ασκούνται μέσω θυγατρικών ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στην Ένωση και στα κράτη μέλη στο οποίο είναι εγκατεστημένα τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας.

Άρθρο 48ι

Εκτίμηση της συστημικής σημασίας και απαιτήσεις που ισχύουν για τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών με συστημική σημασία

1.   Το υποκατάστημα τρίτης χώρας υπόκειται στην εκτίμηση που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου όταν όλα τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας στην Ένωση που ανήκουν στον ίδιο όμιλο τρίτης χώρας έχουν συνολικό ποσό των στοιχείων ενεργητικού στην Ένωση, όπως αναφέρεται σύμφωνα με το υποτμήμα 4 ίσο ή μεγαλύτερο από 40 δισεκατομμύρια EUR, είτε:

α)

κατά μέσο όρο για τις τρεις αμέσως προηγούμενες ετήσιες περιόδους αναφοράς· ή

β)

σε απόλυτες τιμές για τουλάχιστον τρεις ετήσιες περιόδους αναφοράς κατά τη διάρκεια των πέντε αμέσως προηγούμενων ετήσιων περιόδων αναφοράς.

Το όριο στοιχείων ενεργητικού που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο δεν περιλαμβάνει τα στοιχεία ενεργητικού που κατέχει το υποκατάστημα τρίτης χώρας σε σχέση με πράξεις της αγοράς κεντρικών τραπεζών που συνάπτονται με κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ.

2.   Η αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία υποκαταστήματος τρίτης χώρας που ανήκει σε όμιλο τρίτης χώρας όπου όλα τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας στην Ένωση κατέχουν συνολικό ποσό στοιχείων ενεργητικού στην Ένωση ίσο ή μεγαλύτερο από 40 δισεκατομμύρια EUR εκτιμά αν το υπό την εποπτεία της υποκατάστημα τρίτης χώρας έχει συστημική σημασία και ενέχει σημαντικούς κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή για το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένο. Για τους σκοπούς αυτούς, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη ιδίως τους δείκτες συστημικής σημασίας που αναφέρονται στο άρθρο 48θ παράγραφος 2 και στο άρθρο 131 παράγραφος 3.

3.   Στο πλαίσιο της εκτίμησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, διαβουλεύεται με την ΕΑΤ και τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στις οποίες ο σχετικός όμιλος τρίτης χώρας έχει εγκαταστήσει άλλα υποκαταστήματα τρίτων χωρών ή θυγατρικά ιδρύματα, προκειμένου να αξιολογούνται οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που ενδέχεται να ενέχει το σχετικό υποκατάστημα τρίτης χώρας για άλλα κράτη μέλη πλην του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο.

Η αρμόδια αρχή ή, κατά περίπτωση, η εντεταλμένη αρχή, παρέχει αιτιολογημένη εκτίμηση της συστημικής σημασίας του υποκαταστήματος τρίτης χώρας για την Ένωση ή για το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένο, στην ΕΑΤ και στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στα οποία ο σχετικός όμιλος τρίτης χώρας έχει εγκαταστήσει άλλα υποκαταστήματα ή θυγατρικά ιδρύματα τρίτων χωρών.

Εάν οι αρμόδιες αρχές των οποίων ζητείται η γνώμη διαφωνούν με την εκτίμηση της συστημικής σημασίας του υποκαταστήματος τρίτης χώρας, ενημερώνουν την αρμόδια αρχή που διενήργησε την εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 εντός 10 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της εκτίμησης. Οι αρμόδιες αρχές, με τη συνδρομή της ΕΑΤ, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να καταλήξουν σε συναίνεση σχετικά με την εκτίμηση και, κατά περίπτωση, σχετικά με τις στοχευμένες απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4 το αργότερο τρεις μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία η αρμόδια αρχή ή, κατά περίπτωση, η εντεταλμένη αρχή, διατύπωσε την αντίρρησή της. Μετά τη λήξη της εν λόγω περιόδου, η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του υπό εκτίμηση υποκαταστήματος τρίτης χώρας αποφασίζει σχετικά με την εκτίμηση της συστημικής σημασίας του υποκαταστήματος τρίτης χώρας και σχετικά με τις στοχευμένες απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4.

4.   Κατά περίπτωση, για την αντιμετώπιση των εντοπισθέντων κινδύνων, η αρμόδια αρχή ή, κατά περίπτωση, η εντεταλμένη αρχή, μπορεί να υποβάλλει το υποκατάστημα τρίτης χώρας σε στοχευμένες απαιτήσεις που μπορεί να περιλαμβάνουν:

α)

την απαίτηση το σχετικό υποκατάστημα τρίτης χώρας να αναδιαρθρώνει τα στοιχεία ενεργητικού ή τις δραστηριότητές του κατά τρόπον ώστε να παύει να χαρακτηρίζεται ως συστημικά σημαντικό σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή να παύει να ενέχει αδικαιολόγητα σημαντικούς κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο· ή

β)

την επιβολή πρόσθετων απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας στο σχετικό υποκατάστημα τρίτης χώρας.

Όταν η αρμόδια αρχή ή, κατά περίπτωση, η εντεταλμένη αρχή θεωρεί ότι ένα υποκατάστημα τρίτης χώρας έχει συστημική σημασία, αλλά αποφασίζει να μην ασκήσει καμία από τις εξουσίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου ή στο άρθρο 48θ, διαβιβάζει αιτιολογημένη κοινοποίηση στην ΕΑΤ και στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία ο σχετικός όμιλος τρίτης χώρας έχει εγκαταστήσει άλλα υποκαταστήματα ή θυγατρικά ιδρύματα τρίτων χωρών σχετικά με τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να μην ασκήσει τις εν λόγω εξουσίες.

5.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2028, η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με:

α)

την εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, ιδίως όσον αφορά τον προσδιορισμό των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών της ίδιας επικεφαλής επιχείρησης και τη λειτουργία της διαδικασίας διαβούλευσης που προβλέπεται στην εν λόγω παράγραφο·

β)

τη χρήση των εποπτικών εξουσιών που προβλέπονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 48θ.

Υποτμήμα 4

Απαιτήσεις υποβολής αναφορών

Άρθρο 48ια

Κανονιστικές και χρηματοοικονομικές πληροφορίες σχετικά με τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών και την επικεφαλής επιχείρηση

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών να υποβάλλουν περιοδικά στις αρμόδιες αρχές τους πληροφορίες σχετικά με:

α)

τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού που τηρούνται στα μητρώα τους σύμφωνα με το άρθρο 48η και τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού που προέρχονται από τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας, με ανάλυση βάσει της οποίας διακρίνονται:

i)

τα μεγαλύτερα καταχωρισμένα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού που ταξινομούνται ανά τομέα και είδος αντισυμβαλλομένου συμπεριλαμβανομένων, ειδικότερα, των ανοιγμάτων χρηματοπιστωτικού τομέα·

ii)

σημαντικές συγκεντρώσεις ανοιγμάτων και πηγών χρηματοδότησης σε καθορισμένα είδη αντισυμβαλλομένων·

iii)

σημαντικές εσωτερικές συναλλαγές με την επικεφαλής επιχείρηση και με μέλη του ομίλου της επικεφαλής επιχείρησης·

β)

τη συμμόρφωση των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών με τις απαιτήσεις που εφαρμόζονται στα εν λόγω υποκαταστήματα δυνάμει της παρούσας οδηγίας·

γ)

σε ad hoc βάση, τις ρυθμίσεις για την προστασία των καταθέσεων που παρέχονται στους καταθέτες στα υποκαταστήματα τρίτων χωρών σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφοι 2 και 3 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*12)·

δ)

τις πρόσθετες κανονιστικές απαιτήσεις που επιβάλλονται στα υποκαταστήματα τρίτων χωρών από τα κράτη μέλη βάσει του εθνικού δικαίου.

Για τους σκοπούς της υποβολής των πληροφοριών σχετικά με τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού που τηρούνται στα μητρώα τους σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο στοιχείο α), τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας εφαρμόζουν τα διεθνή λογιστικά πρότυπα που εφαρμόζονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*13) ή τις εφαρμοστέες γενικά αποδεκτές λογιστικές αρχές στο κράτος μέλος.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας να υποβάλλουν στις αρμόδιες αρχές τους αναφορές που περιέχουν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με την επικεφαλής επιχείρησή τους:

α)

σε περιοδική βάση, συγκεντρωτικές πληροφορίες σχετικά με τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού που κατέχουν οι θυγατρικές ή που καταχωρίζουν άλλα υποκαταστήματα τρίτης χώρας του ομίλου της εν λόγω επικεφαλής επιχείρησης στην Ένωση·

β)

σε περιοδική βάση, τη συμμόρφωση της επικεφαλής επιχείρησης με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση·

γ)

σε ad hoc βάση, σημαντικούς εποπτικούς ελέγχους και εκτιμήσεις όταν διενεργούνται στην επικεφαλής επιχείρηση, καθώς και τις επακόλουθες εποπτικές αποφάσεις·

δ)

τα σχέδια ανάκαμψης της επικεφαλής επιχείρησης και τα ειδικά μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν για τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών σύμφωνα με τα εν λόγω σχέδια, καθώς και τυχόν μεταγενέστερες επικαιροποιήσεις και τροποποιήσεις των εν λόγω σχεδίων·

ε)

την επιχειρηματική στρατηγική της επικεφαλής επιχείρησης σε σχέση με τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας και τυχόν μεταγενέστερες αλλαγές στην εν λόγω στρατηγική·

στ)

τις υπηρεσίες που παρέχονται από την επικεφαλής επιχείρηση σε πελάτες οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι ή βρίσκονται στην Ένωση με αντίστροφη προσέλκυση υπηρεσιών σύμφωνα με το άρθρο 21γ.

3.   Οι υποχρεώσεις υποβολής αναφορών που ορίζονται στο παρόν άρθρο δεν εμποδίζουν μια αρμόδια αρχή να επιβάλλει πρόσθετες απαιτήσεις υποβολής αναφορών σε υποκαταστήματα τρίτων χωρών, όταν θεωρεί τις πρόσθετες πληροφορίες απαραίτητες, προκειμένου να σχηματίσει ολοκληρωμένη εικόνα της επιχείρησης, των δραστηριοτήτων ή της χρηματοοικονομικής ευρωστίας των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών ή των επικεφαλής επιχειρήσεών τους, να επαληθεύσει τη συμμόρφωση των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών και των επικεφαλής επιχειρήσεών τους με το εφαρμοστέο δίκαιο και να διασφαλίσει τη συμμόρφωση των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών με αυτό.

Άρθρο 48ιβ

Τυποποιημένα έντυπα και υποδείγματα και συχνότητα υποβολής αναφορών

1.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό των ενιαίων μορφοτύπων και ορισμών για την υποβολή αναφορών και τη συχνότητά της, και αναπτύσσει τις λύσεις ΤΠ που πρέπει να εφαρμόζονται για τους σκοπούς του άρθρου 48ια.

Οι απαιτήσεις υποβολής αναφορών που αναφέρονται στο άρθρο 48ια είναι αναλογικές προς την ταξινόμηση των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας είτε στην κατηγορία 1 είτε στην κατηγορία 2.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 10 Ιανουαρίου 2026.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

2.   Οι κανονιστικές και χρηματοοικονομικές πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 48ια υποβάλλονται τουλάχιστον δύο φορές ανά έτος από τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας της κατηγορίας 1 και τουλάχιστον ετησίως από τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας της κατηγορίας 2.

3.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να μην επιβάλλει στα αποδεκτά υποκαταστήματα τρίτης χώρας το σύνολο ή μέρος των απαιτήσεων υποβολής των πληροφοριών σχετικά με την επικεφαλής επιχείρηση που ορίζονται στο άρθρο 48ια παράγραφος 2, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω αρμόδια αρχή είναι σε θέση να λάβει τις σχετικές πληροφορίες απευθείας από τις εποπτικές αρχές της οικείας τρίτης χώρας.

ΤΜΗΜΑ ΙΙΙ

Εποπτεία

Άρθρο 48ιγ

Εποπτεία των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών και πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές να συμμορφώνονται με το παρόν τμήμα και, τηρουμένων των αναλογιών, με τον τίτλο VII για την εποπτεία των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών.

2.   Οι αρμόδιες αρχές περιλαμβάνουν τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας στο πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 99.

Άρθρο 48ιδ

Διαδικασία εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές να ελέγχουν τις ρυθμίσεις, τις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που εφαρμόζουν τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας προκειμένου να συμμορφώνονται με τις διατάξεις που εφαρμόζονται σε αυτά δυνάμει της παρούσας οδηγίας και, κατά περίπτωση, με τυχόν πρόσθετες κανονιστικές απαιτήσεις βάσει του εθνικού δικαίου.

2.   Με βάση τον έλεγχο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν αν οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζουν τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας, καθώς και το προικώο κεφάλαιο και η ρευστότητά τους εξασφαλίζουν τη χρηστή διαχείριση και την κάλυψη των σημαντικών κινδύνων τους, καθώς και τη βιωσιμότητα των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών.

3.   Οι αρμόδιες αρχές διεξάγουν τον έλεγχο και την αξιολόγηση που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου σύμφωνα με τα κριτήρια για την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας που δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 143 παράγραφος 1 στοιχείο γ). Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν τον βαθμό της συχνότητας και την έντασης του ελέγχου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου σε επίπεδο αναλογικό προς την ταξινόμηση των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών στην κατηγορία 1 και στην κατηγορία 2 και λαμβανομένων υπόψη άλλων σχετικών κριτηρίων, όπως η φύση, η κλίμακα και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας.

4.   Όταν ο έλεγχος, ιδίως των ρυθμίσεων διακυβέρνησης, του επιχειρηματικού μοντέλου ή των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος τρίτης χώρας παρέχει στις αρμόδιες αρχές βάσιμους λόγους να υποπτεύονται ότι, σε σχέση με το εν λόγω υποκατάστημα τρίτης χώρας, διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί ή έχει γίνει απόπειρα να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 ή ότι υπάρχει αυξημένος κίνδυνος τέτοιου είδους, η αρμόδια αρχή ενημερώνει αμέσως την ΕΑΤ και την αρχή που είναι αρμόδια για την εποπτεία του υποκαταστήματος τρίτης χώρας σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849. Σε περίπτωση αυξημένου κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η αρμόδια αρχή και η αρχή που είναι αρμόδια για την εποπτεία του υποκαταστήματος τρίτης χώρας σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 έρχονται σε επαφή και κοινοποιούν αμέσως την κοινή τους εκτίμηση στην ΕΑΤ. Η αρμόδια αρχή λαμβάνει, κατά περίπτωση, μέτρα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, τα οποία μπορεί να περιλαμβάνουν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του υποκαταστήματος τρίτης χώρας δυνάμει του άρθρου 48δ παράγραφος 2 στοιχείο ζ) της παρούσας οδηγίας.

5.   Η αρμόδια αρχή, η μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών και η αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία υποκαταστήματος τρίτης χώρας σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 συνεργάζονται στενά μεταξύ τους στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους και ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικές με την παρούσα οδηγία, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών δεν επηρεάζουν διεξαγόμενη έρευνα, διερεύνηση ή διαδικασία σύμφωνα με το ποινικό ή διοικητικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η αρμόδια αρχή, η μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών ή η αρχή που είναι υπεύθυνη για τη εποπτεία υποκαταστήματος τρίτης χώρας σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849. Η ΕΑΤ μπορεί να συνδράμει τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία του υποκαταστήματος τρίτης χώρας σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849, σε περίπτωση διαφωνίας σχετικά με τον συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων δυνάμει του παρόντος άρθρου, με δική της πρωτοβουλία. Στην περίπτωση αυτή, η ΕΑΤ ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

6.   Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για να προσδιορίσει περαιτέρω:

α)

τις κοινές διαδικασίες και μεθοδολογίες για τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης που αναφέρεται στο παρόν άρθρο και για την εκτίμηση της αντιμετώπισης σημαντικών κινδύνων·

β)

τους μηχανισμούς συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρχών που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, ιδίως στο πλαίσιο του εντοπισμού σοβαρών παραβάσεων των κανόνων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

γ)

την αρχή που είναι αρμόδια για την εποπτεία της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στο κράτος μέλος σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 27β παράγραφος 2, του άρθρου 48γ παράγραφος 5 και του άρθρου 48δ παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), οι διαδικασίες και οι μεθοδολογίες που αναφέρονται σε αυτό καθορίζονται κατά τρόπο αναλογικό προς την ταξινόμηση των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας στην κατηγορία 1 ή στην κατηγορία 2, και άλλα κατάλληλα κριτήρια, όπως η φύση, η κλίμακα και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους.

Άρθρο 48ιε

Εποπτικά μέτρα και εποπτικές εξουσίες

1.   Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας να λαμβάνουν εγκαίρως τα αναγκαία μέτρα με σκοπό:

α)

να διασφαλίζουν ότι τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που εφαρμόζονται σε αυτά δυνάμει της παρούσας οδηγίας και του εθνικού δικαίου ή με σκοπό την αποκατάσταση της συμμόρφωσης με τις εν λόγω απαιτήσεις· και

β)

να διασφαλίζουν ότι οι σημαντικοί κίνδυνοι στους οποίους εκτίθενται τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας καλύπτονται και αντιμετωπίζονται με ορθό και επαρκή τρόπο και ότι τα υποκαταστήματα αυτά παραμένουν βιώσιμα.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι εξουσίες των αρμόδιων αρχών περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, την εξουσία να απαιτούν από τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών:

α)

να τηρούν ποσό προικώου κεφαλαίου που υπερβαίνει τις ελάχιστες απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 48ε ή να συμμορφώνονται με άλλες πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις· κάθε πρόσθετο ποσό προικώου κεφαλαίου που θα πρέπει να τηρεί το υποκατάστημα τρίτης χώρας σύμφωνα με το παρόν στοιχείο συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 48ε·

β)

να πληρούν άλλες ειδικές απαιτήσεις ρευστότητας επιπλέον των απαιτήσεων που ορίζονται στο άρθρο 48στ· τυχόν πρόσθετα άμεσα ρευστοποιήσιμα στοιχεία ενεργητικού που θα πρέπει να κατέχει το υποκατάστημα τρίτης χώρας σύμφωνα με το παρόν στοιχείο συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 48στ·

γ)

να ενισχύσουν τη διακυβέρνησή τους, τη διαχείριση κινδύνων ή τις ρυθμίσεις καταχώρισης στο μητρώο·

δ)

να περιορίσουν ή να μειώσουν το εύρος του επιχειρηματικού τους πεδίου ή των δραστηριοτήτων που ασκούν, καθώς και τους αντισυμβαλλόμενους στις εν λόγω δραστηριότητες·

ε)

να μειώσουν τον εγγενή κίνδυνο των δραστηριοτήτων τους, των προϊόντων τους και των συστημάτων τους, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων που αναθέτουν σε τρίτους, και να παύσουν να αναλαμβάνουν τέτοιου είδους δραστηριότητες ή να προσφέρουν τέτοιου είδους προϊόντα·

στ)

να συμμορφώνονται με τις πρόσθετες απαιτήσεις υποβολής αναφορών σύμφωνα με το άρθρο 48ια παράγραφος 3 ή να αυξάνουν τη συχνότητα της τακτικής υποβολής αναφορών·

ζ)

να προβαίνουν σε δημοσιοποιήσεις.

Άρθρο 48ιστ

Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των σωμάτων εποπτών

1.   Οι αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν υποκαταστήματα τρίτης χώρας και θυγατρικά ιδρύματα του ίδιου ομίλου τρίτης χώρας συνεργάζονται στενά μεταξύ τους και ανταλλάσσουν πληροφορίες. Οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας σύμφωνα με το άρθρο 115.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας της κατηγορίας 1 υπόκεινται στη συνολική εποπτεία σώματος εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 116. Για τους σκοπούς αυτούς ισχύουν οι ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

όταν έχει συσταθεί σώμα εποπτών σε σχέση με τα θυγατρικά ιδρύματα ομίλου τρίτης χώρας, τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας της κατηγορίας 1 του ίδιου ομίλου εμπίπτουν στο πεδίο των αρμοδιοτήτων του εν λόγω σώματος εποπτών·

β)

όταν ο όμιλος τρίτης χώρας διαθέτει υποκαταστήματα τρίτης χώρας της κατηγορίας 1 σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη, αλλά κανένα θυγατρικό ίδρυμα στην Ένωση που να υπόκειται στο άρθρο 116, συστήνεται σώμα εποπτών σε σχέση με τα εν λόγω υποκαταστήματα τρίτης χώρας της κατηγορίας 1·

γ)

όταν ο όμιλος τρίτης χώρας διαθέτει υποκαταστήματα τρίτης χώρας της κατηγορίας 1 σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη ή τουλάχιστον ένα υποκατάστημα τρίτης χώρας της κατηγορίας 1 και ένα ή περισσότερα θυγατρικά ιδρύματα στην Ένωση που δεν υπόκεινται στο άρθρο 116, συστήνεται σώμα εποπτών σε σχέση με τα εν λόγω υποκαταστήματα και θυγατρικά ιδρύματα τρίτης χώρας.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2 στοιχεία β) και γ) του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι υπάρχει επικεφαλής αρμόδια αρχή η οποία επιτελεί τον ίδιο ρόλο με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 116. Η επικεφαλής αρμόδια αρχή είναι εκείνη του κράτους μέλους με το μεγαλύτερο υποκατάστημα τρίτης χώρας από την άποψη της συνολικής αξίας των στοιχείων ενεργητικού που είναι καταχωρισμένα στο μητρώο.

4.   Επιπλέον των καθηκόντων που ορίζονται στο άρθρο 116, το σώμα εποπτών:

α)

συντάσσει έκθεση σχετικά με τη δομή και τις δραστηριότητες του ομίλου τρίτης χώρας στην Ένωση και επικαιροποιεί την έκθεση αυτή σε ετήσια βάση·

β)

ανταλλάσσει πληροφορίες σχετικά με τα αποτελέσματα της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης του άρθρου 48ιδ·

γ)

προσπαθεί να εναρμονίσει την εφαρμογή των εποπτικών μέτρων και των εποπτικών εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 48ιε.

5.   Το σώμα εποπτών εξασφαλίζει τον κατάλληλο συντονισμό και τη συνεργασία με τις αρμόδιες εποπτικές αρχές τρίτων χωρών, κατά περίπτωση.

6.   Η ΕΑΤ συμβάλλει στην προώθηση και την επίβλεψη της αποτελεσματικής, γόνιμης και συνεπούς λειτουργίας των προβλεπόμενων στο παρόν άρθρο σωμάτων εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

7.   Η ΕΑΤ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει:

α)

τους μηχανισμούς συνεργασίας και τα σχέδια υποδειγμάτων συμφωνιών μεταξύ αρμόδιων αρχών για τους σκοπούς της παραγράφου 1· και

β)

τις προϋποθέσεις λειτουργίας των σωμάτων εποπτών για τους σκοπούς των παραγράφων 2 έως 6.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 10 Ιανουαρίου 2026.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 48ιζ

Ενημέρωση της ΕΑΤ

Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ σχετικά με τα εξής:

α)

όλες τις άδειες λειτουργίας που χορηγούνται σε υποκαταστήματα τρίτης χώρας και τυχόν μεταγενέστερες αλλαγές στις εν λόγω άδειες·

β)

το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού που καταχωρίζονται στο μητρώο από τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας, ως έχουν στις περιοδικές αναφορές που υποβάλλονται·

γ)

την επωνυμία του ομίλου τρίτης χώρας στον οποίο ανήκει υποκατάστημα τρίτης χώρας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας.

Η ΕΑΤ δημοσιεύει στον ιστότοπό της κατάλογο όλων των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο, αναφέροντας τα κράτη μέλη στα οποία έχουν άδεια να λειτουργούν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ

Άρθρο 48ιη

Συνεργασία με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση

1.   Η Ένωση μπορεί να συνάπτει συμφωνίες με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες σχετικά με τα μέσα άσκησης εποπτείας σε ενοποιημένη βάση στα ακόλουθα ιδρύματα:

α)

ιδρύματα η μητρική επιχείρηση των οποίων εδρεύει σε τρίτη χώρα·

β)

ιδρύματα που βρίσκονται σε τρίτες χώρες και των οποίων οι μητρικές επιχειρήσεις είναι ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που εδρεύουν στην Ένωση.

2.   Οι συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 αποσκοπούν ειδικότερα να εξασφαλίσουν ότι:

α)

οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν να συγκεντρώνουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εποπτεία, σε ενοποιημένη βάση, ιδρυμάτων, χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών που βρίσκονται στην Ένωση και που έχουν ως θυγατρικές ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα που βρίσκονται σε τρίτη χώρα, ή κατέχουν συμμετοχή σε αυτά·

β)

οι εποπτικές αρχές τρίτων χωρών μπορούν να συγκεντρώνουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εποπτεία μητρικών επιχειρήσεων που εδρεύουν στο έδαφός τους και έχουν ως θυγατρικές ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα που βρίσκονται σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, ή κατέχουν συμμετοχή σε αυτά· και

γ)

η ΕΑΤ μπορεί να λαμβάνει από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών τις πληροφορίες που αυτές έχουν λάβει από τις εθνικές αρχές τρίτων χωρών, σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 218 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών, εξετάζει τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και την κατάσταση που προκύπτει από αυτές.

4.   Η ΕΑΤ παρέχει συνδρομή στην Επιτροπή για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(*11)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/61 της Επιτροπής, της 10ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την απαίτηση κάλυψης του κινδύνου ρευστότητας για τα πιστωτικά ιδρύματα (ΕΕ L 11 της 17.1.2015, σ. 1)."

(*12)  Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149)."

(*13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (ΕΕ L 243 της 11.9.2002, σ. 1).»·"

14)

στο άρθρο 53 παράγραφος 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες περιέρχονται εις γνώσιν αυτών των προσώπων, ελεγκτών ή εμπειρογνωμόνων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους μπορούν να δημοσιοποιούνται μόνο σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ώστε να μην προκύπτει η ταυτότητα του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό ή το φορολογικό δίκαιο.»

·

15)

στο άρθρο 56, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«Το άρθρο 53 παράγραφος 1 και το άρθρο 54 δεν εμποδίζουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών και φορολογικών αρχών στο ίδιο κράτος μέλος σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Σε περίπτωση που οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, ανταλλάσσονται μόνο κατά τα προβλεπόμενα στην πρώτη περίοδο της παρούσας παραγράφου με τη ρητή συμφωνία των αρμοδίων αρχών που τις διαβίβασαν.»

·

16)

τα άρθρα 65 και 66 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 65

Διοικητικές κυρώσεις, περιοδικές χρηματικές ποινές και άλλα διοικητικά μέτρα

1.   Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών των αρμόδιων αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 64 της παρούσας οδηγίας και του δικαιώματος των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη ορίζουν κανόνες όσον αφορά τις διοικητικές κυρώσεις, τις περιοδικές χρηματικές ποινές και άλλα διοικητικά μέτρα όσον αφορά παραβάσεις των εθνικών διατάξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της παρούσας οδηγίας, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και των αποφάσεων που λαμβάνονται από αρμόδια αρχή με βάση τις εν λόγω διατάξεις ή τον εν λόγω κανονισμό, λαμβάνουν δε όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται η εφαρμογή τους. Οι διοικητικές κυρώσεις, οι περιοδικές χρηματικές ποινές και τα άλλα διοικητικά μέτρα έχουν αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, σε περίπτωση παράβασης των εθνικών διατάξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της παρούσας οδηγίας, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή των αποφάσεων που λαμβάνονται από αρμόδια αρχή με βάση τις εν λόγω διατάξεις ή τον εν λόγω κανονισμό, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιβάλλουν διοικητικές κυρώσεις, περιοδικές χρηματικές ποινές και άλλα διοικητικά μέτρα στα μέλη του διοικητικού οργάνου, σε ανώτερα διοικητικά στελέχη, σε επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών, σε άλλα μέλη του προσωπικού των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στα χαρακτηριστικά κινδύνου του ιδρύματος, όπως αναφέρονται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας και σε άλλα φυσικά πρόσωπα, εφόσον φέρουν ευθύνη για την παράβαση σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

3.   Η επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να επιβάλλουν διοικητικές κυρώσεις ή άλλα διοικητικά μέτρα για την ίδια παράβαση.

4.   Στις αρμόδιες αρχές παρέχονται όλες οι εξουσίες συγκέντρωσης πληροφοριών και διερεύνησης που είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων τους. Στις εν λόγω εξουσίες συμπεριλαμβάνονται:

α)

η εξουσία να απαιτούν από τα ακόλουθα φυσικά ή νομικά πρόσωπα να παρέχουν όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες, προκειμένου να ασκούν τα καθήκοντά τους οι αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που απαιτείται να παρέχονται ανά τακτά διαστήματα και με ειδικώς προσδιορισμένους μορφότυπους για εποπτικούς και συναφείς στατιστικούς σκοπούς:

i)

ιδρύματα εγκατεστημένα στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος·

ii)

χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος·

iii)

μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος·

iv)

εταιρείες συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων εγκατεστημένες στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος·

v)

πρόσωπα που ανήκουν στις οντότητες που αναφέρονται στα σημεία i) έως iv)·

vi)

τρίτους στους οποίους οι οντότητες που αναφέρονται στα σημεία i) έως iv) του παρόντος στοιχείου ανέθεσαν καθήκοντα ή δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των τρίτων παρόχων υπηρεσιών ΤΠΕ που αναφέρονται στο κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΕ) 2022/2554 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*14)·

β)

η εξουσία διεξαγωγής όλων των αναγκαίων ερευνών για οποιοδήποτε πρόσωπο που αναφέρεται στο στοιχείο α) σημεία i) έως vi) το οποίο είναι εγκατεστημένο ή βρίσκεται στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, εάν είναι αναγκαίο, για την εκτέλεση των καθηκόντων των αρμόδιων αρχών, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας:

i)

να απαιτούν την υποβολή εγγράφων·

ii)

να εξετάζουν τα βιβλία και αρχεία των προσώπων που αναφέρονται στο στοιχείο α) σημεία i) έως vi) και να λαμβάνουν αντίγραφα ή αποσπάσματα από τα εν λόγω βιβλία και αρχεία·

iii)

να λαμβάνουν γραπτές ή προφορικές εξηγήσεις από κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στο στοιχείο α) σημεία i) έως vi) ή τους εκπροσώπους του ή τα μέλη του προσωπικού του·

iv)

να προβαίνουν σε συνέντευξη με κάθε άλλο πρόσωπο που συναινεί να ερωτηθεί με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας· και

v)

να διεξάγουν, με την επιφύλαξη άλλων προϋποθέσεων που προβλέπονται στο ενωσιακό δίκαιο, όλες τις αναγκαίες επιθεωρήσεις στις επιχειρηματικές εγκαταστάσεις των νομικών προσώπων που αναφέρονται στο στοιχείο α) σημεία i) έως vi) και σε οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση που περιλαμβάνεται στην ενοποιημένη εποπτεία όταν η αρμόδια αρχή είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, υπό την προϋπόθεση ότι οι οικείες αρμόδιες αρχές θα ενημερώνονται προηγουμένως· εάν για την επιθεώρηση απαιτείται έγκριση από δικαστική αρχή σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, υποβάλλεται σχετική αίτηση.

5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, όταν το νομικό σύστημα κράτους μέλους δεν προβλέπει επιβολή διοικητικών κυρώσεων, το παρόν άρθρο μπορεί να εφαρμόζεται κατά τρόπο ώστε η διαδικασία επιβολής κυρώσεων να κινείται από την αρμόδια αρχή και να επιβάλλεται από δικαστική αρχή, με την ταυτόχρονη διασφάλιση ότι τα εν λόγω ένδικα μέσα είναι αποτελεσματικά και έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα με τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται από τις αρμόδιες αρχές. Σε κάθε περίπτωση, οι κυρώσεις που επιβάλλονται είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Τα κράτη μέλη που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο κοινοποιούν στην Επιτροπή τα μέτρα εθνικού δικαίου τα οποία θεσπίζουν σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο έως τις 10 Ιανουαρίου 2026 και, χωρίς καθυστέρηση, κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

Άρθρο 66

Διοικητικές κυρώσεις, περιοδικές χρηματικές ποινές και άλλα διοικητικά μέτρα για παραβάσεις των απαιτήσεων για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και των απαιτήσεων για την απόκτηση ή τη διάθεση σημαντικών συμμετοχών, τις σημαντικές μεταβιβάσεις στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, τις συγχωνεύσεις ή τις διασπάσεις

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι προβλέπονται διοικητικές κυρώσεις, περιοδικές χρηματικές ποινές και άλλα διοικητικά μέτρα στους νόμους, στους κανονισμούς και στις διοικητικές διατάξεις τους, τουλάχιστον όταν:

α)

οι δραστηριότητες πιστωτικού ιδρύματος αρχίζουν να ασκούνται χωρίς προηγούμενη άδεια λειτουργίας, κατά παράβαση του άρθρου 8 της παρούσας οδηγίας·

β)

τουλάχιστον μία από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ασκείται από οντότητα που τηρεί το όριο που αναφέρεται στο εν λόγω σημείο, και που δεν έχει άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, εξαιρουμένων των οντοτήτων που ζητούν παρέκκλιση δυνάμει του άρθρου 8α της παρούσας οδηγίας·

γ)

η δραστηριότητα αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό ασκείται χωρίς άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, κατά παράβαση του άρθρου 9 της παρούσας οδηγίας·

δ)

αποκτάται, άμεσα ή έμμεσα, ή αυξάνεται περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα, ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των κατεχόμενων μεριδίων κεφαλαίου να φθάνει ή να υπερβαίνει τα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να καταστεί θυγατρική του αγοραστή, χωρίς έγγραφη κοινοποίηση προς τις αρμόδιες αρχές του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο ο αγοραστής επιδιώκει να αποκτήσει ειδική συμμετοχή ή να την αυξήσει, κατά την περίοδο εκτίμησης, ή παρά την αντίθετη γνώμη των αρμόδιων αρχών, κατά παράβαση του εν λόγω άρθρου·

ε)

διατίθεται, άμεσα ή έμμεσα, ή μειώνεται ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα, ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των κατεχόμενων μεριδίων κεφαλαίου να είναι μικρότερη από τα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 25 της παρούσας οδηγίας ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να παύσει να είναι θυγατρική του νομικού προσώπου που διαθέτει την ειδική συμμετοχή, χωρίς έγγραφη κοινοποίηση προς τις αρμόδιες αρχές, κατά παράβαση του εν λόγω άρθρου·

στ)

χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 21α παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας, δεν υποβάλλει αίτηση για έγκριση κατά παράβαση του εν λόγω άρθρου ή δεν συμμορφώνεται με οποιαδήποτε άλλη από τις απαιτήσεις που ορίζονται στο εν λόγω άρθρο·

ζ)

υποψήφιος αγοραστής κατά την έννοια του άρθρου 27α παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας δεν ενημερώνει τη σχετική αρμόδια αρχή για άμεση ή έμμεση απόκτηση σημαντικής συμμετοχής, κατά παράβαση του εν λόγω άρθρου·

η)

οποιαδήποτε από τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 27δ της παρούσας οδηγίας δεν ενημερώνει τη σχετική αρμόδια αρχή για άμεση ή έμμεση διάθεση σημαντικής συμμετοχής που υπερβαίνει το 15 % του αποδεκτού κεφαλαίου της εν λόγω οντότητας·

θ)

οποιαδήποτε από τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 27στ παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας προβαίνει σε σημαντική μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, χωρίς κοινοποίηση προς τις αρμόδιες αρχές, κατά παράβαση του εν λόγω άρθρου·

ι)

οποιαδήποτε από τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 27θ παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας προβαίνει σε συγχώνευση ή διάσπαση, κατά παράβαση του εν λόγω άρθρου.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, τα μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:

α)

διοικητικές κυρώσεις:

i)

στην περίπτωση νομικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα ύψους έως και 10 % του συνολικού ετήσιου καθαρού κύκλου εργασιών της επιχείρησης·

ii)

στην περίπτωση φυσικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα ύψους έως και 5 εκατομμυρίων EUR ή, στα κράτη μέλη τα οποία δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, της αντίστοιχης αξίας στο εθνικό νόμισμα κατά την 17η Ιουλίου 2013·

iii)

διοικητικά χρηματικά πρόστιμα που ισούνται έως και με το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, εάν αυτά τα κέρδη ή αυτές οι ζημίες είναι μετρήσιμες·

β)

περιοδικές χρηματικές ποινές:

i)

στην περίπτωση νομικού προσώπου, περιοδικές χρηματικές ποινές ύψους έως και 5 % του μέσου ημερήσιου καθαρού κύκλου εργασιών, τις οποίες, σε περίπτωση συνεχιζόμενης παράβασης, το νομικό πρόσωπο υποχρεούται να καταβάλει ανά ημέρα παράβασης έως ότου αποκατασταθεί η συμμόρφωση με την υποχρέωση· η περιοδική χρηματική ποινή μπορεί να επιβληθεί για χρονικό διάστημα έως και έξι μηνών από την ημερομηνία που ορίζεται στην απόφαση της αρμόδιας αρχής με την οποία ζητείται η παύση της παράβασης και επιβάλλεται η περιοδική χρηματική ποινή·

ii)

στην περίπτωση φυσικού προσώπου, περιοδικές χρηματικές ποινές ύψους έως και 50 000 EUR ή, στα κράτη μέλη των οποίων το νόμισμα δεν είναι το ευρώ, της αντίστοιχης αξίας στο εθνικό νόμισμα στις 9 Ιουλίου 2024, τις οποίες, σε περίπτωση συνεχιζόμενης παράβασης, το φυσικό πρόσωπο υποχρεούται να καταβάλει ανά ημέρα παράβασης έως ότου αποκατασταθεί η συμμόρφωση με την υποχρέωση· η περιοδική χρηματική ποινή μπορεί να επιβληθεί για χρονικό διάστημα έως και έξι μηνών από την ημερομηνία που ορίζεται στην απόφαση της αρμόδιας αρχής με την οποία ζητείται η παύση της παράβασης και επιβάλλεται η περιοδική χρηματική ποινή·

γ)

άλλα διοικητικά μέτρα:

i)

δημόσια ανακοίνωση στην οποία προσδιορίζονται το υπεύθυνο φυσικό πρόσωπο, ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση και η φύση της παράβασης·

ii)

διαταγή προς το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και μη επανάληψή της στο μέλλον·

iii)

αναστολή των δικαιωμάτων ψήφου του μετόχου ή των μετόχων που υπέχουν ευθύνη για τις παραβάσεις της παραγράφου 1·

iv)

με την επιφύλαξη του άρθρου 65 παράγραφος 2, προσωρινή απαγόρευση σε μέλος του διοικητικού οργάνου ή σε άλλο φυσικό πρόσωπο που υπέχει ευθύνη για την παράβαση να ασκεί καθήκοντα σε ιδρύματα.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο β), τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν υψηλότερο μέγιστο ποσό για τις περιοδικές χρηματικές ποινές ανά ημέρα παράβασης.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο στοιχείο β), τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόσουν περιοδικές χρηματικές ποινές σε εβδομαδιαία ή μηνιαία βάση. Στην περίπτωση αυτή, το μέγιστο ποσό των περιοδικών χρηματικών ποινών που επιβάλλονται για τη σχετική εβδομαδιαία ή μηνιαία περίοδο όταν λαμβάνει χώρα παράβαση δεν υπερβαίνει το μέγιστο ποσό των περιοδικών χρηματικών ποινών που θα επιβάλλονταν σε ημερήσια βάση σύμφωνα με το εν λόγω στοιχείο για τη σχετική περίοδο.

Οι περιοδικές χρηματικές ποινές μπορούν να επιβληθούν σε συγκεκριμένη ημερομηνία και να αρχίσουν να ισχύουν σε μεταγενέστερη ημερομηνία.

3.   Ο συνολικός ετήσιος καθαρός κύκλος εργασιών που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) σημείο i) του παρόντος άρθρου είναι το άθροισμα των ακόλουθων στοιχείων, καθορισμένων σύμφωνα με τα παραρτήματα III και IV του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/451 της Επιτροπής (*15):

α)

έσοδα από τόκους·

β)

έξοδα από τόκους·

γ)

έξοδα εταιρικού κεφαλαίου πληρωτέου σε πρώτη ζήτηση·

δ)

έσοδα από μερίσματα·

ε)

έσοδα από αμοιβές και προμήθειες·

στ)

έξοδα από αμοιβές και προμήθειες·

ζ)

κέρδη ή ζημίες από χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού και υποχρεώσεις που διακρατούνται για διαπραγμάτευση, καθαρά·

η)

κέρδη ή ζημίες από χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού και υποχρεώσεις που αναγνωρίζονται στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων, καθαρά·

θ)

κέρδη ή ζημίες από λογιστική αντιστάθμισης, καθαρά·

ι)

συναλλαγματικές διαφορές (κέρδος ή ζημία), καθαρές·

ια)

άλλα έσοδα εκμεταλλεύσεως·

ιβ)

άλλα έξοδα εκμεταλλεύσεως.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τη βάση υπολογισμού αποτελούν οι πλέον πρόσφατες ετήσιες εποπτικές χρηματοοικονομικές πληροφορίες που παράγουν δείκτη άνω του μηδενός. Όταν το νομικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου δεν υπόκειται στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2021/451 της Επιτροπής, ο σχετικός συνολικός ετήσιος καθαρός κύκλος εργασιών είναι ο συνολικός ετήσιος καθαρός κύκλος εργασιών ή το αντίστοιχο είδος εισοδήματος σύμφωνα με το ισχύον λογιστικό πλαίσιο. Όταν η οικεία επιχείρηση ανήκει σε όμιλο, ο σχετικός συνολικός ετήσιος καθαρός κύκλος εργασιών είναι ο συνολικός ετήσιος καθαρός κύκλος εργασιών που προκύπτει από τις ενοποιημένες καταστάσεις της ανώτατης μητρικής επιχείρησης.

4.   Ο μέσος ημερήσιος καθαρός κύκλος εργασιών που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) σημείο i) είναι ο συνολικός ετήσιος καθαρός κύκλος εργασιών που αναφέρεται στην παράγραφο 3 διαιρούμενος διά του 365.

(*14)  Κανονισμός (ΕΕ) 2022/2554 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2022, σχετικά με την ψηφιακή επιχειρησιακή ανθεκτικότητα του χρηματοοικονομικού τομέα και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 909/2014 και (ΕΕ) 2016/1011 (ΕΕ L 333 της 27.12.2022, σ. 1)."

(*15)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2021/451 της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 2020, για τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την υποβολή εποπτικών αναφορών από τα ιδρύματα και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 (ΕΕ L 97 της 19.3.2021, σ. 1).»·"

17)

το άρθρο 67 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

ένα ίδρυμα δεν έχει θεσπίσει ρυθμίσεις διακυβέρνησης και ουδέτερες ως προς το φύλο πολιτικές αποδοχών που απαιτούν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 74·»

·

ii)

τα στοιχεία ε), στ) και θ) διαγράφονται·

iii)

το στοιχείο ι) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ι)

ένα ίδρυμα δεν διατηρεί δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης κατά παράβαση του άρθρου 413 ή του άρθρου 428β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή δεν διατηρεί, κατά τρόπο επαναλαμβανόμενο και επίμονο, ρευστά στοιχεία ενεργητικού κατά παράβαση του άρθρου 412 του εν λόγω κανονισμού·»

·

iv)

τα στοιχεία ια) και ιβ) διαγράφονται·

v)

προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«ιη)

ένα ίδρυμα δεν πληροί τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

ιθ)

ένα ίδρυμα ή ένα φυσικό πρόσωπο δεν συμμορφώνεται επανειλημμένα με απόφαση που επιβάλλεται από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της παρούσας οδηγίας ή σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

κ)

ένα ίδρυμα δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις περί αποδοχών που ορίζονται στα άρθρα 92, 94 και 95 της παρούσας οδηγίας·

κα)

ένα ίδρυμα ενεργεί χωρίς την προηγούμενη άδεια της αρμόδιας αρχής, όταν οι εθνικές διατάξεις για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της παρούσας οδηγίας ή ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 απαιτούν από το ίδρυμα να λαμβάνει τέτοια προηγούμενη άδεια, ή ένα ίδρυμα απέκτησε την εν λόγω άδεια με ψευδείς δηλώσεις ή δεν συμμορφώνεται με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε η εν λόγω άδεια·

κβ)

ένα ίδρυμα δεν πληροί τις απαιτήσεις όσον αφορά τη σύνθεση, τις προϋποθέσεις, τις προσαρμογές και τις αφαιρέσεις που αφορούν τα ίδια κεφάλαια, όπως ορίζονται στο δεύτερο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

κγ)

ένα ίδρυμα δεν πληροί τις απαιτήσεις όσον αφορά τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματά του έναντι πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών, όπως ορίζονται στο τέταρτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

κδ)

ένα ίδρυμα δεν πληροί τις απαιτήσεις όσον αφορά τον υπολογισμό του δείκτη μόχλευσης, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής των παρεκκλίσεων που ορίζονται στο έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

κε)

ένα ίδρυμα δεν αναφέρει πληροφορίες ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες στην αρμόδια αρχή σε σχέση με τα στοιχεία του άρθρου 430 παράγραφοι 1 έως 3 και του άρθρου 430α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

κστ)

ένα ίδρυμα δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις συλλογής δεδομένων και διακυβέρνησης που ορίζονται στο τρίτο μέρος τίτλος III κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

κζ)

ένα ίδρυμα δεν πληροί τις απαιτήσεις σε σχέση με τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοίγματος ή τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων ή δεν διαθέτει τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης που ορίζονται στο τρίτο μέρος τίτλοι II έως VI του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

κη)

ένα ίδρυμα δεν πληροί τις απαιτήσεις σε σχέση με τον υπολογισμό του δείκτη κάλυψης ρευστότητας ή του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, όπως ορίζεται στο έκτο μέρος τίτλοι I και IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2015/61.»

·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, τα μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:

α)

διοικητικές κυρώσεις:

i)

στην περίπτωση νομικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα ύψους έως και 10 % του συνολικού ετήσιου καθαρού κύκλου εργασιών της επιχείρησης·

ii)

στην περίπτωση φυσικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα ύψους έως και 5 εκατομμυρίων EUR ή, στα κράτη μέλη τα οποία δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, της αντίστοιχης αξίας στο εθνικό νόμισμα κατά την 17η Ιουλίου 2013·

iii)

διοικητικά χρηματικά πρόστιμα που ισούνται έως και με το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, εάν αυτά τα κέρδη ή αυτές οι ζημίες είναι μετρήσιμες·

β)

περιοδικές χρηματικές ποινές:

i)

στην περίπτωση νομικού προσώπου, περιοδικές χρηματικές ποινές ύψους έως και 5 % του μέσου ημερήσιου καθαρού κύκλου εργασιών, τις οποίες, σε περίπτωση συνεχιζόμενης παράβασης, το νομικό πρόσωπο υποχρεούται να καταβάλει ανά ημέρα παράβασης έως ότου αποκατασταθεί η συμμόρφωση με την υποχρέωση· η περιοδική χρηματική ποινή μπορεί να επιβληθεί για χρονικό διάστημα έως και έξι μηνών από την ημερομηνία που ορίζεται στην απόφαση της αρμόδιας αρχής με την οποία ζητείται η παύση της παράβασης και επιβάλλεται η περιοδική χρηματική ποινή·

ii)

στην περίπτωση φυσικού προσώπου, περιοδικές χρηματικές ποινές ύψους έως και 50 000 EUR ή, στα κράτη μέλη των οποίων το νόμισμα δεν είναι το ευρώ, της αντίστοιχης αξίας στο εθνικό νόμισμα στις 9 Ιουλίου 2024, τις οποίες, σε περίπτωση συνεχιζόμενης παράβασης, το φυσικό πρόσωπο υποχρεούται να καταβάλει ανά ημέρα παράβασης έως ότου αποκατασταθεί η συμμόρφωση με την υποχρέωση· η περιοδική χρηματική ποινή μπορεί να επιβληθεί για χρονικό διάστημα έως και έξι μηνών από την ημερομηνία που ορίζεται στην απόφαση της αρμόδιας αρχής με την οποία ζητείται η παύση της παράβασης και επιβάλλεται η περιοδική χρηματική ποινή·

γ)

άλλα διοικητικά μέτρα:

i)

δημόσια ανακοίνωση στην οποία προσδιορίζονται το υπεύθυνο φυσικό πρόσωπο, ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση και η φύση της παράβασης·

ii)

διαταγή προς το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και μη επανάληψή της στο μέλλον·

iii)

στην περίπτωση ιδρύματος, ανάκληση της άδειας λειτουργίας του ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 18·

iv)

με την επιφύλαξη του άρθρου 65 παράγραφος 2, προσωρινή απαγόρευση σε μέλος του διοικητικού οργάνου ή σε άλλο φυσικό πρόσωπο που υπέχει ευθύνη για την παράβαση να ασκεί καθήκοντα σε ιδρύματα.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο β), τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν υψηλότερο μέγιστο ποσό για τις περιοδικές χρηματικές ποινές ανά ημέρα παράβασης.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο στοιχείο β), τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόσουν περιοδικές χρηματικές ποινές σε εβδομαδιαία ή μηνιαία βάση. Στην περίπτωση αυτή, το μέγιστο ποσό των περιοδικών χρηματικών ποινών που επιβάλλονται για τη σχετική εβδομαδιαία ή μηνιαία περίοδο όταν λαμβάνει χώρα παράβαση δεν υπερβαίνει το μέγιστο ποσό των περιοδικών χρηματικών ποινών που θα επιβάλλονταν σε ημερήσια βάση σύμφωνα με το εν λόγω στοιχείο για τη σχετική περίοδο.

Οι περιοδικές χρηματικές ποινές μπορούν να επιβληθούν σε συγκεκριμένη ημερομηνία και να αρχίσουν να ισχύουν σε μεταγενέστερη ημερομηνία.»

·

γ)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«3.   Ο συνολικός ετήσιος καθαρός κύκλος εργασιών που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) σημείο i) του παρόντος άρθρου είναι το άθροισμα των ακόλουθων στοιχείων, καθορισμένων σύμφωνα με τα παραρτήματα III και IV του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/451:

α)

έσοδα από τόκους·

β)

έξοδα από τόκους·

γ)

έξοδα εταιρικού κεφαλαίου πληρωτέου σε πρώτη ζήτηση·

δ)

έσοδα από μερίσματα·

ε)

έσοδα από αμοιβές και προμήθειες·

στ)

έξοδα από αμοιβές και προμήθειες·

ζ)

κέρδη ή ζημίες από χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού και υποχρεώσεις που διακρατούνται για διαπραγμάτευση, καθαρά·

η)

κέρδη ή ζημίες από χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού και υποχρεώσεις που αναγνωρίζονται στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων, καθαρά·

θ)

κέρδη ή ζημίες από λογιστική αντιστάθμισης, καθαρά·

ι)

συναλλαγματικές διαφορές (κέρδος ή ζημία), καθαρές·

ια)

άλλα έσοδα εκμεταλλεύσεως·

ιβ)

άλλα έξοδα εκμεταλλεύσεως.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τη βάση υπολογισμού αποτελούν οι πλέον πρόσφατες ετήσιες εποπτικές χρηματοοικονομικές πληροφορίες που παράγουν δείκτη άνω του μηδενός. Όταν το νομικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου δεν υπόκειται στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2021/451 της Επιτροπής, ο σχετικός συνολικός ετήσιος καθαρός κύκλος εργασιών είναι ο συνολικός ετήσιος καθαρός κύκλος εργασιών ή το αντίστοιχο είδος εισοδήματος σύμφωνα με το ισχύον λογιστικό πλαίσιο. Όταν η οικεία επιχείρηση ανήκει σε όμιλο, ο σχετικός συνολικός ετήσιος καθαρός κύκλος εργασιών είναι ο συνολικός ετήσιος καθαρός κύκλος εργασιών που προκύπτει από τις ενοποιημένες καταστάσεις της ανώτατης μητρικής επιχείρησης.

4.   Ο μέσος ημερήσιος καθαρός κύκλος εργασιών που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) σημείο i) είναι ο συνολικός ετήσιος καθαρός κύκλος εργασιών που αναφέρεται στην παράγραφο 3 διαιρούμενος διά του 365.»

·

18)

το άρθρο 70 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 70

Αποτελεσματική εφαρμογή διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων, και άσκηση των εξουσιών επιβολής κυρώσεων από τις αρμόδιες αρχές

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους και του ύψους των διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση:

α)

η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης·

β)

ο βαθμός ευθύνης του φυσικού ή νομικού προσώπου που υπέχει ευθύνη για την παράβαση·

γ)

η οικονομική ισχύς του φυσικού ή νομικού προσώπου που υπέχει ευθύνη για την παράβαση, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων από τον συνολικό κύκλο εργασιών νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα φυσικού προσώπου·

δ)

η σπουδαιότητα των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που υπέχει ευθύνη για την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν·

ε)

οι ζημίες τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν·

στ)

ο βαθμός συνεργασίας του φυσικού ή νομικού προσώπου που υπέχει ευθύνη για την παράβαση με την αρμόδια αρχή·

ζ)

προηγούμενες παραβάσεις του φυσικού ή νομικού προσώπου που υπέχει ευθύνη για την παράβαση·

η)

ενδεχόμενες πιθανές συστημικές συνέπειες της παράβασης·

θ)

ποινικές κυρώσεις που έχουν επιβληθεί προηγουμένως για την ίδια παράβαση στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που υπέχει ευθύνη για την εν λόγω παράβαση.

2.   Οι αρμόδιες αρχές, κατά την άσκηση των εξουσιών τους σχετικά με την επιβολή διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων, συνεργάζονται στενά, ώστε να διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω κυρώσεις και τα εν λόγω μέτρα επιφέρουν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα βάσει της παρούσας οδηγίας. Συντονίζουν επίσης τις δράσεις τους για την πρόληψη της συσσώρευσης και της επικάλυψης κατά την επιβολή διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων σε διασυνοριακές υποθέσεις.

3.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιβάλλουν κυρώσεις σε σχέση με το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την ίδια πράξη ή παράλειψη σε περίπτωση συσσώρευσης διοικητικών και ποινικών διαδικασιών που αφορούν την ίδια παράβαση. Ωστόσο, μια τέτοια συσσώρευση διαδικασιών και κυρώσεων είναι απολύτως αναγκαία και αναλογική για την επιδίωξη διαφορετικών και συμπληρωματικών στόχων γενικού συμφέροντος.

4.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κατάλληλους μηχανισμούς για να διασφαλίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές και οι δικαστικές αρχές ενημερώνονται δεόντως και εγκαίρως, όταν διοικητική διαδικασία και ποινική διαδικασία κινούνται κατά του ίδιου φυσικού ή νομικού προσώπου που μπορεί να υπέχει ευθύνη για την ίδια συμπεριφορά και στις δύο διαδικασίες.

5.   Έως τις 18 Ιουλίου 2029 η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο της επιβολής διοικητικών κυρώσεων, περιοδικών χρηματικών ποινών και άλλων διοικητικών μέτρων. Επιπλέον, η ΕΑΤ αξιολογεί οποιεσδήποτε αποκλίσεις όσον αφορά την επιβολή διοικητικών κυρώσεων μεταξύ των αρμόδιων αρχών στο εν λόγω πλαίσιο. Ειδικότερα, η ΕΑΤ αξιολογεί:

α)

το επίπεδο συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο κυρώσεων που επιβάλλονται σε διασυνοριακές υποθέσεις ή σε περίπτωση συσσώρευσης διοικητικών και ποινικών διαδικασιών·

β)

την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών κατά την εξέταση διασυνοριακών υποθέσεων·

γ)

τις βέλτιστες πρακτικές που αναπτύσσονται από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή και η εφαρμογή των οποίων θα μπορούσε να ωφελήσει άλλες αρμόδιες αρχές στον τομέα των διοικητικών κυρώσεων, περιοδικών χρηματικών ποινών και άλλων διοικητικών μέτρων·

δ)

την αποτελεσματικότητα και τον βαθμό σύγκλισης που επιτεύχθηκε όσον αφορά την επιβολή των εθνικών διατάξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών κυρώσεων, των περιοδικών χρηματικών ποινών και άλλων διοικητικών μέτρων που επιβάλλονται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία έχουν προσδιοριστεί ως υπεύθυνα για την παράβαση δυνάμει του εθνικού δικαίου.»

·

19)

στο άρθρο 73, η πρώτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα ιδρύματα διαθέτουν κατάλληλες, αποτελεσματικές και ολοκληρωμένες στρατηγικές και διαδικασίες για την εκτίμηση και τη διατήρηση σε διαρκή βάση του ύψους, της σύνθεσης και της κατανομής των εσωτερικών κεφαλαίων που θεωρούν κατάλληλα για την κάλυψη της φύσης και του επιπέδου των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται ή ενδέχεται να εκτεθούν. Για την κάλυψη των περιβαλλοντικών, κοινωνικών και σχετικών με τη διακυβέρνηση (ΠΚΔ) κινδύνων τα ιδρύματα λαμβάνουν ρητά υπόψη τον βραχυπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα.»

·

20)

στο άρθρο 74, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα ιδρύματα θεσπίζουν άρτιες ρυθμίσεις διακυβέρνησης, οι οποίες περιλαμβάνουν:

α)

σαφή οργανωτική διάρθρωση με σαφώς καθορισμένες, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης·

β)

αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται ή ενδέχεται να εκτεθούν, συμπεριλαμβανομένων των ΠΚΔ κινδύνων σε βραχυπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα·

γ)

επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων των κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών·

δ)

δίκτυα και συστήματα πληροφοριών των οποίων η δημιουργία και η διαχείριση λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2022/2554·

ε)

πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που συνάδουν με την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων και την προωθούν, μεταξύ άλλων λαμβάνοντας υπόψη την πολιτική ανάληψης κινδύνων των ιδρυμάτων όσον αφορά τους ΠΚΔ κινδύνους.

Οι πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο ε) είναι ουδέτερες ως προς το φύλο.»

·

21)

το άρθρο 76 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το διοικητικό όργανο εγκρίνει και επανεξετάζει τουλάχιστον ανά διετία τις στρατηγικές και τις πολιτικές για την ανάληψη, τη διαχείριση, την παρακολούθηση και τη μείωση των κινδύνων στους οποίους είναι ή θα μπορούσε να είναι εκτεθειμένο το ίδρυμα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προκαλούνται από το μακροοικονομικό περιβάλλον στο οποίο ασκεί τις δραστηριότητές του, λαμβανομένης υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου, και εκείνων που προκύπτουν από τις τρέχουσες, βραχυπρόθεσμες, και μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των περιβαλλοντικών, κοινωνικών και σχετικών με τη διακυβέρνηση (ΠΚΔ) παραγόντων.

Τα κράτη μέλη, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, μπορούν να επιτρέπουν στα διοικητικά όργανα μικρών και μη πολύπλοκων ιδρυμάτων να επανεξετάζουν τις στρατηγικές και τις πολιτικές που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ανά διετία.»

·

β)

στην παράγραφο 2 προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το διοικητικό όργανο καταρτίζει και παρακολουθεί την εφαρμογή ειδικών σχεδίων τα οποία περιλαμβάνουν ποσοτικώς προσδιορίσιμους στόχους και διαδικασίες για την παρακολούθηση και την αντιμετώπιση των χρηματοοικονομικών κινδύνων που προκύπτουν βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα από ΠΚΔ παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προκύπτουν από τη διαδικασία προσαρμογής και από τις τάσεις μετάβασης στο πλαίσιο των συναφών κανονιστικών στόχων και νομικών πράξεων της Ένωσης και των κρατών μελών όσον αφορά ΠΚΔ παράγοντες, ειδικότερα τον στόχο της επίτευξης κλιματικής ουδετερότητας, καθώς επίσης, σε περίπτωση ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται σε διεθνές επίπεδο, των νομικών και κανονιστικών στόχων τρίτων χωρών.

Οι ποσοτικώς προσδιορίσιμοι στόχοι και διαδικασίες για την αντιμετώπιση των ΠΚΔ κινδύνων οι οποίοι περιλαμβάνονται στα σχέδια που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου λαμβάνουν υπόψη τις τελευταίες εκθέσεις και τα μέτρα που ορίζει η Ευρωπαϊκή Επιστημονική Συμβουλευτική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή, ιδίως σε σχέση με την επίτευξη των κλιματικών στόχων της Ένωσης. Όταν το ίδρυμα δημοσιοποιεί πληροφορίες για ΠΚΔ θέματα σύμφωνα με την οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*16), τα σχέδια που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου συνάδουν με τα σχέδια που αναφέρονται στο άρθρο 19α ή στο άρθρο 29α της εν λόγω οδηγίας και, ειδικότερα, περιλαμβάνουν δράσεις σχετικά με το επιχειρηματικό μοντέλο και τη στρατηγική του ιδρύματος οι οποίες είναι συνεπείς και στα δύο σχέδια.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την αναλογική εφαρμογή του δεύτερου και του τρίτου εδαφίου για τα διοικητικά όργανα μικρών και μη πολύπλοκων ιδρυμάτων, αναφέροντας σε ποια θέματα μπορεί να εφαρμοστεί παρέκκλιση ή απλουστευμένη διαδικασία.

(*16)  Οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/EOK και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).»·"

γ)

στην παράγραφο 4, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το διοικητικό όργανο με εποπτική αρμοδιότητα και η επιτροπή κινδύνου, όταν έχει συσταθεί τέτοια, καθορίζουν το είδος, την ποσότητα, τη μορφή και τη συχνότητα των πληροφοριών που πρέπει να λαμβάνουν σχετικά με θέματα κινδύνου. Η επιτροπή κινδύνου, προκειμένου να συμβάλλει στη διαμόρφωση ορθών πολιτικών και πρακτικών αποδοχών και με την επιφύλαξη των καθηκόντων της επιτροπής αποδοχών, εξετάζει κατά πόσον τα κίνητρα που προβλέπει το σύστημα αποδοχών λαμβάνουν υπόψη τους κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προκύπτουν από τις επιπτώσεις των ΠΚΔ παραγόντων, το κεφάλαιο, τη ρευστότητα και την πιθανότητα και το χρονοδιάγραμμα κερδών.»

·

δ)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, σύμφωνα με την απαίτηση αναλογικότητας του άρθρου 7 παράγραφος 2 της οδηγίας 2006/73/ΕΚ (*17) της Επιτροπής, ότι τα ιδρύματα διαθέτουν λειτουργίες εσωτερικού ελέγχου οι οποίες είναι ανεξάρτητες από τις επιχειρησιακές λειτουργίες και διαθέτουν επαρκείς εξουσίες, κύρος, πόρους και πρόσβαση στο διοικητικό όργανο.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι:

α)

οι λειτουργίες εσωτερικού ελέγχου διασφαλίζουν τον δέοντα εντοπισμό καθώς και τη δέουσα μέτρηση και αναφορά όλων των σημαντικών κινδύνων·

β)

οι λειτουργίες εσωτερικού ελέγχου παρέχουν πλήρη εικόνα ολόκληρου του φάσματος των κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένο το ίδρυμα·

γ)

το τμήμα διαχείρισης κινδύνου συμμετέχει ενεργά στην κατάρτιση της στρατηγικής κινδύνου του ιδρύματος και σε όλες τις σημαντικές αποφάσεις διαχείρισης του κινδύνου αυτού και ελέγχει την αποτελεσματική εφαρμογή της στρατηγικής κινδύνου·

δ)

το τμήμα εσωτερικής επιθεώρησης διενεργεί ανεξάρτητη επανεξέταση της αποτελεσματικής εφαρμογής της στρατηγικής κινδύνου του ιδρύματος·

ε)

το τμήμα κανονιστικής συμμόρφωσης αξιολογεί και μετριάζει τον κίνδυνο συμμόρφωσης, διασφαλίζει δε ότι η στρατηγική κινδύνου του ιδρύματος λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο συμμόρφωσης και ότι ο κίνδυνος συμμόρφωσης λαμβάνεται επαρκώς υπόψη σε όλες τις σημαντικές αποφάσεις διαχείρισης κινδύνου.

(*17)  Οδηγία 2006/73/ΕΚ της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2006, για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις και τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας (ΕΕ L 241 της 2.9.2006, σ. 26).»·"

ε)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι λειτουργίες εσωτερικού ελέγχου έχουν άμεση πρόσβαση στο διοικητικό όργανο με εποπτική αρμοδιότητα και μπορούν να αναφέρονται απευθείας σε αυτό.

Για τον σκοπό αυτόν, οι λειτουργίες εσωτερικού ελέγχου είναι ανεξάρτητες από τα μέλη του διοικητικού οργάνου με διοικητική αρμοδιότητα και από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη και, ειδικότερα, είναι σε θέση να διατυπώνουν ανησυχίες και να προειδοποιούν το διοικητικό όργανο με εποπτική αρμοδιότητα, όταν κρίνεται σκόπιμο ή σε περίπτωση ιδιαίτερων εξελίξεων του κινδύνου που πλήττουν ή μπορεί να πλήξουν το ίδρυμα, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του διοικητικού οργάνου σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Οι επικεφαλής των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου είναι ανεξάρτητα ανώτερα διοικητικά στελέχη με διακριτή αρμοδιότητα για τα τμήματα διαχείρισης κινδύνου, κανονιστικής συμμόρφωσης και εσωτερικής επιθεώρησης. Όταν η φύση, η κλίμακα και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος δεν δικαιολογούν τον διορισμό συγκεκριμένου προσώπου για το τμήμα διαχείρισης κινδύνου ή το τμήμα κανονιστικής συμμόρφωσης, άλλο ανώτερο στέλεχος που εκτελεί άλλα καθήκοντα εντός του ιδρύματος μπορεί να ασκεί τις αρμοδιότητες του τμήματος κανονιστικής συμμόρφωσης ή του τμήματος διαχείρισης κινδύνου, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων και ότι το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για το τμήμα διαχείρισης κινδύνου και το τμήμα κανονιστικής συμμόρφωσης:

α)

πληροί τα κριτήρια καταλληλότητας και τις απαιτήσεις γνώσεων, δεξιοτήτων και εμπειρίας που απαιτούνται για τους διάφορους σχετικούς τομείς· και

β)

διαθέτει επαρκή χρόνο για την ορθή εκτέλεση των καθηκόντων και των δύο τμημάτων.

Τα καθήκοντα του τμήματος εσωτερικής επιθεώρησης δεν συνδυάζονται με καμία άλλη επιχειρηματική δραστηριότητα ή λειτουργία ελέγχου του ιδρύματος.

Οι επικεφαλής των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου δεν απομακρύνονται χωρίς προηγούμενη έγκριση του διοικητικού οργάνου με εποπτική αρμοδιότητα.»

·

22)

το άρθρο 77 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Οι αρμόδιες αρχές ενθαρρύνουν τα ιδρύματα, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθός τους, την εσωτερική τους οργάνωση και τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους, να αναπτύξουν ικανότητες εσωτερικής εκτίμησης του κινδύνου αγοράς και να αυξήσουν τη χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τα χαρτοφυλάκια θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, καθώς και εσωτερικά υποδείγματα για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο αθέτησης, όταν η έκθεσή τους σε κίνδυνο αθέτησης είναι σημαντική σε απόλυτες τιμές και όταν έχουν πολλές σημαντικές θέσεις σε διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς ή μετοχικούς τίτλους προερχόμενους από διαφορετικούς εκδότες.

Το παρόν άρθρο δεν θίγει την εκπλήρωση των κριτηρίων που ορίζονται στο τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαιο 1β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.»

·

β)

στην παράγραφο 4, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει την έννοια της “έκθεσης σε κίνδυνο αθέτησης που είναι σημαντική σε απόλυτες τιμές” της παραγράφου 3 πρώτο εδάφιο και τα όρια του μεγάλου αριθμού σημαντικών αντισυμβαλλομένων και θέσεων σε διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς ή μετοχικούς τίτλους προερχόμενους από διαφορετικούς εκδότες.»

·

23)

το άρθρο 78 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εποπτική συγκριτική αξιολόγηση των προσεγγίσεων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων»

·

β)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι:

α)

τα ιδρύματα στα οποία επιτρέπεται να χρησιμοποιούν εσωτερικές προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων ή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων γνωστοποιούν τα αποτελέσματα των υπολογισμών τους για τα ανοίγματα ή τις θέσεις τους που περιλαμβάνονται στα χαρτοφυλάκια αναφοράς·

β)

τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν την εναλλακτική τυποποιημένη προσέγγιση που προβλέπεται στο τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαιο 1α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 υποβάλλουν τα αποτελέσματα των υπολογισμών τους για τα ανοίγματα ή τις θέσεις τους που περιλαμβάνονται στα χαρτοφυλάκια αναφοράς, εφόσον ο όγκος των εντός και εκτός ισολογισμού δραστηριοτήτων του ιδρύματος που υπόκεινται σε κίνδυνο αγοράς είναι ίσος προς ή μεγαλύτερος από 500 εκατομμύρια EUR σύμφωνα με το άρθρο 325α παράγραφος 1 στοιχείο β) του εν λόγω κανονισμού·

γ)

τα ιδρύματα στα οποία επιτρέπεται να χρησιμοποιούν εσωτερικές προσεγγίσεις βάσει του τρίτου μέρους τίτλος ΙI κεφάλαιο 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και τα σχετικά ιδρύματα που εφαρμόζουν την τυποποιημένη προσέγγιση βάσει του τρίτου μέρους τίτλος II κεφάλαιο 2 του εν λόγω κανονισμού, γνωστοποιούν τα αποτελέσματα των υπολογισμών των προσεγγίσεων που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό του ποσού των αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών όσον αφορά τα ανοίγματα ή τις θέσεις τους που περιλαμβάνονται στα χαρτοφυλάκια αναφοράς, εάν πληρούται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

τα ιδρύματα καταρτίζουν τους λογαριασμούς τους σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, όπως εφαρμόζονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002·

ii)

τα ιδρύματα διενεργούν την αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και των στοιχείων εκτός ισολογισμού και τον προσδιορισμό των ιδίων κεφαλαίων τους σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα βάσει του άρθρου 24 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

iii)

τα ιδρύματα διενεργούν την αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και των στοιχείων εκτός ισολογισμού σύμφωνα με λογιστικά πρότυπα δυνάμει της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ (*18) του Συμβουλίου και χρησιμοποιούν ένα μοντέλο αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών ίδιο με εκείνο που χρησιμοποιείται στα διεθνή λογιστικά πρότυπα, όπως εφαρμόζονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002.

Τα ιδρύματα υποβάλλουν τα αποτελέσματα των υπολογισμών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο μαζί με επεξήγηση των μεθοδολογιών που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή τους και ενδεχόμενες ποιοτικές πληροφορίες, όπως απαιτείται από την ΕΑΤ, βάσει των οποίων μπορούν να εξηγήσουν τον αντίκτυπο των εν λόγω υπολογισμών στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων. Τα αποτελέσματα αυτά υποβάλλονται τουλάχιστον ετησίως στις αρμόδιες αρχές. Η ΕΑΤ μπορεί να πραγματοποιεί εποπτική συγκριτική αξιολόγηση ανά διετία για κάθε προσέγγιση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο αφότου η εν λόγω αξιολόγηση θα έχει διεξαχθεί πέντε φορές για κάθε μεμονωμένη προσέγγιση.

(*18)  Οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1986, για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 372 της 31.12.1986, σ. 1).»·"

γ)

η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

i)

η εισαγωγική πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν, βάσει των πληροφοριών που τους υποβάλλουν τα ιδρύματα σύμφωνα με την παράγραφο 1, το εύρος των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων ή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, ανάλογα με την περίπτωση, για τα ανοίγματα ή τις συναλλαγές του χαρτοφυλακίου αναφοράς που απορρέουν από τις προσεγγίσεις των εν λόγω ιδρυμάτων. Οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν την ποιότητα των εν λόγω προσεγγίσεων με την ίδια τουλάχιστον συχνότητα με τη διαδικασία της ΕΑΤ που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στα εξής:»

·

ii)

το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

προσεγγίσεις με ιδιαίτερα υψηλή ή χαμηλή μεταβλητότητα και επίσης προσεγγίσεις με σημαντική και συστηματική υποεκτίμηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων.»

·

iii)

το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η ΕΑΤ καταρτίζει έκθεση προς συνδρομή των αρμόδιων αρχών κατά την εκτίμηση της ποιότητας των προσεγγίσεων βάσει των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2.»

·

δ)

στην παράγραφο 5, η εισαγωγική πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι οι αποφάσεις τους σχετικά με την καταλληλότητα των διορθωτικών δράσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 τηρούν την αρχή ότι οι δράσεις αυτές πρέπει να είναι σύμφωνες με τους στόχους των προσεγγίσεων εντός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος άρθρου και συνεπώς:»

·

ε)

η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Η ΕΑΤ μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, όταν κρίνει ότι απαιτούνται βάσει των πληροφοριών και εκτιμήσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, ώστε να βελτιωθούν οι εποπτικές πρακτικές ή οι πρακτικές των ιδρυμάτων όσον αφορά τις προσεγγίσεις εντός του πεδίου εφαρμογής της εποπτικής συγκριτικής αξιολόγησης.»

·

στ)

η παράγραφος 8 τροποποιείται ως εξής:

i)

στο πρώτο εδάφιο προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«γ)

τον κατάλογο των σχετικών ιδρυμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ).»

·

ii)

μετά το πρώτο εδάφιο παρεμβάλλεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Για τους σκοπούς του στοιχείου γ), κατά την κατάρτιση του καταλόγου των σχετικών ιδρυμάτων, η ΕΑΤ λαμβάνει υπόψη ζητήματα αναλογικότητας.»

·

24)

στο άρθρο 79 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ε)

τα ιδρύματα διενεργούν εκ των προτέρων αξιολόγηση οποιουδήποτε ανοίγματος σε κρυπτοστοιχεία προτίθενται να αναλάβουν και της επάρκειας των υφιστάμενων διεργασιών και διαδικασιών για τη διαχείριση του κινδύνου αντισυμβαλλομένου, και υποβάλλουν εκθέσεις σχετικά με τις εν λόγω αξιολογήσεις στην αρμόδια αρχή τους.»

·

25)

το άρθρο 81 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 81

Κίνδυνος συγκέντρωσης

Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι ο κίνδυνος συγκέντρωσης από ανοίγματα έναντι κάθε αντισυμβαλλομένου, περιλαμβανομένων και κεντρικών αντισυμβαλλομένων, ομάδων συνδεδεμένων αντισυμβαλλομένων και αντισυμβαλλομένων στον ίδιο οικονομικό τομέα ή γεωγραφική περιοχή, ή από την ίδια δραστηριότητα ή βασικό εμπόρευμα, ή από την εφαρμογή τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου, και ιδίως οι κίνδυνοι που συνδέονται με μεγάλα έμμεσα πιστωτικά ανοίγματα, όπως ενός μόνο εκδότη εξασφαλίσεων, αντιμετωπίζεται και ελέγχεται και με γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές και διαδικασίες. Για κρυπτοστοιχεία χωρίς ταυτοποιήσημο εκδότη, ο κίνδυνος συγκέντρωσης εξετάζεται όσον αφορά την έκθεση σε κρυπτοστοιχεία με παρόμοια χαρακτηριστικά.»

·

26)

στο άρθρο 83, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα διενεργούν εκ των προτέρων αξιολόγηση οποιουδήποτε ανοίγματος σε κρυπτοστοιχεία προτίθενται να αναλάβουν και της επάρκειας των υφιστάμενων διεργασιών και διαδικασιών για τη διαχείριση του κινδύνου αγοράς, και υποβάλλουν εκθέσεις σχετικά με τις εν λόγω αξιολογήσεις στην αρμόδια αρχή τους.»

·

27)

στο άρθρο 85, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα εφαρμόζουν πολιτικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση και τη διαχείριση των ανοιγμάτων σε λειτουργικό κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που προκύπτουν από ρυθμίσεις εξωτερικής ανάθεσης και άμεσα και έμμεσα ανοίγματα σε κρυπτοστοιχεία και σε παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, και για την κάλυψη του κινδύνου που απορρέει από γεγονότα με χαμηλή συχνότητα και σοβαρές επιπτώσεις. Τα ιδρύματα διατυπώνουν με σαφήνεια τι συνιστά λειτουργικό κίνδυνο για τους σκοπούς των εν λόγω πολιτικών και διαδικασιών.»

·

28)

προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 87α

Περιβαλλοντικοί, κοινωνικοί και σχετικοί με τη διακυβέρνηση κίνδυνοι

1.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα διαθέτουν, στο πλαίσιο των ρυθμίσεων διακυβέρνησής τους, συμπεριλαμβανομένου του πλαισίου διαχείρισης κινδύνων που απαιτείται βάσει του άρθρου 74 παράγραφος 1, άρτιες στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και άρτια συστήματα για τον εντοπισμό, τη μέτρηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση των ΠΚΔ κινδύνων βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.

2.   Οι στρατηγικές, οι πολιτικές, οι διαδικασίες και τα συστήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι αναλογικά προς την κλίμακα, τη φύση και την πολυπλοκότητα των ΠΚΔ κινδύνων του επιχειρηματικού μοντέλου και του εύρους των δραστηριοτήτων του ιδρύματος, και λαμβάνουν υπόψη τον βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο και τον μακροπρόθεσμο ορίζοντα τουλάχιστον 10 ετών.

3.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα ελέγχουν την ανθεκτικότητά τους ως προς τις μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις των ΠΚΔ παραγόντων, τόσο βάσει βασικών σεναρίων όσο και βάσει δυσμενών σεναρίων εντός δεδομένου χρονικού πλαισίου, αρχής γενομένης από τους παράγοντες που συνδέονται με το κλίμα. Για τέτοιες δοκιμές ανθεκτικότητας, οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα περιλαμβάνουν σειρά ΠΚΔ σεναρίων που αντικατοπτρίζουν τις πιθανές επιπτώσεις των περιβαλλοντικών και κοινωνικών αλλαγών και των συναφών δημόσιων πολιτικών στο μακροπρόθεσμο επιχειρηματικό περιβάλλον. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι, κατά τη διαδικασία δοκιμών ανθεκτικότητας, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν αξιόπιστα σενάρια, με βάση τα σενάρια που εκπονούν διεθνείς οργανισμοί.

4.   Οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν και παρακολουθούν την εξέλιξη των πρακτικών των ιδρυμάτων όσον αφορά τις ΠΚΔ στρατηγικές τους και τη διαχείριση κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων των σχεδίων που περιλαμβάνουν ποσοτικώς προσδιορίσιμους στόχους και διαδικασίες για την παρακολούθηση και την αντιμετώπιση των ΠΚΔ κινδύνων που προκύπτουν βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, που καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 76 παράγραφος 2. Αυτή η αξιολόγηση λαμβάνει υπόψη την προσφορά προϊόντων που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα των ιδρυμάτων, τις πολιτικές τους για τη χρηματοδότηση της μετάβασης, τις σχετικές πολιτικές χορήγησης δανείων, καθώς και στόχους και όρια που σχετίζονται με ΠΚΔ. Οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν την αξιοπιστία των εν λόγω σχεδίων στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης.

Κατά περίπτωση, για την αξιολόγηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να συνεργάζονται με αρχές ή δημόσιους φορείς που έχουν επιφορτιστεί με την κλιματική αλλαγή και την περιβαλλοντική εποπτεία.

5.   Έως τις 10 Ιανουαρίου 2026, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για να προσδιορίσει:

α)

τα ελάχιστα πρότυπα και τις μεθοδολογίες αναφοράς για τον εντοπισμό, τη μέτρηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση των ΠΚΔ κινδύνων·

β)

το περιεχόμενο των σχεδίων που θα πρέπει να καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 76 παράγραφος 2, τα οποία περιλαμβάνουν συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα και ενδιάμεσους ποσοτικώς προσδιορίσιμους στόχους και ορόσημα, προκειμένου να παρακολουθούνται και να αντιμετωπίζονται οι χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι που προκύπτουν από ΠΚΔ παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προκύπτουν από τη διαδικασία προσαρμογής και από τις τάσεις μετάβασης στο πλαίσιο των σχετικών κανονιστικών στόχων και νομικών πράξεων της Ένωσης και των κρατών μελών σχετικών με ΠΚΔ παράγοντες και κυρίως με τον στόχο της επίτευξης κλιματικής ουδετερότητας καθώς επίσης και, όταν είναι σκόπιμο για ιδρύματα που δραστηριοποιούνται σε διεθνές επίπεδο, των νομικών και κανονιστικών στόχων τρίτων χωρών·

γ)

ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια για την εκτίμηση των επιπτώσεων των ΠΚΔ κινδύνων στα χαρακτηριστικά κινδύνου και στη φερεγγυότητα των ιδρυμάτων βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα·

δ)

κριτήρια για τον καθορισμό των σεναρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 3, συμπεριλαμβανομένων των παραμέτρων και των παραδοχών που θα πρέπει να χρησιμοποιούνται σε κάθε ένα από τα σενάρια, τους ειδικούς κινδύνους και τους χρονικούς ορίζοντες.

Κατά περίπτωση, οι μεθοδολογίες και οι παραδοχές που υποστηρίζουν τους στόχους, τις δεσμεύσεις και τις στρατηγικές αποφάσεις που δημοσιοποιούνται από το περιεχόμενο των σχεδίων που αναφέρονται στο άρθρο 19α ή 29α της οδηγίας 2013/34/ΕΕ, ή άλλα σχετικά πλαίσια δημοσιοποίησης και δέουσας επιμέλειας, συνάδουν με τα κριτήρια, τις μεθοδολογίες και τους στόχους που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, καθώς και με τις παραδοχές και τις δεσμεύσεις που περιλαμβάνονται στα εν λόγω σχέδια.

Η ΕΑΤ επικαιροποιεί τακτικά τις κατευθυντήριες γραμμές που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, ώστε να αντικατοπτρίζουν την πρόοδο που έχει σημειωθεί όσον αφορά τη μέτρηση και τη διαχείριση ΠΚΔ κινδύνων, καθώς και την εξέλιξη των κανονιστικών στόχων της Ένωσης για τη βιωσιμότητα.»

·

29)

το άρθρο 88 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, δεύτερο εδάφιο, το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

ο πρόεδρος του διοικητικού οργάνου ενός ιδρύματος με εποπτική αρμοδιότητα δεν ασκεί ταυτόχρονα καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου στο ίδιο ίδρυμα.»

·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Με την επιφύλαξη της γενικής συλλογικής ευθύνης του διοικητικού οργάνου, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα καταρτίζουν, διατηρούν και επικαιροποιούν μεμονωμένες δηλώσεις στις οποίες καθορίζονται οι ρόλοι και τα καθήκοντα όλων των μελών του διοικητικού οργάνου με διοικητική αρμοδιότητα, των ανώτερων διοικητικών στελεχών και των επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών, καθώς και αντιστοίχιση των καθηκόντων, συμπεριλαμβανομένων αναλυτικών στοιχείων σχετικά με τους διαύλους αναφοράς, των γραμμών ευθύνης, και των προσώπων που αποτελούν μέρος των ρυθμίσεων διακυβέρνησης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 74 παράγραφος 1, καθώς και των καθηκόντων τους.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ατομικές δηλώσεις καθηκόντων και η αντιστοίχιση καθηκόντων καθίστανται διαθέσιμες ανά πάσα στιγμή και κοινοποιούνται εγκαίρως, κατόπιν αιτήματος, στις αρμόδιες αρχές, μεταξύ άλλων και με σκοπό τη λήψη άδειας λειτουργίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 8.»

·

30)

το άρθρο 91 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 91

Διοικητικό όργανο και αξιολόγηση καταλληλότητας

1.   Τα ιδρύματα και οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, καθώς και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, που έχουν λάβει έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α παράγραφος 1 (“οντότητες”), έχουν την πρωταρχική ευθύνη να διασφαλίζουν ότι τα μέλη του διοικητικού οργάνου έχουν ανά πάσα στιγμή επαρκώς καλή φήμη, ενεργούν με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση, και διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, καθώς και ότι πληρούν τα κριτήρια και τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 6 του παρόντος άρθρου, εξαιρουμένων των περιπτώσεων των προσωρινών διαχειριστών που διορίζονται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και των ειδικών διαχειριστών που διορίζονται από τις αρχές εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας. Η απουσία ποινικής καταδίκης ή εν εξελίξει διώξεων για ποινικό αδίκημα δεν αρκεί αφ’ εαυτής για την εκπλήρωση της απαίτησης περί καλής φήμης, ειλικρίνειας και ακεραιότητας.

1α.   Οι οντότητες διασφαλίζουν ότι τα μέλη του διοικητικού οργάνου εκπληρώνουν ανά πάσα στιγμή τα κριτήρια και τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 6 και αξιολογούν την καταλληλότητα των μελών του διοικητικού οργάνου λαμβάνοντας υπόψη τις εποπτικές προσδοκίες πριν αναλάβουν την θέση τους και περιοδικά, όπως ορίζονται στους ισχύοντες νόμους και κανονισμούς, στις κατευθυντήριες γραμμές και στις εσωτερικές πολιτικές καταλληλότητας.

Ωστόσο, όταν η πλειοψηφία των μελών του διοικητικού οργάνου πρόκειται να αντικατασταθεί ταυτόχρονα από νεοδιορισθέντα μέλη και η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου θα οδηγούσε σε μια κατάσταση όπου η αξιολόγηση της καταλληλότητας των νέων μελών θα διενεργούνταν από τα απερχόμενα μέλη, τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέψουν τη διενέργεια της αξιολόγησης αφού τα νεοδιορισθέντα μέλη αναλάβουν την θέση τους. Κατά την υποβολή της αίτησης στην αρμόδια αρχή, σύμφωνα με την παράγραφο 1στ, η οντότητα επιβεβαιώνει επίσης ότι οι εν λόγω προϋποθέσεις υφίστανται.

1β.   Όταν οι οντότητες συμπεραίνουν, βάσει της εσωτερικής αξιολόγησης καταλληλότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 1α, ότι το οικείο μέλος ή το οικείο επίδοξο μέλος δεν πληροί τα κριτήρια και τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1, οι οντότητες:

α)

μεριμνούν ώστε το οικείο επίδοξο μέλος να μην αναλάβει την υπό εξέταση θέση, όταν η εν λόγω αξιολόγηση ολοκληρώνεται πριν το επίδοξο μέλος αναλάβει την εν λόγω θέση·

β)

απομακρύνουν το εν λόγω μέλος από το διοικητικό όργανο εγκαίρως· ή

γ)

λαμβάνουν εγκαίρως πρόσθετα μέτρα που είναι απαραίτητα για να εξασφαλίσουν ότι το εν λόγω μέλος είναι ή θα καταστεί κατάλληλο για τη συγκεκριμένη θέση.

1γ.   Οι οντότητες διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες σχετικά με την καταλληλότητα των μελών του διοικητικού οργάνου παραμένουν επικαιροποιημένες. Οι οντότητες παρέχουν, κατόπιν αιτήματος, τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή με τα μέσα που καθορίζει η αρμόδια αρχή.

1δ.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν τουλάχιστον ότι, για τις κάτωθι οντότητες, η αρμόδια αρχή λαμβάνει αίτηση περί καταλληλότητας χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και αμέσως μόλις υπάρξει σαφής πρόθεση διορισμού ενός μέλους του διοικητικού οργάνου με διοικητική αρμοδιότητα ή του προέδρου του διοικητικού οργάνου με εποπτική αρμοδιότητα και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο 30 εργάσιμες ημέρες πριν από την ανάληψη των καθηκόντων των υποψήφιων μελών:

α)

μητρικά ιδρύματα εγκατεστημένα στην ΕΕ που θεωρούνται μεγάλα ιδρύματα·

β)

μητρικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε κράτος μέλος που θεωρούνται μεγάλα ιδρύματα, εκτός εάν είναι συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό·

γ)

κεντρικοί οργανισμοί που θεωρούνται μεγάλα ιδρύματα ή εποπτεύουν μεγάλα ιδρύματα που συνδέονται με αυτούς·

δ)

αυτόνομα ιδρύματα εντός της Ένωσης που θεωρούνται μεγάλα ιδρύματα·

ε)

μεγάλες θυγατρικές όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 147 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

στ)

μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες σε κράτος μέλος, μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες σε κράτος μέλος, εγκατεστημένες στην ΕΕ μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και εγκατεστημένες στην ΕΕ μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που διαθέτουν μεγάλα ιδρύματα εντός του ομίλου τους, εκτός από εκείνες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 21α παράγραφος 4 της παρούσας οδηγίας.

1ε.   Η αίτηση περί καταλληλότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 1δ συνοδεύεται από:

α)

ερωτηματολόγιο περί καταλληλότητας και βιογραφικό σημείωμα·

β)

την εσωτερική αξιολόγηση καταλληλότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 1α, εκτός εάν εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της εν λόγω παραγράφου·

γ)

ποινικά μητρώα, αμέσως μόλις καταστούν διαθέσιμα·

δ)

οποιαδήποτε άλλα έγγραφα απαιτούνται βάσει εθνικού δικαίου, αμέσως μόλις καταστούν διαθέσιμα·

ε)

οποιαδήποτε άλλα έγγραφα απαριθμούνται από την αρμόδια αρχή, αμέσως μόλις καταστούν διαθέσιμα· και

στ)

αναφορά της ημερομηνίας διορισμού και της ημερομηνίας που πράγματι θα αναληφθούν τα καθήκοντα.

Οι οντότητες υποβάλλουν την αίτηση περί καταλληλότητας και τα συνοδευτικά έγγραφα στην αρμόδια αρχή με τα μέσα που καθορίζει η αρμόδια αρχή.

Όταν μια αρμόδια αρχή δεν διαθέτει επαρκείς πληροφορίες για να διενεργήσει την αξιολόγηση καταλληλότητας με βάση τα στοιχεία που απαριθμούνται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, μπορεί να ζητήσει από το επίδοξο μέλος να μην αναλάβει τη θέση πριν παρασχεθούν οι απαιτούμενες πληροφορίες, εκτός εάν η αρμόδια αρχή έχει πεισθεί ότι είναι αδύνατη η παροχή των εν λόγω πληροφοριών.

Όταν η αρμόδια αρχή διατηρεί επιφυλάξεις σχετικά με το κατά πόσον το επίδοξο μέλος πληροί τα κριτήρια και τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 6 του παρόντος άρθρου, προβαίνει σε ενισχυμένο διάλογο με το ίδρυμα για να αντιμετωπιστούν οι επιφυλάξεις που έχουν εντοπιστεί, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το επίδοξο μέλος είναι ή θα καταστεί κατάλληλο κατά την ανάληψη των καθηκόντων.

Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για να διευκρινίσει τον τρόπο διεξαγωγής του ενισχυμένου διαλόγου για την αντιμετώπιση των επιφυλάξεων σχετικά με την καταλληλότητα.

1στ.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν κατά πόσον τα μέλη του διοικητικού οργάνου πληρούν ανά πάσα στιγμή τα κριτήρια και τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 6. Οι οντότητες υποβάλλουν στην αρμόδια αρχή την αίτηση περί καταλληλότητας και άλλες πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μελών του διοικητικού τους οργάνου με μέσα που καθορίζονται από την αρμόδια αρχή.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ζητούν συμπληρωματικές πληροφορίες ή τεκμηρίωση, συμπεριλαμβανομένων συνεντεύξεων ή ακροάσεων.

1ζ.   Οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ειδικότερα αν τα κριτήρια και οι απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 6 του παρόντος άρθρου εξακολουθούν να πληρούνται όταν έχουν βάσιμους λόγους υπόνοιας ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί, επιχειρείται ή έχει επιχειρηθεί να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, ή υπάρχει αυξημένος τέτοιου είδους κίνδυνος σε σχέση με την οντότητα.

1η.   Όταν τα μέλη του διοικητικού οργάνου δεν πληρούν ανά πάσα στιγμή τα κριτήρια και τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 6, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες ώστε:

α)

σε περίπτωση εκ των προτέρων αξιολόγησης, να εμποδίζουν τη συμμετοχή των εν λόγω μελών στο διοικητικό όργανο ή να τα απομακρύνουν από αυτό·

β)

σε περίπτωση εκ των υστέρων αξιολόγησης, να απομακρύνουν τα εν λόγω μέλη από το διοικητικό όργανο· ή

γ)

να απαιτούν από τις οικείες οντότητες να λάβουν επιπρόσθετα μέτρα που είναι αναγκαία για να διασφαλίσουν ότι τα εν λόγω μέλη είναι ή θα καταστούν κατάλληλα για τη συγκεκριμένη θέση.

Μόλις γίνουν γνωστά νέα γεγονότα ή άλλες περιστάσεις που ενδέχεται να επηρεάσουν την καταλληλότητα των μελών του διοικητικού οργάνου, οι οντότητες επαναξιολογούν την καταλληλότητα των μελών αυτών και ενημερώνουν την αρμόδια αρχή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Όταν η αρμόδια αρχή αντιληφθεί ότι οι σχετικές πληροφορίες όσον αφορά την καταλληλότητα των μελών του διοικητικού οργάνου έχουν μεταβληθεί και ότι η μεταβολή αυτή θα μπορούσε να επηρεάσει την καταλληλότητα των οικείων μελών, η αρμόδια αρχή επαναξιολογεί την καταλληλότητά τους.

Οι αρμόδιες αρχές δεν υποχρεούνται να επαναξιολογούν την καταλληλότητα των μελών του διοικητικού οργάνου κατά την ανανέωση της θητείας τους, εκτός εάν έχουν μεταβληθεί σχετικές πληροφορίες που είναι γνωστές στις αρμόδιες αρχές και η εν λόγω μεταβολή ενδέχεται να επηρεάσει την καταλληλότητα του οικείου μέλους.

1θ.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ζητούν από την αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849, να συμβουλεύονται, στο πλαίσιο των επαληθεύσεών τους και με γνώμονα τον κίνδυνο, τις σχετικές πληροφορίες όσον αφορά τα μέλη του διοικητικού οργάνου. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να ζητήσουν πρόσβαση στην κεντρική βάση δεδομένων ΚΞΧ/ΧΤ που αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1620 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*19). Η Αρχή για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συστάθηκε με τον εν λόγω κανονισμό αποφασίζει αν θα χορηγήσει την εν λόγω πρόσβαση.

1ι.   Τουλάχιστον όσον αφορά τον διορισμό οποιουδήποτε μέλους του διοικητικού οργάνου σε θέση στις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1δ, οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν δεόντως το ενδεχόμενο καθορισμού μέγιστης περιόδου για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης καταλληλότητας. Η εν λόγω μέγιστη περίοδος μπορεί να παραταθεί, εάν κριθεί σκόπιμο.

2.   Κάθε μέλος του διοικητικού οργάνου πρέπει να αφιερώνει επαρκή χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων του στις οντότητες.

2α.   Κάθε μέλος του διοικητικού οργάνου διαθέτει καλή φήμη, ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση, ώστε να αξιολογεί και να αμφισβητεί αποτελεσματικά τις αποφάσεις του διοικητικού οργάνου, όποτε αυτό χρειάζεται και να επιβλέπει και να παρακολουθεί αποτελεσματικά τη λήψη των αποφάσεων από τη διοίκηση. Η ιδιότητα μέλους του διοικητικού οργάνου πιστωτικού ιδρύματος το οποίο συνδέεται κατά τρόπο μόνιμο με κεντρικό οργανισμό δεν συνιστά από μόνη της εμπόδιο για να ενεργεί κανείς με ανεξάρτητη βούληση.

2β.   Το διοικητικό όργανο διαθέτει επαρκείς συλλογικές γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία, ώστε να μπορεί να κατανοεί τις δραστηριότητες της οντότητας, καθώς και τους συναφείς κινδύνους στους οποίους εκτίθεται, και τους αντίκτυπους που δημιουργεί βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, λαμβάνοντας υπόψη τους ΠΚΔ παράγοντες. Η συνολική σύνθεση του διοικητικού οργάνου είναι επαρκώς διαφοροποιημένη ώστε να αποτυπώνει ένα ικανοποιητικά ευρύ φάσμα εμπειριών.

3.   Στον αριθμό των θέσεων σε διοικητικά συμβούλια που ένα μέλος του διοικητικού οργάνου μπορεί να κατέχει ταυτόχρονα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες και η φύση, το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της οντότητας. Με εξαίρεση όταν μέλη του διοικητικού οργάνου εκπροσωπούν τα συμφέροντα ενός κράτους μέλους, τα μέλη του διοικητικού οργάνου οντότητας η οποία είναι σημαντική από πλευράς του μεγέθους της, της εσωτερικής της οργάνωσης και της φύσης, του εύρους και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων της δεν κατέχουν, από την 1η Ιουλίου 2014, περισσότερες από μία από τον ακόλουθο συνδυασμό θέσεων σε διοικητικά συμβούλια ταυτόχρονα:

α)

μία θέση εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου και δύο θέσεις μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου·

β)

τέσσερις θέσεις μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 3, τα ακόλουθα υπολογίζονται ως μία θέση διοικητικού συμβουλίου:

α)

θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου που κατέχονται εντός του ιδίου ομίλου·

β)

θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου στο πλαίσιο:

i)

οντοτήτων που είναι μέλη του ίδιου θεσμικού συστήματος προστασίας, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 113 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ή οντοτήτων όπου το ίδιο θεσμικό σύστημα προστασίας κατέχει ειδική συμμετοχή·

ii)

επιχειρήσεων (συμπεριλαμβανομένων μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων) στις οποίες η οντότητα κατέχει ειδική συμμετοχή.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου πρώτο εδάφιο στοιχείο α), ως όμιλος νοείται ένας όμιλος επιχειρήσεων που συνδέονται μεταξύ τους, όπως περιγράφεται στο άρθρο 22 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ, ή ένας όμιλος επιχειρήσεων που είναι θυγατρικές της ίδιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.

5.   Οι θέσεις μέλους διοικητικού συμβουλίου σε οργανώσεις που δεν επιδιώκουν πρωτίστως εμπορικούς στόχους δεν λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς της παραγράφου 3.

6.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέπουν σε μέλη του διοικητικού οργάνου να διατηρούν μια πρόσθετη θέση μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου.

7.   Οι οντότητες αφιερώνουν επαρκές προσωπικό και οικονομικούς πόρους για την εισαγωγική κατάρτιση και εκπαίδευση των μελών του διοικητικού οργάνου, μεταξύ άλλων όσον αφορά τους κινδύνους και αντικτύπους ΠΚΔ και τους κινδύνους ΤΠΕ, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 52γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

8.   Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τις οντότητες και τις αντίστοιχες επιτροπές ανάδειξης υποψηφίων, εάν έχουν συσταθεί, να εξασφαλίζουν ευρύ φάσμα προσόντων και δεξιοτήτων κατά την πρόσληψη μελών και να προωθούν αναλογικά την ποικιλότητα και την ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων στο διοικητικό όργανο. Προς τον σκοπό αυτό, οι οντότητες θέτουν σε εφαρμογή μια πολιτική που προάγει την ποικιλότητα στο διοικητικό όργανο.

9.   Οι αρμόδιες αρχές συλλέγουν τις πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 435 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και χρησιμοποιούν αυτές τις πληροφορίες για τη συγκριτική αξιολόγηση των πρακτικών ποικιλότητας. Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν αυτές τις πληροφορίες στην ΕΑΤ. Η ΕΑΤ χρησιμοποιεί αυτές τις πληροφορίες για τη συγκριτική αξιολόγηση των πρακτικών ποικιλότητας σε επίπεδο Ένωσης.

10.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και του άρθρου 91α, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τις οντότητες που απαριθμούνται στην παράγραφο 1δ του παρόντος άρθρου, προκειμένου να προσδιοριστεί περαιτέρω το ελάχιστο περιεχόμενο του ερωτηματολογίου περί καταλληλότητας, του βιογραφικού σημειώματος και της εσωτερικής αξιολόγησης καταλληλότητας που πρέπει να υποβάλλονται στις αρμόδιες αρχές για τη διενέργεια της αξιολόγησης καταλληλότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 1στ του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 91α παράγραφος 5.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι καταρτίζονται κατάλληλα πρότυπα για οντότητες άλλες από εκείνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1δ του παρόντος άρθρου.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στην Επιτροπή έως τις 10 Ιουλίου 2026.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

11.   Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σχετικά με τα εξής:

α)

την έννοια της αφιέρωσης επαρκούς χρόνου από ένα μέλος του διοικητικού οργάνου για την άσκηση των καθηκόντων του, σε σχέση με τις ιδιαίτερες συνθήκες και τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της οντότητας·

β)

τις έννοιες της καλής φήμης, της ειλικρίνειας, της ακεραιότητας και της ανεξάρτητης βούλησης ενός μέλους του διοικητικού οργάνου σύμφωνα με την παράγραφο 2α·

γ)

την έννοια των επαρκών συλλογικών γνώσεων, δεξιοτήτων και εμπειρίας του διοικητικού οργάνου σύμφωνα με την παράγραφο 2β·

δ)

την έννοια του επαρκούς προσωπικού και των επαρκών οικονομικών πόρων που αφιερώνονται για την εισαγωγική κατάρτιση και εκπαίδευση των μελών του διοικητικού οργάνου, σύμφωνα με την παράγραφο 7·

ε)

την έννοια της ποικιλότητας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την επιλογή των μελών του διοικητικού οργάνου, σύμφωνα με την παράγραφο 8·

στ)

τα κριτήρια για να προσδιοριστεί αν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι υπόνοιας ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί, επιχειρείται ή έχει επιχειρηθεί να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, ή υπάρχει αυξημένος τέτοιου είδους κίνδυνος σε σχέση με την οντότητα.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο στ), η ΕΑΤ συνεργάζεται στενά με την ΕΑΚΑΑ και με την Αρχή για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

12.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2029, η ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με την ΕΚΤ, επανεξετάζει και υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή των παραγράφων 1δ έως 1ι και σχετικά με την αποτελεσματικότητά τους όσον αφορά τη διασφάλιση ότι το πλαίσιο καταλληλότητας ενδείκνυται για τον επιδιωκόμενο σκοπό, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας. Η ΕΑΤ διαβιβάζει την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Με βάση την εν λόγω έκθεση, η Επιτροπή υποβάλλει νομοθετική πρόταση, εάν κριθεί σκόπιμο.

13.   Το παρόν άρθρο και το άρθρο 91α δεν θίγουν τις διατάξεις των κρατών μελών σχετικά με την εκπροσώπηση των εργαζομένων στο διοικητικό όργανο.

14.   Το παρόν άρθρο και το άρθρο 91α ισχύουν με την επιφύλαξη των διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με τον διορισμό μελών του διοικητικού οργάνου με εποπτική αρμοδιότητα από περιφερειακά ή τοπικά εκλεγμένα όργανα ή σχετικά με διορισμούς, όταν το διοικητικό όργανο δεν έχει καμία αρμοδιότητα στη διαδικασία επιλογής και διορισμού των μελών του. Στις περιπτώσεις αυτές, θεσπίζονται κατάλληλες εγγυήσεις για τη διασφάλιση της καταλληλότητας των εν λόγω μελών του διοικητικού οργάνου.».

(*19)  Κανονισμός (ΕΕ) 2024/1620 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2024, σχετικά με τη σύσταση της αρχής για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L, 2024/1620, 19.6.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2024/1620/oj)·"

31)

προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 91α

Επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών και αξιολόγηση καταλληλότητας

1.   Οι οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 91 παράγραφος 1 έχουν την πρωταρχική ευθύνη να διασφαλίζουν ότι οι επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών έχουν ανά πάσα στιγμή επαρκώς καλή φήμη, ενεργούν με ειλικρίνεια και ακεραιότητα και διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και την απαιτούμενη εμπειρία για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η απουσία ποινικής καταδίκης ή εν εξελίξει διώξεων για ποινικό αδίκημα δεν αρκεί αφ’ εαυτής για την εκπλήρωση της απαίτησης περί καλής φήμης, ειλικρίνειας και ακεραιότητας.

2.   Οι οντότητες διασφαλίζουν ότι οι επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών εκπληρώνουν ανά πάσα στιγμή τα κριτήρια και τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 και αξιολογούν την καταλληλότητα των επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών πριν αναλάβουν τις θέσεις τους και περιοδικά, λαμβάνοντας υπόψη τις εποπτικές προσδοκίες, όπως ορίζονται στους ισχύοντες νόμους και κανονισμούς, στις κατευθυντήριες γραμμές και στις εσωτερικές πολιτικές καταλληλότητας..

3.   Όταν οι οντότητες, με βάση την εσωτερική αξιολόγηση καταλληλότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 2, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ένα πρόσωπο δεν πληροί τα κριτήρια και τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1, τότε οι οντότητες,

α)

δεν διορίζουν το εν λόγω πρόσωπο ως επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών, όταν η εν λόγω αξιολόγηση ολοκληρώνεται πριν το πρόσωπο αναλάβει τη θέση·

β)

απομακρύνουν το εν λόγω πρόσωπο από τη θέση του επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών εγκαίρως, ή

γ)

λαμβάνουν τα πρόσθετα μέτρα, εγκαίρως, τα οποία είναι αναγκαία για να εξασφαλίσουν ότι το εν λόγω πρόσωπο είναι ή θα καταστεί κατάλληλο για τη συγκεκριμένη θέση.

Οι οντότητες λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την ορθή λειτουργία της θέσης ενός επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών, μεταξύ άλλων με την αντικατάσταση του επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών, εάν το εν λόγω πρόσωπο δεν πληροί πλέον τα κριτήρια και τις απαιτήσεις καταλληλότητας.

4.   Οι οντότητες διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες σχετικά με την καταλληλότητα των επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών παραμένουν επικαιροποιημένες. Οι οντότητες παρέχουν, κατόπιν αιτήματος, τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή με τα μέσα που καθορίζονται από την αρμόδια αρχή.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν ότι οι επικεφαλής των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου και ο ανώτερος οικονομικός διευθυντής πληρούν ανά πάσα στιγμή τα κριτήρια και τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1, όταν οι εν λόγω επικεφαλής ή ο διευθυντής διορίζονται για ρόλους τουλάχιστον στις ακόλουθες οντότητες:

α)

μητρικά ιδρύματα εγκατεστημένα στην ΕΕ που θεωρούνται μεγάλα ιδρύματα·

β)

μητρικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε κράτος μέλος που θεωρούνται μεγάλα ιδρύματα, εκτός εάν είναι συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό·

γ)

κεντρικούς οργανισμούς που θεωρούνται μεγάλα ιδρύματα ή εποπτεύουν μεγάλα ιδρύματα που συνδέονται με αυτούς·

δ)

αυτόνομα ιδρύματα εντός της Ένωσης που θεωρούνται μεγάλα ιδρύματα·

ε)

μεγάλες θυγατρικές όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 147) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

στ)

μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες σε κράτος μέλος, μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες σε κράτος μέλος, εγκατεστημένες στην ΕΕ μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και εγκατεστημένες στην ΕΕ μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που διαθέτουν μεγάλα ιδρύματα εντός του ομίλου τους, εκτός από εκείνες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 21α παράγραφος 4 της παρούσας οδηγίας.

6.   Όταν οι επικεφαλής των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου και ο ανώτερος οικονομικός διευθυντής δεν πληρούν ανά πάσα στιγμή τα κριτήρια και τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες ώστε:

α)

σε περίπτωση εκ των προτέρων αξιολόγησης, να εμποδίζουν τους εν λόγω επικεφαλής ή τον εν λόγω διευθυντή από το να αναλαμβάνουν τη θέση ή να τους απομακρύνουν από τη θέση·

β)

σε περίπτωση εκ των υστέρων αξιολόγησης, να απομακρύνουν τους εν λόγω επικεφαλής ή τον εν λόγω διευθυντή ή να απαιτούν από την οντότητα να τους απομακρύνει από τη θέση·

γ)

να απαιτούν από τις οικείες οντότητες να λαμβάνουν επιπρόσθετα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι οι εν λόγω επικεφαλής ή ο εν λόγω διευθυντής είναι ή θα καταστούν κατάλληλοι για τη συγκεκριμένη θέση.

Μόλις γίνουν γνωστά νέα γεγονότα ή άλλες περιστάσεις που ενδέχεται να επηρεάσουν την καταλληλότητα των επικεφαλής των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου και του ανώτερου οικονομικού διευθυντή, οι οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 5 επαναξιολογούν την καταλληλότητα των εν λόγω επικεφαλής και του εν λόγω διευθυντή και ενημερώνουν σχετικά την αρμόδια αρχή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Όταν η αρμόδια αρχή αντιληφθεί ότι οι σχετικές πληροφορίες όσον αφορά την καταλληλότητα των επικεφαλής των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου και του ανώτερου οικονομικού διευθυντή έχουν μεταβληθεί και ότι η μεταβολή αυτή θα μπορούσε να επηρεάσει την καταλληλότητα των οικείων επικεφαλής ή του οικείου διευθυντή, η αρμόδια αρχή επαναξιολογεί την καταλληλότητά τους.

Οι αρμόδιες αρχές δεν υποχρεούνται να επαναξιολογούν την καταλληλότητα των εν λόγω επικεφαλής ή του εν λόγω διευθυντή κατά την ανανέωση ή την παράταση της θητείας τους, εκτός εάν έχουν μεταβληθεί σχετικές πληροφορίες που είναι γνωστές στις αρμόδιες αρχές και η εν λόγω μεταβολή ενδέχεται να επηρεάσει την καταλληλότητα των εν λόγω επικεφαλής ή του εν λόγω διευθυντή.

Τουλάχιστον όσον αφορά τον διορισμό των εν λόγω επικεφαλής των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου και του εν λόγω ανώτερου οικονομικού διευθυντή σε θέσεις στις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 5, οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν δεόντως το ενδεχόμενο καθορισμού μέγιστης περιόδου για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης καταλληλότητας. Η εν λόγω μέγιστη περίοδος μπορεί να παραταθεί, εάν κριθεί σκόπιμο.

7.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ζητούν από την αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 να συμβουλεύονται, στο πλαίσιο των επαληθεύσεών τους και με γνώμονα τον κίνδυνο, τις σχετικές πληροφορίες όσον αφορά τους επικεφαλής των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου και τον ανώτερο οικονομικό διευθυντή. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να ζητήσουν πρόσβαση στην κεντρική βάση δεδομένων ΚΞΧ/ΧΤ που αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1620. Η Αρχή για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας αποφασίζει εάν θα χορηγήσει την εν λόγω πρόσβαση.

8.   Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σχετικά με τα εξής:

α)

τις έννοιες της καλής φήμης, της ειλικρίνειας, και της ακεραιότητας που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

β)

την έννοια των επαρκών γνώσεων, των δεξιοτήτων και της εμπειρίας σύμφωνα με την παράγραφο 1·

γ)

τα κριτήρια για να προσδιοριστεί κατά πόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι υπόνοιας ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί, επιχειρείται ή έχει επιχειρηθεί να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, ή υπάρχει αυξημένος τέτοιου είδους κίνδυνος σε σχέση με την οντότητα.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, στοιχείο γ), η ΕΑΤ συνεργάζεται στενά με την ΕΑΚΑΑ και με την Αρχή για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.»

·

32)

το άρθρο 92 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2, τα στοιχεία ε) και στ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

τα μέλη του προσωπικού που απασχολούνται στις λειτουργίες εσωτερικού ελέγχου είναι ανεξάρτητα από τις επιχειρηματικές μονάδες τις οποίες εποπτεύουν, έχουν τις κατάλληλες εξουσίες και αμείβονται με βάση την επίτευξη των στόχων που συνδέονται με τα καθήκοντά τους, ανεξαρτήτως των επιδόσεων των επιχειρηματικών τομέων που ελέγχουν·

στ)

οι αποδοχές των επικεφαλής των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου εποπτεύονται άμεσα από την επιτροπή αποδοχών του άρθρου 95 ή, εάν δεν έχει συσταθεί η ανωτέρω επιτροπή, από το διοικητικό όργανο με εποπτική αρμοδιότητα·»

·

β)

στην παράγραφο 3, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

τα μέλη του προσωπικού με διευθυντικές ευθύνες επί των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου ή των σημαντικών επιχειρηματικών μονάδων του ιδρύματος·»

·

33)

το άρθρο 94 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

στην περίπτωση που οι αποδοχές συνδέονται με τις επιδόσεις, το συνολικό ποσό των αποδοχών βασίζεται σε ένα συνδυασμό εκτίμησης των επιδόσεων του ατόμου και της σχετικής επιχειρηματικής μονάδας και των συνολικών αποτελεσμάτων του ιδρύματος, και, κατά την εκτίμηση των ατομικών επιδόσεων, λαμβάνονται υπόψη χρηματοοικονομικά και μη κριτήρια, συμπεριλαμβανομένης της αντιμετώπισης των κινδύνων που αναφέρει το άρθρο 76 παράγραφος 2·»

·

β)

στην παράγραφο 2 τρίτο εδάφιο, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

διευθυντικές ευθύνες και λειτουργίες εσωτερικού ελέγχου·»

·

γ)

στην παράγραφο 3, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

ίδρυμα που δεν είναι μεγάλο ίδρυμα και η αξία των στοιχείων του ενεργητικού του οποίου είναι κατά μέσο όρο και σε ατομική βάση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ίση ή μικρότερη από 5 δισεκατομμύρια EUR κατά τη διάρκεια της τετραετίας που προηγείται άμεσα του τρέχοντος οικονομικού έτους·»

·

34)

στο άρθρο 97 παράγραφος 4, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κατά τη διενέργεια της εξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν την αρχή της αναλογικότητας σύμφωνα με τα κριτήρια που δημοσιοποιούνται δυνάμει του άρθρου 143 παράγραφος 1 στοιχείο γ). Ειδικότερα, για τον σκοπό της διενέργειας της εξέτασης και της αξιολόγησης ενός ιδρύματος, η αρμόδια αρχή μπορεί να εξετάσει κατά πόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το ίδρυμα δεν είναι ούτε παγκόσμιο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα, ούτε παγκόσμιο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα εκτός ΕΕ, ούτε παγκόσμια συστημικώς σημαντική οντότητα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β)

το ίδρυμα δεν έχει προσδιοριστεί ως άλλο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα (“O-SII”), σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφοι 1 και 3 της παρούσας οδηγίας·

γ)

το ίδρυμα ανήκει σε όμιλο στον οποίο το μητρικό ίδρυμα και η συντριπτική πλειονότητα των θυγατρικών ιδρυμάτων συνδέονται μεταξύ τους όπως περιγράφεται στο άρθρο 22 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ·

δ)

τα θυγατρικά ιδρύματα που αναφέρονται στο στοιχείο γ) του παρόντος εδαφίου πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

χαρακτηρίζονται στο σύνολό τους ή στη συντριπτική πλειονότητά τους ως αλληλασφαλιστικές ενώσεις, συνεταιριστικές εταιρείες ή ταμιευτήρια σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο περιλαμβάνει ανώτατο όριο ή περιορισμό ως προς το μέγιστο επίπεδο των διανομών·

ii)

σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση, το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού τους δεν υπερβαίνει τα 30 δισεκατομμύρια EUR.»

·

35)

το άρθρο 98 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ια)

τον βαθμό στον οποίο τα ιδρύματα έχουν θέσει σε εφαρμογή κατάλληλες πολιτικές και επιχειρησιακές δράσεις που σχετίζονται με ποσοτικοποιημένους στόχους και ορόσημα που καθορίζονται στα σχέδια που καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 76 παράγραφος 2.»

·

β)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«9.   Η εξέταση και η αξιολόγηση που διενεργούν οι αρμόδιες αρχές περιλαμβάνουν την αξιολόγηση των διαδικασιών διακυβέρνησης και διαχείρισης κινδύνων των ιδρυμάτων για την αντιμετώπιση των ΠΚΔ κινδύνων, καθώς και της έκθεσης των ιδρυμάτων σε ΠΚΔ κινδύνους. Κατά τον προσδιορισμό της επάρκειας των διαδικασιών και της έκθεσης των ιδρυμάτων, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τα επιχειρηματικά μοντέλα των εν λόγω ιδρυμάτων.

Τα ανοίγματα των ιδρυμάτων σε ΠΚΔ κινδύνους αξιολογούνται επίσης βάσει των σχεδίων των ιδρυμάτων που καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 76 παράγραφος 2. Οι διαδικασίες διακυβέρνησης και διαχείρισης κινδύνων των ιδρυμάτων όσον αφορά τους ΠΚΔ κινδύνους ευθυγραμμίζονται με τους στόχους που ορίζονται στα εν λόγω σχέδια.

Η εξέταση και η αξιολόγηση που διενεργούν οι αρμόδιες αρχές περιλαμβάνουν την αξιολόγηση των σχεδίων των ιδρυμάτων που καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 76 παράγραφος 2, καθώς και της προόδου που έχει σημειωθεί όσον αφορά την αντιμετώπιση των ΠΚΔ κινδύνων που προκύπτουν από τη διαδικασία προσαρμογής προς την κλιματική ουδετερότητα και προς άλλους σχετικούς ρυθμιστικούς στόχους της Ένωσης σε σχέση με ΠΚΔ παράγοντες.

10.   Η εξέταση και η αξιολόγηση που διενεργούν οι αρμόδιες αρχές περιλαμβάνουν την αξιολόγηση των διαδικασιών διακυβέρνησης και διαχείρισης κινδύνων των ιδρυμάτων για τα ανοίγματα σε κρυπτοστοιχεία και την παροχή υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, μεταξύ άλλων εξετάζοντας τις πολιτικές και τις διαδικασίες των ιδρυμάτων για τον εντοπισμό κινδύνων, καθώς και την επάρκεια των αποτελεσμάτων των αξιολογήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 79 στοιχείο ε) και στο άρθρο 83 παράγραφος 4.»

·

36)

στο άρθρο 100 προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«3.   Τα ιδρύματα και τα τρίτα μέρη που ενεργούν με συμβουλευτικό ρόλο στα ιδρύματα στο πλαίσιο ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων απέχουν από δραστηριότητες που μπορούν να βλάψουν μια προσομοίωση ακραίων καταστάσεων, όπως η συγκριτική αξιολόγηση, η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους, οι συμφωνίες για κοινή συμπεριφορά ή η βελτιστοποίηση των στοιχείων που υποβάλλουν για τις προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων. Με την επιφύλαξη άλλων σχετικών διατάξεων της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν όλες τις εξουσίες συλλογής πληροφοριών και διεξαγωγής ερευνών που είναι αναγκαίες για τον εντοπισμό των εν λόγω δραστηριοτήτων.

4.   Η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής του άρθρου 54 των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, καταρτίζουν κατευθυντήριες γραμμές για να διασφαλίσουν ότι η συνοχή, οι μακροπρόθεσμες παράμετροι και τα κοινά πρότυπα για τις μεθοδολογίες αξιολόγησης ενσωματώνονται στις προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων για κινδύνους ΠΚΔ. Η Μεικτή Επιτροπή δημοσιεύει τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές έως τις 10 Ιανουαρίου 2026. Η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ διερευνούν, μέσω της εν λόγω Μεικτής Επιτροπής, με ποιους τρόπους οι κοινωνικοί και οι σχετικοί με τη διακυβέρνηση κίνδυνοι μπορούν να ενσωματωθούν στις προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων.»

·

37)

στο άρθρο 101, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Εάν, για μονάδα διαπραγμάτευσης που χρησιμοποιεί εσωτερικό υπόδειγμα κινδύνου αγοράς, από τα αποτελέσματα του δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου ή από τον έλεγχο καταλογισμού κερδών και ζημιών προκύπτει ότι το υπόδειγμα δεν είναι πλέον επαρκώς ακριβές, οι αρμόδιες αρχές επανεξετάζουν τους όρους για τη χορήγηση άδειας χρήσης του εσωτερικού υποδείγματος ή επιβάλλουν κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσουν την ταχεία βελτίωση του υποδείγματος.»

·

38)

το άρθρο 104 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

η εισαγωγική πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για τους σκοπούς του άρθρου 97, του άρθρου 98 παράγραφοι 1, 4, 5, 9 και 10, του άρθρου 101 παράγραφος 4 και του άρθρου 102 της παρούσας οδηγίας και της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τουλάχιστον την εξουσία:»

·

ii)

το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

να θέτουν περιορισμούς ή όρια στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, μεταξύ άλλων όσον αφορά την αποδοχή καταθέσεων, στις εργασίες ή στο δίκτυο των ιδρυμάτων ή να ζητούν την αφαίρεση δραστηριοτήτων που ενέχουν υπερβολικούς κινδύνους για την ευρωστία ενός ιδρύματος·»

·

iii)

προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«ιγ)

να απαιτούν από τα ιδρύματα τη μείωση των κινδύνων που προκύπτουν βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα από ΠΚΔ παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προκύπτουν από τη διαδικασία προσαρμογής και από τις τάσεις μετάβασης στο πλαίσιο των συναφών νομικών και κανονιστικών στόχων της Ένωσης, των κρατών μελών ή τρίτων χωρών, μέσω προσαρμογών στις επιχειρηματικές τους στρατηγικές, στη διακυβέρνηση και στη διαχείριση κινδύνων, για τις οποίες θα μπορούσε να ζητηθεί ενίσχυση των στόχων, των μέτρων και των δράσεων που περιλαμβάνονται στα υπό κατάρτιση σύμφωνα με το άρθρο 76 παράγραφος 2 σχέδιά τους·

ιδ)

να απαιτούν από τα ιδρύματα να διενεργούν προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων ή ανάλυση σεναρίων για την αξιολόγηση των κινδύνων που απορρέουν από ανοίγματα σε κρυπτοστοιχεία και από την παροχή υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων.»

·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για να προσδιορίσει τον τρόπο με τον οποίο οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εντοπίζουν κατά πόσο ο κίνδυνος προσαρμογής πιστωτικής αποτίμησης των ιδρυμάτων, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 381 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ενέχει υπερβολικούς κινδύνους για την ευρωστία των εν λόγω ιδρυμάτων.»

·

39)

το άρθρο 104α τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 3, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Όταν απαιτούνται πρόσθετα ίδια κεφάλαια για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν το επίπεδο των πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται βάσει της παραγράφου 1 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου ως τη διαφορά μεταξύ του κεφαλαίου που κρίνεται ότι επαρκεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, με εξαίρεση το πέμπτο εδάφιο, και των σχετικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο τρίτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.»

·

β)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«6.   Όταν ένα ίδρυμα δεσμεύεται από το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων που προβλέπεται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ισχύουν τα ακόλουθα:

α)

το ονομαστικό ποσό των πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται από την αρμόδια αρχή του ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) για την αντιμετώπιση κινδύνων πέραν του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης δεν αυξάνεται ως αποτέλεσμα της δέσμευσης του ιδρύματος από το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων·

β)

η αρμόδια αρχή του ιδρύματος επανεξετάζει, χωρίς καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση το αργότερο έως την ημερομηνία λήξης της επόμενης διαδικασίας ελέγχου και αξιολόγησης, τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που ζήτησε από το ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και αφαιρεί τυχόν τμήματα αυτών που προσμετρούν διπλά τους κινδύνους που καλύπτονται ήδη πλήρως από το γεγονός ότι το ίδρυμα δεσμεύεται από το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων·

γ)

μόλις η αρμόδια αρχή ολοκληρώσει την επανεξέταση που προβλέπεται στο στοιχείο β) του παρόντος εδαφίου, το στοιχείο α) του παρόντος εδαφίου παύει να ισχύει.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και των άρθρων 131 και 133 της παρούσας οδηγίας, ένα ίδρυμα θεωρείται ότι δεσμεύεται από το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων, όταν το συνολικό ποσό ανοίγματος σε κίνδυνο του ιδρύματος που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 υπερβαίνει το συνολικό ποσό ανοίγματος σε κίνδυνο χωρίς εφαρμογή του κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού.

7.   Έως τις 10 Απριλίου 2025, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για να προσδιορίσει περαιτέρω τον τρόπο επιχειρησιακής εφαρμογής των απαιτήσεων που ορίζονται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου και συγκεκριμένα:

α)

τον τρόπο με τον οποίο οι αρμόδιες αρχές πρέπει να αποτυπώνουν στη διαδικασία εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης το γεγονός ότι ένα ίδρυμα έχει δεσμευτεί από το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων·

β)

τον τρόπο με τον οποίο οι αρμόδιες αρχές και τα ιδρύματα πρέπει να ανακοινώνουν και να δημοσιοποιούν τον αντίκτυπο στις εποπτικές απαιτήσεις ενός ιδρύματος που δεσμεύεται από το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων.

8.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, εάν ένα ίδρυμα δεσμεύεται από το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων, η αρμόδια αρχή του ιδρύματος δεν επιβάλλει πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που να προσμετρά διπλά τους κινδύνους που ήδη καλύπτονται πλήρως από το γεγονός ότι το ίδρυμα δεσμεύεται από το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων.»

·

40)

στο άρθρο 104β παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4α.   Όταν ένα ίδρυμα δεσμεύεται από το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων, η αρμόδια αρχή του μπορεί να επανεξετάσει την καθοδήγησή της ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που ανακοινώθηκε στο εν λόγω ίδρυμα, ώστε να διασφαλιστεί ότι η βαθμονόμησή του παραμένει κατάλληλη.»

·

41)

στο άρθρο 106, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη εξουσιοδοτούν τις αρμόδιες αρχές να:

α)

απαιτούν από τα ιδρύματα να δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο όγδοο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 συχνότερα από ό,τι απαιτείται στα άρθρα 433 έως 433γ του εν λόγω κανονισμού·

β)

ορίζουν προθεσμίες για ιδρύματα, άλλα από μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα, για την υποβολή πληροφοριών δημοσιοποίησης στην ΕΑΤ προς δημοσίευση σε ιστότοπο της ΕΑΤ για συγκεντρωτικές δημοσιοποιήσεις·

γ)

απαιτούν από τα ιδρύματα να χρησιμοποιούν συγκεκριμένα μέσα και τοποθεσίες για δημοσιεύσεις εκτός του ιστοτόπου της ΕΑΤ για συγκεντρωτικές δημοσιοποιήσεις ή για τις οικονομικές καταστάσεις των ιδρυμάτων.

Έως τις 10 Ιουλίου 2025, η ΕΑΤ, έχοντας λάβει υπόψη το όγδοο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για να προσδιορίσει περαιτέρω τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.»

·

42)

στον τίτλο VII, κεφάλαιο 3, παρεμβάλλεται το ακόλουθο τμήμα πριν από το τμήμα Ι:

«ΤΜΗΜΑ Ι

Εφαρμογή του παρόντος κεφαλαίου σε ομίλους επιχειρήσεων επενδύσεων

Άρθρο 110α

Πεδίο εφαρμογής σε ομίλους επιχειρήσεων επενδύσεων

Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται σε ομίλους επιχειρήσεων επενδύσεων, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 25 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, όταν τουλάχιστον μία επιχείρηση επενδύσεων στον εν λόγω όμιλο υπόκειται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2 ή 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.

Το παρόν κεφάλαιο δεν εφαρμόζεται σε ομίλους επιχειρήσεων επενδύσεων όταν καμία επιχείρηση επενδύσεων στον εν λόγω όμιλο δεν υπόκειται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2 ή 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.»

·

43)

το άρθρο 121 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 121

Επάρκεια των μελών του διοικητικού οργάνου

Τα κράτη μέλη απαιτούν τα μέλη του διοικητικού οργάνου μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, εκτός από εκείνες που έχουν λάβει έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α παράγραφος 1, να έχουν επαρκώς καλή φήμη και επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία, όπως αναφέρεται στο άρθρο 91 παράγραφος 1, για την άσκηση των καθηκόντων τους, λαμβανομένου υπόψη του ειδικού ρόλου μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών. Οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών φέρουν την πρωταρχική ευθύνη για την διασφάλιση της καταλληλότητας των μελών του διοικητικού οργάνου τους.»

·

44)

το άρθρο 131 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 5α, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εντός έξι εβδομάδων από την παραλαβή της γνωστοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου, το ΕΣΣΚ παρέχει στην Επιτροπή γνωμοδότηση στην οποία εκτιμά αν το απόθεμα ασφαλείας O-SII κρίνεται κατάλληλο. Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να παράσχει γνωμοδότηση στην Επιτροπή σχετικά με το απόθεμα ασφαλείας σύμφωνα με το άρθρο 16α παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»

·

β)

στην παράγραφο 6, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«γ)

όταν ένα O-SII δεσμεύεται από το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων, η αρμόδια αρχή του ή η εντεταλμένη αρχή του επανεξετάζει σε ημερομηνία όχι μεταγενέστερη της ημερομηνίας της ετήσιας επανεξέτασης που αναφέρεται στο στοιχείο β), την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας O-SII του ιδρύματος, προκειμένου να διασφαλίσει ότι η βαθμονόμησή του παραμένει κατάλληλη.»

·

γ)

στην παράγραφο 15, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Όταν το άθροισμα του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, όπως υπολογίζεται για τους σκοπούς του άρθρου 133 παράγραφοι 10, 11 ή 12 και του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας O-SII ή του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας G-SII στο οποίο υπόκειται το ίδιο ίδρυμα είναι υψηλότερο του 5 %, εφαρμόζεται η διαδικασία της παραγράφου 5α του παρόντος άρθρου. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, όταν η απόφαση για τον καθορισμό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, αποθέματος ασφαλείας O-SII ή αποθέματος ασφαλείας G-SII έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση ή καμία αλλαγή σε οποιοδήποτε από τα προκαθορισμένα ποσοστά, δεν εφαρμόζεται η διαδικασία της παραγράφου 5α του παρόντος άρθρου.»

·

45)

το άρθρο 133 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι είναι δυνατός ο καθορισμός αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 για τον χρηματοπιστωτικό τομέα ή για ένα ή περισσότερα υποσύνολα του εν λόγω τομέα σε όλα ή σε υποσύνολο ανοιγμάτων, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, ώστε να αποτρέπονται και να μετριάζονται οι μακροπροληπτικοί ή συστημικοί κίνδυνοι, συμπεριλαμβανομένων των μακροπροληπτικών ή συστημικών κινδύνων που απορρέουν από την κλιματική αλλαγή, που δεν καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και από τα άρθρα 130 και 131 της παρούσας οδηγίας, που σημαίνει κίνδυνο διατάραξης του χρηματοοικονομικού συστήματος με πιθανότητα σοβαρών αρνητικών επιπτώσεων για το χρηματοοικονομικό σύστημα και την πραγματική οικονομία σε συγκεκριμένο κράτος μέλος.»

·

β)

η παράγραφος 8 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«γ)

το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση:

i)

κινδύνων που καλύπτονται από τα άρθρα 130 και 131 της παρούσας οδηγίας·

ii)

κινδύνων που καλύπτονται πλήρως από τον υπολογισμό που προβλέπεται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·»

·

ii)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«δ)

Όταν ένα απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου εφαρμόζεται στο συνολικό ποσό ανοιγμάτων σε κίνδυνο ενός ιδρύματος και το ίδρυμα αυτό δεσμεύεται από το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων, η αρμόδια αρχή του ή η εντεταλμένη αρχή του επανεξετάζει σε ημερομηνία όχι μεταγενέστερη της ημερομηνίας της ανά διετία επανεξέτασης που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου, την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου του ιδρύματος, προκειμένου να διασφαλίσει ότι η βαθμονόμησή του παραμένει κατάλληλη.»

·

γ)

οι παράγραφοι 11 και 12 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«11.   Όταν ο καθορισμός ή ανακαθορισμός ποσοστού ή ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου σε οποιαδήποτε κατηγορία ή υποκατηγορία ανοιγμάτων της παραγράφου 5 που υπόκειται σε ένα ή περισσότερα αποθέματα ασφαλείας συστημικού κινδύνου έχει ως αποτέλεσμα συνδυασμένο ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου υψηλότερο του 3 % και έως 5 %, για οποιοδήποτε από τα ανοίγματα αυτά, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή του κράτους μέλους που ορίζει το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας ζητεί στην ειδοποίηση που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 9 τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής και του ΕΣΣΚ.

Εντός μηνός από την παραλαβή της ειδοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 9, το ΕΣΣΚ παρέχει στην Επιτροπή γνωμοδότηση στην οποία εκτιμά αν το ποσοστό ή τα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου κρίνονται κατάλληλα. Εντός δύο μηνών από την παραλαβή της εν λόγω ειδοποίησης, η Επιτροπή γνωμοδοτεί, λαμβάνοντας υπόψη τη γνωμοδότηση του ΕΣΣΚ.

Όταν η γνωμοδότηση της Επιτροπής είναι αρνητική, η αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, του κράτους μέλους που ορίζει το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου συμμορφώνεται με τη γνωμοδότηση αυτή ή αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν το πράττει.

Όταν ένα ή περισσότερα ιδρύματα στα οποία εφαρμόζονται ένα ή περισσότερα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου είναι θυγατρική μητρικής εταιρείας που είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, το ΕΣΣΚ και η Επιτροπή εξετάζουν επίσης στις γνωμοδοτήσεις τους αν η εφαρμογή του ποσοστού ή των ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου στα εν λόγω ιδρύματα κρίνεται κατάλληλη.

Όταν οι αρχές της θυγατρικής και της μητρικής εταιρείας διαφωνούν ως προς το ποσοστό ή τα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που είναι εφαρμοστέα στο εν λόγω ίδρυμα και στην περίπτωση αρνητικής γνωμοδότησης τόσο της Επιτροπής όσο και του ΕΣΣΚ, η αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η απόφαση καθορισμού του ποσοστού ή των ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου για τα εν λόγω ανοίγματα αναστέλλεται έως ότου λάβει απόφαση η ΕΑΤ.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η αναγνώριση ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που ορίζει άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 134 δεν προσμετράται για τα όρια που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

12.   Όταν ο καθορισμός ή ανακαθορισμός ποσοστού ή ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου σε οποιαδήποτε κατηγορία ή υποκατηγορία ανοιγμάτων της παραγράφου 5 που υπόκειται σε ένα ή περισσότερα αποθέματα ασφαλείας συστημικού κινδύνου έχει ως αποτέλεσμα συνδυασμένο ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου άνω του 5 %, για οποιοδήποτε από τα ανοίγματα αυτά, η αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, ζητεί την έγκριση της Επιτροπής πριν από την εφαρμογή του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου.

Εντός έξι εβδομάδων από την παραλαβή της ειδοποίησης της παραγράφου 9 του παρόντος άρθρου, το ΕΣΣΚ παρέχει στην Επιτροπή γνωμοδότηση στην οποία εκτιμά αν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου κρίνεται κατάλληλο. Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να παράσχει γνωμοδότηση στην Επιτροπή σχετικά με το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 16α παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, εντός έξι εβδομάδων από την παραλαβή της εν λόγω ειδοποίησης.

Εντός τριών μηνών από την παραλαβή της ειδοποίησης της παραγράφου 9, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την εκτίμηση του ΕΣΣΚ και της ΕΑΤ, κατά περίπτωση, και εφόσον είναι πεπεισμένη ότι το ποσοστό ή τα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν προκαλούν δυσανάλογες δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοοικονομικού συστήματος άλλων κρατών μελών ή της Ένωσης συνολικά, σχηματίζοντας ή δημιουργώντας εμπόδιο στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, εκδίδει πράξη με την οποία εξουσιοδοτείται η αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, να θεσπίσει το προτεινόμενο μέτρο.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η αναγνώριση ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που ορίζει άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 134 δεν προσμετράται για το όριο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.»

·

46)

το άρθρο 142 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

σχέδιο και χρονοδιάγραμμα για την αύξηση των ιδίων κεφαλαίων με στόχο την πλήρη συμμόρφωση με τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας ή, κατά περίπτωση, την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης·»

·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η αρμόδια αρχή εκτιμά το σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου και το εγκρίνει μόνον εάν κρίνει πως το σχέδιο, εάν εφαρμοστεί, έχει ευλόγως αυξημένες πιθανότητες να επιτύχει τη διατήρηση ή την αύξηση επαρκών κεφαλαίων, ώστε το ίδρυμα να πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας ή, κατά περίπτωση, την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης εντός χρονικής περιόδου που η αρμόδια αρχή θεωρεί κατάλληλη.»

·

γ)

στην παράγραφο 4, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

ασκεί την εξουσία της δυνάμει του άρθρου 102 για την επιβολή αυστηρότερων περιορισμών στη διανομή από αυτούς που απαιτούνται βάσει των άρθρων 141 και 141β, κατά περίπτωση.»

·

47)

το άρθρο 161 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 3 διαγράφεται·

β)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016 η Επιτροπή επανεξετάζει τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν βάσει του άρθρου 91 παράγραφος 9, περιλαμβανομένης της καταλληλότητας της συγκριτικής αξιολόγησης ποικιλόμορφων πρακτικών, λαμβάνοντας υπόψη της όλες τις σχετικές ενωσιακές και διεθνείς εξελίξεις, και υποβάλλει την έκθεσή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μαζί με νομοθετική πρόταση, εάν είναι σκόπιμο.».

Άρθρο 2

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη εγκρίνουν και δημοσιεύουν, έως τις 10 Ιανουαρίου 2026, τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Εφαρμόζουν τα εν λόγω μέτρα από τις 11 Ιανουαρίου 2026.

Ωστόσο, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωση με τις τροποποιήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 σημεία (9) και (13), από τις 11 Ιανουρίου 2027.

Κατά παρέκκλιση από το τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωση με τις τροποποιήσεις που ορίζονται στο άρθρο 1 σημείο 13) της παρούσας οδηγίας όσον αφορά τα άρθρα 48ια και 48ιβ της οδηγίας 2013/36/ΕΕ από τις 11 Ιανουαρίου 2026, και με τις τροποποιήσεις που ορίζονται στο άρθρο 1 σημείο 9) της παρούσας οδηγίας όσον αφορά το άρθρο 21γ παράγραφος 5 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ από τις 11 Ιουλίου 2026.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα εν λόγω μέτρα, αυτά περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η παραπομπή αυτή καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών μέτρων εθνικού δικαίου τα οποία θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το άρθρο 1 σημείο 44) στοιχείο γ) και το σημείο 45) στοιχείο γ) εφαρμόζονται από τις 29 Ιουλίου 2024.

Άρθρο 4

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 31 Μαΐου 2024.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

H Πρόεδρος

R. METSOLA

Για το Συμβούλιο

H Πρόεδρος

H. LAHBIB


(1)   ΕΕ C 248 της 30.6.2022, σ. 87.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Απριλίου 2024 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 2024.

(3)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(5)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(7)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).

(8)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/878 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου (ΕΕ L 150 της 7.6.2019, σ. 253).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(10)  Οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, σχετικά με ορισμένες πτυχές του εταιρικού δικαίου (ΕΕ L 169 της 30.6.2017, σ. 46).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/876 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τον δείκτη μόχλευσης, τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, τον κίνδυνο αγοράς, τα ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων, τα ανοίγματα έναντι οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα και τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών και δημοσιοποίησης, καθώς και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 150 της 7.6.2019, σ. 1).

(13)   ΕΕ L 282 της 19.10.2016, σ. 4.

(14)  Κανονισμός (ΕΕ) 2021/1119 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 2021, για τη θέσπιση πλαισίου με στόχο την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 401/2009 και (ΕΕ) 2018/1999 («ευρωπαϊκό νομοθέτημα για το κλίμα») (ΕΕ L 243 της 9.7.2021, σ. 1).

(15)  Οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/EOK και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

(16)  Κανονισμός (ΕΕ) 2021/240 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 2021, για τη θέσπιση Μέσου Τεχνικής Υποστήριξης (ΕΕ L 57 της 18.2.2021, σ. 1).

(17)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48).

(18)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(19)  Κανονισμός (ΕΕ) 2024/1620 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2024, σχετικά με τη σύσταση της αρχής για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L, 2024/1620, 19.6.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2024/1620/oj).


ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2024/1619/oj

ISSN 1977-0669 (electronic edition)


OSZAR »